-Καραγκιόζης: Κυρίες μου και κύριοι κι αγαπημένα μου παιδιά, απόψε θα
σας παίξουμε την τελευταία μας αθλητική τραγικωμωδία με τίτλο «Η κότα που
έφαγε τον εαυτό της».
– Κολλητήρι: Βιάσου μπαμπάκο, γιατί σε λίγη ώρα αρχίζουν τα ματς.
– Καραγκιόζης (σφαλιαρίζοντάς το): Πόσες φορές δεν σου ‘πα, βρε ανόητο,
ότι πλέον το ζουμί δεν είναι μέσα στα γήπεδα, αλλά εκεί που λαλούν οι κοκόροι
της ποδοσφαιρικής σωτηρίας μας; Που λέτε, μια μέρα, εκεί που έβλεπε μπάλα – ή
μπορεί και να ‘βλεπε κάτι άλλο, γιατί αυτοί που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο
δεν έχουν φυσικά καιρό και να το παρακολουθούν – ένας πανέξυπνος
φιλαθλοπαράγοντας είχε μια μεγαλειώδη ιδέα: τώρα, σκέφτηκε, που ο κόσμος δεν
πάει πια στο γήπεδο, αλλά ασχολείται περισσότερο παρά ποτέ με το ποδόσφαιρο,
είναι ευκαιρία να τους βάλω να με πληρώσουν για να βλέπουνε τα ματς που, αν
δεν ήμουνα εγώ, δεν θα τους ένοιαζε να μη βλέπανε.
– Χατζηαβάτης: Δηλαδή, ο άνθρωπος κατάλαβε ότι, αφού ήτανε πιασμένο το
στοίχημα, τα φράγκα μπορούσανε να βγούνε μόνο από την τηλεόραση. Το πρόβλημα
ήταν ότι ήταν πιασμένη κι η μισή τηλεόραση…
– Καραγκιόζης: Σιγά, Χατζατζάρη, μη βιάζεσαι. Πράγματι, λοιπόν, αυτός ο
πανέξυπνος ερχότανε λιγάκι δεύτερος, αφού κάποιος άλλος πληρωνότανε ήδη για να
δείχνει αποκλειστικά αυτό που κανένας δεν καιγότανε να δει. Για να πείσει
(γιατί φυσικά τα λεφτά δεν θα τα ‘βαζε από την τσέπη του), χρειαζότανε μια
δεύτερη μεγάλη ιδέα.
– Κολλητήρι: Την ντίτζιταλ ιδέα εννοείς, μπαμπάκο;
– Καραγκιόζης (προλαβαίνοντας στη σφαλιάρα τον Χατζηαβάτη): Πάρε, που
‘μαθες κακές λέξεις, ακόμα δε βγήκες απ’ τ’ αυγό. Η δεύτερη φοβερή ιδέα ήτανε
ότι, για να χτυπήσει εκείνον που τα ‘παιρνε χοντρά για να δείχνει στον κόσμο
εκείνο για το οποίο δεν καιγόταν, έπρεπε αυτός να τα δώσει πολύ πιο χοντρά
σ’εκείνους που πούλαγαν το άχρηστο προϊόν ώστε να γίνει αξιόπιστο.
– Χατζηαβάτης: Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς έπεισε τόσο
πολλούς ότι έτσι θα ‘βγαζαν λεφτά.
– Βεζίρης (πρωτοβγαίνοντας από τ’ ανάκτορό του): Και ποιος σου ‘πε, ρε
ξύπνιε, ότι οι περισσότεροι το κάνανε για τα λεφτά; Ξέρεις τι θα πει να
διαπραγματεύεσαι με τους Προέδρους, να κάνεις δικό σου τον Μάκαρο, να βάζεις
σήμα που λέει «όλα τα δείχνουμε»; Ώς κι ένα ίδρυμα συγκινήθηκε και μπήκε μέσα.
– Καραγκιόζης: Πάλι σοφά εμίλησες λαοφίλητε Βεζίρη. (Μέσα απ’ τα δόντια
του, προς τον Χατζηαβάτη: Άλλο βέβαια όταν έδινες την άδεια…). Τέλος πάντων,
πείστηκαν αυτοί που έπρεπε να πειστούν, έπεσαν τα φράγκα, αγοράστηκαν χρυσά τα
δικαιώματα των μισών ομάδων και αργυρά των μισών διεθνών πρωταθλημάτων κι
έκατσαν να περιμένουν να τσιμπήσει ο κόσμος.
– Κολλητήρι: Αλλά τι να πρωτοδεί ο κόσμος μπαμπάκο; Δέλλα ή Βάλα;
Λουξεμβουργιανό ή κορεάτικο ντέρμπι; Μπερδεύτηκε κι έκατσε στ’ αυγά του.
– Καραγκιόζης (με έκδηλη τρυφερότητα μετά τη σφαλιάρα): Εύγε παιδί μου.
Στ’αυγά του ο κόσμος, χρυσές οι ομάδες, ατάραχος ο Βεζίρης, κάτι θα στράβωνε
την επιχείρηση.
– Χατζηαβάτης: Κάποια στιγμή τα τίναξε, όπως ήταν φυσικό, η κότα κι
άφησε στα κρύα λουτρά τούς πελάτες της (τις ομάδες, γιατί οι φίλαθλοι είπαμε
ότι σ’ όλη την ιστορία έμειναν απέξω). Μια και δυο, πάνε οι πελάτες στον
Βεζίρη να βρει τρόπο να τους σώσει, γιατί τα φράγκα που πήρανε δεν τους
φτάνανε για να ισοσκελίσουν όσα υπολόγιζαν ότι θα ‘παιρναν.
– Βεζίρης: Τους κάλεσα λοιπόν και τους έδωσα μάθημα θεσμικής
συμπεριφοράς. Πάνω απ’ όλα η αξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
– Καραγκιόζης: Κι έτσι σώθηκε το ποδόσφαιρό μας. Γιατί ακόμα και να
κάνουν απεργία οι πρόεδροι, όπως αποφάσισαν, πάλι οι φίλαθλοι δεν θ’ αλλάξουν
πλευρό στην πολυθρόνα.
– Κολλητήρι: Μπαμπάκο βοήθεια, καίγεται η Φιλαδέλφεια.
– Καραγκιόζης (απολαμβάνοντας την τελική σφαλιάρα): Ακόμα δεν έμαθες,
βρε αχαΐρευτο, ότι μόνο μέσα από μια φωτιά προβάλλει η αναγέννηση;