Ο Χοσέ Κούρα τραγουδάει στο κοίλον εν μέσω του κοινού του

Τι ήταν να το πει ο Χοσέ Κούρα; «Next song in the taverna» – «το

επόμενο τραγούδι στην ταβέρνα». Ε, «λειώσανε» όλες. Ουρά περίμεναν οι κυρίες

έξω από τα καμαρίνια του Ηρωδείου, μετά το τέλος της συναυλίας του, που

οργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών. Για να μάθουν σε ποια ταβέρνα θα τον πάνε οι του

Φεστιβάλ να φάει!

Διότι, «έκαψε καρδιές», κυρίες και κύριοι, ο Χοσέ Κούρα. Καρδιές κυριών

πρωτίστως. Ψηλός, όμορφος, παρά τα αρκετά περιττά κιλά του – κούκλος για τα

οπερατικά δεδομένα… ­, επιδεικτικά αρρενωπός, κάτι ­επιτρέψτε μου την

έκφραση – προς το «γαμώ και δέρνω», κάτι προς το Απόστολος Γκλέτσος σε τενόρο,

αλλά και με χαμόγελο πλατύ που-ζητάει-την-τρυφερότητα, με ταμπεραμέντο ακριβώς

όπως φαντάζονται οι κυρίες το λάγνο αργεντίνικο, παιχνιδιάρης, με βάδισμα

γρήγορο και ανάλαφρα μάγκικο, ο διάσημος τενόρος κέρδισε αμέσως το κοινό.

Ειδικά το θηλυκού γένους κοινό. «Από τη στιγμή αυτή είμαι ερωτευμένη», έλεγε

ανενδοίαστα στο συνοδό της η διπλανή μου, πριν καν ο Αργεντινός τελειώσει την

πρώτη του άρια…

Αλλά και ο Χοσέ Κούρα έκανε τα πάντα για να κερδίσει το κοινό. Μετά το

πρώτο κομμάτι που έπαιξε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία τον συνόδευε υπό

τον Ουκρανό μαέστρο Βόλντεμαρ Νέλσον, οι πρώτες νότες από την άρια «Α, σι,

μπεν ντίτε» του Κοράντο από τον «Κουρσάρο» του Βέρντι, ο προβολέας στη δεξιά

πάροδο του θεάτρου και ιδού ο Τενόρος εν τω μέσω της νυκτός. Μαύρο παντελόνι,

λευκό ριχτό πουκάμισο για να κρύβει τα περιττά, μαύρη πουκαμίσα από πάνω, τα

μανίκια «ανέμελα» γυρισμένα ψηλά. Δυο τρεις νότες και «Κυρίες και κύριοι,

καλησπέρα». Στα ελληνικά. Και το πρώτο, πλούσιο χειροκρότημα, από το μεγάλο

κοινό, που, παραδόξως όμως, δεν είχε «τιγκάρει» το Ηρώδειο, κερδήθηκε. Εύκολα.

Από ‘κει και πέρα, ε, και τι δεν έκανε ο Χοσέ Κούρα, Μέγας Νάρκισσος

και Μέγας Θεατρίνος. Και στα σκαλιά της σκηνής κάθησε, και στην ορχήστρα του

Ηρωδείου κατέβηκε, και «γλυκά ματάκια» έκανε στους θεατές του θώκου και των

πρώτων σειρών… Τι φιλάκια να στέλνει, τι πηδηματάκια, τι διαρκώς γυρίσματα

πλάτη – αλλά «εύγλωττη» πλάτη… ­, τι αστειάκια, τι χαριτωμενιές, τι να μας

κλείνει το μάτι, τι αν υπάρχουν συμπατριώτες του ρώτησε κι όταν ακούστηκαν

ομαδικές καταφατικές απαντήσεις από ψηλά, φώναξε «όλα τσίκος!»…

Όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες του «Τσέλο ε μαρ» από την «Τζοκόντα»

του Πονκιέλι, ο προβολέας θα πέσει στην είσοδο του διαζώματος. Ο Τρομερός

Αργεντινός άρχισε να τραγουδάει την άρια του Έντσο από ‘κει ψηλά. Μετά κάθησε

στη σειρά 19 και συνέχισε. Ύστερα κατηφόρισε τα σκαλάκια, πάντα τραγουδώντας,

ένα φευγαλέο χάδι στο κεφάλι μιας ξανθιάς – βόγκηξαν οι υπόλοιπες που δεν ήταν

εκείνες οι τυχερές… – για να καταλήξει στη σκηνή. Αεικίνητος, τριγυρίζοντας

ανάμεσα στους μουσικούς, κόβοντας βόλτες σε όλα τα επίπεδα της σκηνής,

ακουμπώντας και τραντάζοντας το αναλόγιο τού ολύμπιας ηρεμίας, χαμηλών τόνων

και ιδιαίτερα ανεκτικού μαέστρου. Όχι. Δεν κατέβηκε με σκοινί από την

Ακρόπολη. Ούτε πήρε στα γόνατά του τη Μαρία Δαμανάκη που καθόταν στο θώκο.

Αλλά όλα μπορούσες πλέον να τα περιμένεις από τον Χοσέ Κούρα.

Γεμάτος αυτοπεποίθηση ο τενόρος. «Φιγουρατζής». Και με στεντόρειο

τραγούδι ιταλιάνικης «νοοτροπίας». Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο,

από φωνή, φωνάρα. Μεγάλου όγκου φωνή, παρά το κάποιο μπαλάρισμα. Φωνή που της

έχει τόση εμπιστοσύνη, ώστε να αλωνίζει, τραγουδώντας, ακόμα και μακριά από

την ορχήστρα και το μαέστρο, ένα θέατρο που δεν γνώριζε.

Βέβαια το τραγούδι αυτό, κοντά στο ύφος Παβαρότι, πόρρω απέχει από το

μουσικότατο τραγούδι ενός Πλάθιντο Ντομίνγκο, τον οποίο πρόσφατα έχουμε

ακούσει στο Ηρώδειο. Και το σόου αυτό πόρρω απέχει από το ήθος που μας δίδαξε

με το τραγούδι του ένας Αλφρέντο Κράους στο Μέγαρο, στα εξήντα τόσα του

χρόνια. Αλλά οι καιροί, βλέπετε, αλλάζουν…

«Κάτι μαγειρεύουν…»

Στο «γκαλά» – το οποίο, τελικά, μάλλον προς το αναψυκτήριο έφερνε – συμμετείχε

και η Ιταλίδα μέτζο Τζουζεπίνα Τρότα. Φωνή συμπαθής, αλλά παρουσία… Ψηλή,

αμήχανη, ανέκφραστη, ιδιαίτερα άχαρη, προκάλεσε τεράστιες απορίες αν επελέγη

από τον «οδοστρωτήρα» Χοσέ Κούρα για να προβληθούν, «αντιστικτικά», τα δικά

του προσόντα…

Τα «ανκόρ» περιλάμβαναν «Μαντάμ Μπατερφλάι», «Κάρμεν» με την μέτζο και «Νεσούν

ντόρμα» από την «Τουραντότ». «Τουραντό»! «Τουραντό»!» του φώναζαν από το

κοίλον όταν τον έβγαλαν για το τρίτο ανκόρ. Εκείνος, αφού οσμίστηκε τον αέρα

και είπε, τρίβοντας το στομάχι του, «κάτι μαγειρεύουν εδώ κοντά» – μέχρις

αυτού του σημείου έφτασε! – ζήτησε να σηκώσουν ψηλά τα χέρια όσοι ήθελαν

«Τουραντότ». Και την τραγούδησε. Αποθέωση! Με τις ώρες τον χειροκροτούσαν.

Ρυθμικά. Εκείνος είχε ήδη «περάσει» την ανθοδέσμη που του πρόσφεραν στα χέρια

μιας ωραίας βιολονίστας της Κρατικής που αιφνιδιάστηκε με την κίνηση και την

οποία δεν παρέλειψε να φλερτάρει.

INFO

Η συναυλία δόθηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.