Είναι ένα ζευγάρι καλλιεργημένων ανθρώπων. Πολυταξιδεμένοι. Με σπουδές στο

εξωτερικό. Απόφοιτοι ο ένας γαλλόφωνου και ο άλλος αγγλόφωνου σχολείου. Με

επαγγελματικές δραστηριότητες που εκτείνονται πέραν των ορίων της χώρας. Με

δύο παιδιά και αρκετά ενδιαφέροντα. Η κουβέντα μας αφορούσε τους

δημοσιογράφους. Διαπίστωσα από τα πρώτα δευτερόλεπτα πως δεν είναι αναγνώστες

εφημερίδων, αφού όλα τα ονόματα που ανέφεραν ήταν εκείνα που είναι γνωστά από

την τηλεόραση. Και η άποψή τους για την άσκηση του επαγγέλματος δεν ήταν

τίποτα άλλο παρά αναγωγή στη δραστηριότητα των συγκεκριμένων προσώπων. Με

ξάφνιασε η αντίθεση των απόψεών τους με αυτή που καθημερινά διατυπώνουμε είτε

μεταξύ μας, στα δημοσιογραφικά γραφεία, είτε μέσω των εφημερίδων και

περιοδικών. Εύρισκαν θετικά στοιχεία σε πρόσωπα, τα οποία εισπράττουν

καθημερινά κατεβατά επικρίσεων – και όχι αδίκως κατά τη γνώμη μου – από

συναδέλφους. Και θεωρούσαν ξενέρωτους και μάλιστα αντιπαθείς σε κάποιες

περιπτώσεις παρουσιαστές που εμφανίζονται με στοιχειώδη ευπρέπεια. Δεν

αντιλαμβάνονταν την πανθομολογούμενη ηλιθιότητα ορισμένων. Δεν τους ενοχλούσε

το ύφος, το θράσος και η ρηχότητα των θέσεων. Ούτε καν η προβληματική άρθρωση

και η ασυναρτησία. Ξαφνιάστηκα με τα σχόλιά τους. Ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα

σε όσα ακούμε να λέγονται γύρω μας και να γράφονται στις στήλες των

εφημερίδων. Τα κριτήρια τους τελείως διαφορετικά. Ένιωσα να ανήκω σε μία – μη

καταγεγραμμένη ποσοστικά – μειοψηφία, που θεωρεί – τι ουτοπία Θεέ μου – πως

εκφράζει την πλειοψηφία. Μία πλειοψηφία που δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξή

μας… Και γι’ αυτό δεν φταίνε οι άλλοι, αλλά εμείς.