«Τόσο πολύ έχει μπει στη ζωή μας ο τζόγος;», αναρωτήθηκε αφελέστατα η Ελένη.

Παρακολουθούσε όλες τις μέρες την ιστορία με τα «φρουτάκια» και εντούτοις δεν

χώραγε το μυαλό της τη «μετεξέλιξη» ενός παιχνιδιού που έπαιζε κι εκείνη, ας

πούμε δεκαπέντε χρόνια πριν, στο επαρχιακό μαγαζί με τα ηλεκτρονικά. Τότε το

Λενάκι, ένα κορίτσι μόλις δέκα χρόνων, έμπαινε θαρρετά στο «άβατο των αγοριών»

που ήταν το μαγαζί, καθόταν στο σκαμνί μπροστά στο παιχνίδι, έριχνε ένα

εικοσάρικο στη σχισμή και άρχιζε τον «αγώνα», κουνώντας επιδέξια τον μοχλό. Αν

κατάφερνε να σώσει το ανθρωπάκι που περνούσε στην οθόνη από μύριες παγίδες,

έβγαινε νικήτρια. Και αν όχι, ζητούσε άλλο εικοσάρικο απ’ τον παππού που την

περίμενε υπομονετικά έξω από το μαγαζί, πίνοντας το καφεδάκι του.

Τα χρόνια πέρασαν, η Ελένη έγινε κοπέλα, φοιτήτρια, νεαρή δικηγόρος. Τα

ηλεκτρονικά της παιδικής ηλικίας ξεχάστηκαν, αράχνιασαν και ξαφνικά τα

θυμήθηκε με τα «φρουτάκια». Όχι, εκείνο το αθώο ανθρωπάκι της οθόνης της δεν

μπορεί να έχει σχέση. Και όμως, το τρώει κι αυτό η διαστροφή της μετάλλαξης σε

τζογαδόρικη πρόκληση ακόμη και ηλεκτρονικών παιχνιδιών για παιδιά.

Κι έτσι, αφού αποκαλύφθηκαν όσα αποκαλύφθηκαν ­ ασφαλώς πολύ λιγότερα από όσα

συμβαίνουν ­ η απαγόρευση μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, αφού διαφορετικά ο

έλεγχος θα απαιτούσε στρατιές ειδικών ελεγκτών, υπερκινητικών και αδιάφθορων.

Με προσόντα, δηλαδή, που δεν βρίσκονται κι εύκολα, καημένο Λενάκι, που σού

λέρωσαν, εν μια νυκτί, την παιδική ανάμνηση.