-Η ζωή μου έχει γίνει χάλια. Σαν γιαούρτι με περιεκτικότητα μηδέν λιπαρά.

– Δεν το χαίρεσαι; Αν περνούσες καλύτερα, θα είχες γίνει τετράπαχη.

– Ναι, όχι, δεν έχω παράπονο. Το παντελόνι μού μπαίνει. Εγώ δεν μπαίνω στο

παντελόνι, γιατί δεν έχω πού να πάω. Καλά που έχουμε και την υδρόγειο του

παιδιού και θυμάμαι ότι υπάρχουν κι άλλοι τόποι, πιο εξωτικοί από την

Πανόρμου.

– Η Πανόρμου σού φταίει τώρα;

– Όλα μου φταίνε. Και δεν μου φταίνε μόνο αυτά. Τους φταίω κι εγώ. Σαν να τα

‘χουν βάλει όλοι μαζί μου. Εναντίον μου.

– Ένας πλανήτης ολόκληρος, μια παγκοσμιοποίηση, ένα πράμα έχει συνωμοτήσει για

να την σπάσει σ’ εσένα;

– Δεν μπορούσες να το θέσεις καλύτερα.

– Είναι παράλογο.

– Δεν έχω δικαίωμα στο παράλογο εγώ; Μόνο στο λογικό; Με το λογικό τα είδαμε

τα χουνέρια μας. Βγάλε πανεπιστήμιο, πιάσε δουλειά, παντρέψου, κάνε παιδί να

δεις καλό.

– Έχεις παράπονο από το παιδί σου τώρα;

– Συγγνώμη, αυτά τώρα γιατί πρέπει να μπαίνουν στην εφηβεία;

– Τι να κάνουν, δηλαδή;

– Να μένουν στάσιμα. Στάσιμα, σαν τα σκυλιά τα κανίς. Όχι, από κανίς να σου

προκύπτει το ντόμπερμαν.

– Δεν έχεις κι άδικο. Ο δικός μου, κάθε μισή ώρα μεγαλώνει το πόδι του. Του

αγοράζω παπούτσια, μέχρι να φτάσω από το μαγαζί στο σπίτι αυτός έχει αλλάξει

νούμερο.

-Το παιδί, αγάπη μου, μέχρι έξι χρόνων, είναι να το πιεις στο ποτήρι. Βολικό,

συνεννοήσιμο. Μετά αρχίζουν τα όργανα.

– Το δικό σου, τι γλύκα που ήταν μωρέ! Θυμάσαι που το παίζαμε «πάει ο λαγός να

πιει νερό στου Κωστάκη τον λαιμό».

– Τώρα ο λαγός έχει γίνει βουβάλι. Άσε, που δεν μιλάει.

– Τι δεν μιλάει;

– Δεν μιλάει, παιδί μου. Πώς το λένε: «Δεν μιλάει». Από το ρήμα «μιλάω». Μιλάω

– μιλάς – μιλάει. Ε, αυτό δεν μιλάει.

– Και πώς επικοινωνείτε;

– Όταν λες «επικοινωνούμε»;

– Κατάλαβα.

– Έτσι και θέλει κάτι πολύ συγκεκριμένο, γρυλλίζει. Θέλεις κάτι, Κώστα;

Γκρρρρ. Θα βγεις, Κώστα; Γκρρρρ. Θα μπεις, Κώστα; Γκρρρ. Μελέτησες, Κώστα;

Γκρρρ.

– Και πώς βγάζετε άκρη;

– Προσπαθούμε να μεταφράσουμε τα γρυλλίσματα σε ελεύθερη απόδοση. Όσα

αποκωδικοποιούμε, τα περνάμε μετά στο αρχείο του κομπιούτερ, για να μην τα

ξεχάσουμε.

– Αυτό το γρύλλισμα πρέπει να το κοιτάξετε…

-Όταν δεν γρυλλίζει, γαβγίζει. Κανονικά. Παίρνει κόσμος τηλέφωνο και νομίζει

ότι το σήκωσε ο σκύλος. Άσε, που είναι μονίμως πολύ θυμωμένος.

– Γιατί;

– Δεν ξέρει. Ιδέαν δεν έχει. Απλώς, είναι πολύ θυμωμένος.

– Απλώς, είναι πολύ έφηβος.

– Μια στάλα λιγότερο, δεν θα με χάλαγε. Τη μισή μέρα στο Ίντερνετ, την άλλη

μισή στον καθρέφτη. Με ένα ζελέ στο χέρι κάθεται και κάνει τα μαλλιά του

καρφάκια. Γέμισε το κεφάλι του, γέμισε το μπάνιο…

– Μην πατήσετε κανένα…

– Προχτές, μου γρύλλισε κάτι που με τάραξε αφάνταστα. Θα κάνει, λέει, την

τούφα πράσινη και θα βάλει σκουλαρίκι στη μύτη.

– Τι του απάντησες;

– Δεν του απάντησα. Έχασα τον κόσμο. Όταν συνήλθα, ήμουνα σε ένα περίεργο

δωμάτιο με ορούς.

– Εκτονώνονται κι αυτά. Τρώνε πολλή πίεση.

– Ξέρεις πού είχε φτάσει η δική μου η πίεση; Στα ύψη. Στα Ιμαλάια. Αν είχα την

ελληνική σημαία, θα την κάρφωνα στο Έβερεστ.

– Περνάει φάση. Μπορεί να του αρέσει και καμιά κοπέλα…

-Δεν ξέρω. Δεν μας λέει. Πάντως, όλο και παίρνει κάποια. Κι αυτή γρυλλίζει στο

τηλέφωνο. Εμπρός; Γκρρρρ. Τον Κώστα, θέλετε; Γκρρρ. Αμέσως. Γκρρρ. Το

τελευταίο γκρρρ είναι «ευχαριστώ».

– Τουλάχιστον, έχει τρόπους.

– Ναι, θα την χαίρεται η μανούλα της.

– Τώρα έτσι μιλάνε όλοι.

– Ναι, είπαμε να μαζευτούμε όλοι οι γονείς και να ανταλλάξουμε σημειώσεις. Να

ενώσουμε τα γρυλλίσματά τους, να τα βάλουμε κάτω, μπας και βγάλουμε άκρη.

– Μήπως υπερβάλλεις κομμάτι;

– Υπερβάλλω κομμάτι. Γεγονός. Ενίοτε, θυμάται ότι προέρχεται από τον άνθρωπο

και φτύνει καμιά λέξη.

– Α, μιλάει κιόλας.

– Μιλάει. Το «μαλάκας», το «γαμώτο» και τα συμπαρομαρτούντα δεν τα γρυλλίζει.

Τα λέει ευκρινέστατα. Μια άρθρωση έκτακτη. Λες και θα παίξει στην Επίδαυρο. Μα

– λά – κας! Καμπάνα. Γεμίζει το διαμέρισμα, αγάπη μου.

– Θα του περάσει.

– Ναι, αλλά το κουσούρι δεν το γλιτώνει. Η γλώσσα χρειάζεται και μια άλφα

προπόνηση. Άμα κάνεις έξι χρόνια να την μιλήσεις, μετά θέλεις ιδιαίτερα για να

θυμηθείς τα ελληνικά. Φεύγω, άργησα.

– Τι καλά μαγειρεύεις, σήμερα;

– Φρίσκις!