Με μία δεύτερη χρηματιστηριακή εταιρεία που είχε συστήσει ο ίδιος,
κατηγορείται ότι οργάνωσε το μεγάλο παραχρηματιστηριακό σκάνδαλο που ξέσπασε
τον Μάιο του 1999, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της εταιρείας Αλκή στη
Θεσσαλονίκη, Λεωνίδας Τεζαψίδης.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
Γραφείο Βόρειας Ελλάδας
|
| Το παραχρηματιστηριακό σκάνδαλο, σύμφωνα με το βούλευμα, εξελίχθηκε στο διάστημα από 15 Ιανουαρίου 1997 μέχρι 5 Μαΐου 1999, οπότε και αποκαλύφθηκε το “κανόνι”, που υπολογίζεται ότι υπερβαίνει συνολικά τα 5 δισ.
|
Αυτό αποκαλύπτεται σε βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που δημοσιεύτηκε
χθες και παραπέμπεται να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων μαζί με
τη σύζυγο και άλλους τέσσερις συνεργάτες του γραφείου του, για το πρώτο μέρος
της απάτης που αφορά 26 θύματα και υπεξαίρεση ποσού που φτάνει τα 2,5 δισ.
δρχ.
Πρόκειται για τις 26 πρώτες δικογραφίες για τις οποίες ολοκληρώθηκε η
ανάκριση, καθώς εκκρεμούν άλλες περίπου 60, από τις μηνύσεις που κατατέθηκαν
από επενδυτές-θύματα του σκανδάλου. Σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου, στο
“σκαμνί” θα καθίσουν για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας,
απάτη, πλαστογραφία με χρήση και άμεση συνέργια στα αδικήματα, ο Λ. Τεζαψίδης,
η σύζυγός του Αν. Ζαχαριάδου, ο άμεσος συνεργάτης του Θ. Καλαμίδας και οι
συνεργάτες που κατηγορούνται ότι έπαιζαν τον ρόλο μεσάζοντα με επενδυτές Δ.
Πετρίδης, Δ. Σπανίδης και Στέφανος Χιρπιλίδης.
Απηλλάγησαν
Το δικαστικό συμβούλιο απάλλαξε από τις κατηγορίες, παρά την αντίθετη
εισαγγελική πρόταση, τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο της Αλκή Σπύρο και Γιώργο
Κοτσάμπαση, με το σκεπτικό ότι εκτελούσαν κανονικά τις συναλλαγές για τις
οποίες τους δίδονταν εντολές και τα χρήματα αφαιρούνταν στη Θεσσαλονίκη.
Επίσης απηλλάγησαν άλλοι τρεις κατηγορούμενοι μέλη του Δ.Σ. της Αλκή και μία
υπάλληλος του γραφείου Θεσσαλονίκης.
Το παραχρηματιστηριακό σκάνδαλο, σύμφωνα με το βούλευμα, εξελίχθηκε στο
διάστημα από 15 Ιανουαρίου 1997 μέχρι 5 Μαΐου 1999, οπότε και αποκαλύφθηκε το
“κανόνι”, που υπολογίζεται ότι υπερβαίνει συνολικά τα 5 δισ. Ένα μέρος της
απάτης φέρεται ότι έγινε μέσω μίας ΕΛΔΕ που συνέστησε ο Τεζαψίδης με την
επωνυμία Firste, όπου διοχέτευε μέρος των μετοχών των επενδυτών. Όπως
αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εισέπραττε τα χρήματα
των επενδυτών, διαβιβάζοντας τις εντολές αγοράς στα κεντρικά της εταιρείας,
όμως στην πώληση των μετοχών δεν παρέδιδε χρήματα αλλά πλαστά πινακίδια,
πλαστές επιταγές ή και κανονικές που αποδείχτηκαν ακάλυπτες.
Προσωπικός λογαριασμός
Ορισμένα χρήματα μάλιστα, όπως αναφέρεται και στην εισαγγελική πρόταση της
αντεισαγγελέως Ζωής Σμυρλή, οι επενδυτές κατέθεταν σε προσωπικό λογαριασμό που
διατηρούσε ο Τεζαψίδης με τη σύζυγό του. Στο απολογητικό του υπόμνημα, που
μνημονεύεται στο βούλευμα, ο διευθυντής του γραφείου της εταιρείας στη
Θεσσαλονίκη επιρρίπτει ευθύνες και στους ιδιοκτήτες της εταιρείας αδελφούς
Κοτσάμπαση, λέγοντας ότι γνώριζαν τόσο για τις κινήσεις του, όσο όμως και για
τη λειτουργία της δεύτερης εταιρείας.
