«Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να θεωρεί ότι συνιστά δική του υποβάθμιση η

βελτίωση του διπλανού του», επισημαίνει ο υπουργός Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου στη

συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» και υπογραμμίζει ότι το νομοσχέδιο για την

ανωτατοποίηση των ΤΕΙ δεν πρόκειται να αποσυρθεί, παρά το τριήμερο λουκέτο που

έβαλαν τα Πανεπιστήμια από σήμερα. Ο κ. Ευθυμίου τονίζει ότι δεν αλλάζουν ούτε

τα πτυχία ούτε τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ΤΕΙ και σημειώνει

ότι «όχι απλώς δεν μειώνονται τα πτυχία των ΑΕΙ, επειδή τα ΤΕΙ γίνονται και

επισήμως αυτό που ήδη είναι, δηλαδή τμήμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά

αντίθετα αποκτούν μεγαλύτερο βάθος και μεγαλύτερες προοπτικές». Ο υπουργός

Παιδείας στέκεται ιδιαίτερα στο θέμα των αποφάσεων της Μπολόνια και εξηγεί ότι

αν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης εγκαθιδρύσουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά

στα εκπαιδευτικά συστήματα και εμείς μείνουμε απ’ έξω, τότε οι απόφοιτοι των

ελληνικών ΑΕΙ και ΤΕΙ θα «φάνε πόρτα» στην αγορά εργασίας. Παράλληλα

προαναγγέλλει ότι έως το 2005 θα έχουν αξιολογηθεί όλα τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ της

χώρας, έτσι ώστε άλλες κατευθύνσεις σπουδών να ενισχυθούν και άλλες να

καταργηθούν και να επέλθει συνολική ισορροπία και εσωτερική ορθολογική

κατανομή της ανώτατης εκπαίδευσης.

ΕΡ.: Κύριε Ευθυμίου, από σήμερα και ως τις 4 του μηνός θα είναι

κλειστά τα ΑΕΙ της χώρας, πώς θα αντιδράσετε; Θα πάρετε πίσω το

νομοσχέδιο για την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, όπως ζητάνε οι πρυτάνεις;

ΑΠ.: Κυρία Ράπτη, δεν έχει δικαίωμα το υπουργείο Παιδείας να αποσύρει

το νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο θα συζητηθεί κανονικά στην Επιτροπή Μορφωτικών

Υποθέσεων στις 24 Απριλίου και θα πάρει τον δρόμο προς ψήφιση στην Ολομέλεια

της Βουλής. Δεν έχει δικαίωμα το υπουργείο Παιδείας να αποσύρει το νομοσχέδιο,

γιατί η πολιτική που εφαρμόζει είναι πολιτική αναγκαία για την ταυτόχρονη

αναβάθμιση και των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Διότι με αυτή την πολιτική

κερδίζει η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα, κερδίζει η ελληνική κοινωνία, κερδίζει

η νέα γενιά της Ελλάδας για να σταθεί ισότιμα στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.

ΕΡ.: Οι πρυτάνεις όμως ισχυρίζονται ότι ευτελίζεται και μειώνεται το

Πανεπιστήμιο με την άκριτη, όπως λένε, ανωτατοποίηση των

ΤΕΙ.

ΑΠ.: Κυρία Ράπτη, νομίζω ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να θεωρεί ότι

συνιστά δική του υποβάθμιση η βελτίωση του διπλανού του. Είναι μια παράξενη

θεωρία αυτή ότι για να διαφυλάξεις το παρόν status σου πρέπει να μην επιτραπεί

η βελτίωση της θέσης του διπλανού σου. Τα Πανεπιστήμια όχι μόνο δεν θίγονται

από τη θεσμική ολοκλήρωση των ΤΕΙ με την ένταξή τους στην Ανώτατη Εκπαίδευση,

αλλά, αντίθετα, προάγονται αυτά τα ίδια. Και ήθελα να θέσω εγώ το ερώτημα: Από

το 1990 έως τώρα, με τελευταία τη Γερμανία τον Μάρτιο του 2000, όλες οι χώρες

της Ε.Ε. έχουν πραγματοποιήσει αυτό που και εμείς τώρα προχωρούμε στην

εφαρμογή του, δηλαδή αναγνώρισαν αλυσιδωτά και χωρίς επιφύλαξη τα αντίστοιχα

ΤΕΙ ως τμήμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας τους. Η διαδικασία που ζητούν

εδώ ορισμένοι πρυτάνεις δεν εφαρμόστηκε πουθενά αλλού.

ΕΡ.: Μα, με συγχωρείτε, κάνουμε πολιτική για την

ευρωπαϊκή προσαρμογή και μόνο;

ΑΠ.: Όχι, δεν κάνουμε πολιτική για την ευρωπαϊκή προσαρμογή και μόνο,

κάνουμε κυρίως πολιτική για το συμφέρον της χώρας. Με βάση τις εθνικές μας

ανάγκες τα ΤΕΙ βρίσκονται σε αυτή την τροχιά από το 1983, αλλά επιπροσθέτως

υπάρχει και η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, η οποία πρέπει διαρκώς να μας

απασχολεί. Αν υποθέσουμε ότι θα ήμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που θα αφήναμε

έξω από την Ανώτατη Εκπαίδευση τα ΤΕΙ, θα είχαμε το εξής αποτέλεσμα και θέλω

κάθε Έλληνας πολίτης να το σκεφτεί: βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου και των

ευρωπαϊκών οδηγιών, ένας πτυχιούχος, για παράδειγμα, των ΤΕΙ της Γερμανίας ή

των ΤΕΙ μιας άλλης χώρας θα μπορεί να έρχεται και να εργάζεται στην Ελλάδα με

αναγνώριση όλων των δικαιωμάτων που έχει και στη χώρα του. Και σας ρωτάω, η

Ελλάδα θα αναγνωρίζει τα δικαιώματα των πολιτών των άλλων 14 χωρών και δεν θα

αναγνωρίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα στους δικούς της πολίτες; Θα εξορίσουμε

ακριβώς το μισό κομμάτι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που αντιπροσωπεύουν τα

ΤΕΙ από τον χάρτη της χώρας και θα αποδεχόμαστε τα αντίστοιχα προσόντα και τις

αντίστοιχες υποχρεώσεις που έχουμε στους άλλους 14 της Ε.Ε. Είναι βαθιά

παράλογο.

Δεύτερον, όπως γνωρίζετε, ήδη τα παιδιά των ΤΕΙ με τα παρόντα πτυχία γίνονται

δεκτά σε όλα τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού για μεταπτυχιακές σπουδές, άρα η

ελληνική πολιτεία θα δέχεται ότι όποιο παιδί των ΤΕΙ έχει τα χρήματα από την

οικογένειά του δικαιούται να πάει έξω και να γυρίσει πίσω με ένα μεταπτυχιακό

που υποχρεωτικά το αναγνωρίζει το ΔΙΚΑΤΣΑ, αλλά αυτό το οποίο το παιδί των ΤΕΙ

με το σημερινό του πτυχίο το κερδίζει δυναμικά στην Ευρώπη δεν θα το

αναγνωρίζει η ελληνική πολιτεία στο εσωτερικό της;

ΕΡ.: Ωστόσο οι πρυτάνεις επιμένουν ότι η ανωτατοποίηση έγινε

άκριτα, ότι όλοι ανωτατοποιούνται, ακόμα ­ όπως λένε

χαρακτηριστικά ­ και οι Σχολές Ανθοκομίας και οι Σχολές Επεξεργασίας

Ξύλου. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς ζητούν όχι την ανωτατοποίηση αλλά

την «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ ώστε ­ όπως επισημαίνουν ­ να

αποφευχθεί η συνολική υποβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

ΑΠ.: Απαντώ πρώτα στο θέμα της άκριτης, όπως λέγεται, ένταξης όλων των

ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Χρησιμοποιώ το παράδειγμα το οποίο ανέφερε ο

πρύτανης του Πολυτεχνείου, ο κ. Ξανθόπουλος, δηλαδή το παράδειγμα των γαλλικών

ΤΕΙ, τα οποία εντάχθηκαν (όλα, αυτομάτως και χωρίς καμία αξιολόγηση) στα

Πανεπιστήμια. Γίνανε δηλαδή πανεπιστημιακά. Έχω εδώ τον κατάλογο των

ειδικοτήτων που παρέχουν τα αντίστοιχα γαλλικά ΤΕΙ ως πανεπιστημιακά πτυχία.

Και σας αναφέρω το «Μετιέ Κανοέ-Καγιάκ», ο εκπαιδευτής Κανοέ-Καγιάκ παίρνει

δηλαδή στη Γαλλία πανεπιστημιακό τίτλο. Σας αναφέρω επίσης το πανεπιστημιακό

πτυχίο εμπορίας κρασιού. Κάθε χώρα δηλαδή στα δικά της ΤΕΙ εναποθέτει

αντικείμενα σπουδών τα οποία συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες και τα

χαρακτηριστικά της οικονομίας και κοινωνίας και θέλει εκεί στον ανώτατο βαθμό

καλά εκπαιδευμένα στελέχη. Άρα λοιπόν και η ανθοκομία που αναφέρεται τόσο

ειρωνικά είναι ακριβώς αυτό που οι Εγγλέζοι, για παράδειγμα, το έχουν σε υψηλή

σφαίρα απαιτήσεων, είναι ο «αρχιτέκτονας κήπων», είναι ο άνθρωπος που κάνει τη

διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος. Δεν θέλουμε παρόμοια στελέχη να

αναβαθμίσουν το φυσικό περιβάλλον; Άρα δεν υπάρχει καμία διαφορά στην πολιτική

που ασκούμε στην Ελλάδα από την πολιτική που ασκούν όλοι οι 14 και είναι

νομίζω κακό να υποτιμούμε συνεχώς τη χώρα μας θεωρώντας ότι όλα διαμορφώνουν

σε μας μια κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα.

ΕΡ.: Όμως εκτός από τα ΑΕΙ αντιδρούν και ορισμένες πλευρές μέσα στα

ΤΕΙ με το νομοσχέδιό σας. Για παράδειγμα, βλέπω διαμαρτυρίες της

ΟΣΕΠ-ΤΕΙ ότι δεν καλύπτει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ΤΕΙ το νομοσχέδιο στην

πληρότητά του. Συμφωνούν επί της αρχής, αλλά διαφωνούν σε άλλα

σημεία. Πώς είναι δυνατόν να διαφωνούν ταυτόχρονα και τα ΑΕΙ και τα

ΤΕΙ;

ΑΠ.: Τα ΤΕΙ αποδέχτηκαν συνολικά και ιδιαίτερα θετικά τη νομοθεσία,

επειδή ακριβώς εκφράζει τη δικιά τους πραγματικότητα, τις δικές τους

κατακτήσεις, τις δικές τους μέχρι τώρα επιτυχίες όσο και τις δικές τους

προοπτικές. Υπάρχουν πράγματι κάποιες αντιδράσεις, αλλά αντιδράσεις

αδικαιολόγητες από ένα τμήμα των διδασκόντων, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από

τις ρυθμίσεις. Στους υπάρχοντες καθηγητές, που τυχόν δεν διαθέτουν τα νέα

ακαδημαϊκά προσόντα, δίδεται μια εξαετία κινήτρων. Αλλά δεν είναι δυνατόν η

ελληνική κοινωνία να δεχθεί ότι ακαδημαϊκοί διδάσκοντες δεν θέλουν την κρίση

του επιστημονικού τους έργου, ότι θα βρίσκονται σε αυτή τη θέση χωρίς

ουσιαστικά προσόντα, και γι’ αυτό δεν μπορώ να συμβιβαστώ σε καμία περίπτωση

με εκείνους στα ΤΕΙ που θα θέλανε να μην πάνε τα ΤΕΙ σταθερά μπροστά, αλλά θα

προτιμούσαν να μετατρέψουν την παρούσα προσωπική τους συνθήκη ως γενική

συνθήκη των ΤΕΙ. Δεν πρόκειται σε αυτό το σημείο να αλλάξει επίσης η θέση μου,

δεν πρόκειται να γίνουν συμβιβασμοί επ’ αυτού. Θα πρόσθετα δε ότι η ρύθμιση

αυτή δεν είναι καινούργια. Μια ακριβώς αντίστοιχη ρύθμιση υπήρξε παλαιότερα

στα Πανεπιστήμια όπου δόθηκαν όλες οι αντίστοιχες ευκαιρίες στους τότε βοηθούς

να μετεξελιχθούν σε μέλη ΔΕΠ αποκτώντας τα αναγκαία προσόντα. Αυτό νομίζω

είναι μια χρήσιμη υπόμνηση και όχι μόνο στα ΤΕΙ αλλά και στα ΑΕΙ, όταν θέλουν

να ασκούν την κριτική τους με έναν ολόπλευρο και ισόρροπο τρόπο.

Το 2004 η πλήρης αξιολόγηση

ΕΡ.: Και με την αξιολόγηση τι γίνεται; Την ξεχνάμε;

ΑΠ.: Έχουμε αποστείλει σε όλα τα κόμματα, σε όλους τους κοινωνικούς

φορείς, σε όλους τους πανεπιστημιακούς φορείς και στους φορείς των ΤΕΙ την

πρότασή μας για την εγκαθίδρυση δύο θεσμών – «κλειδιών» για το μέλλον και την

πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης. Το ένα είναι η συγκρότηση του Εθνικού

Συμβουλίου Αξιολόγησης Ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα, το ΕΣΑΠ. Η

πρότασή μας για το ΕΣΑΠ έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας.

Πήραμε και συγκρίναμε τα συμβούλια αξιολόγησης, τους αντίστοιχους θεσμούς από

16 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και κάναμε την καλύτερη δυνατή

σύνθεση κριτηρίων, ώστε να έχουμε έναν σταθερό μηχανισμό αξιολόγησης του

συνόλου της ανώτατης εκπαίδευσης, των ΑΕΙ και των ΤΕΙ, με βάση το πλαίσιο της

CRE, της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Με βάση τη λειτουργία του ΕΣΑΠ

ανοίγονται ουσιώδεις προοπτικές συνολικής αυτανάγνωσης, αξιολόγησης και

αναβάθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. ΤΟ ΕΣΑΠ μπορεί να αξιολογεί είτε

ολόκληρη τη μονάδα, ένα πανεπιστήμιο ή ένα ΤΕΙ, είτε σχολές είτε και τμήματα

και μπορεί να κάνει συγκριτική αξιολόγηση. Έτσι λοιπόν θα έχουμε, ώς το τέλος

του 2004, τη χρονιά δηλαδή 2004-2005, μια πλήρη αποτύπωση, λεπτομερή, όλης της

δομής της ανώτατης εκπαίδευσης σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, με αξιολογήσεις και ad hoc, και

σε κάθε πανεπιστήμιο ή σε κάθε σχολή ή τμήμα, αλλά και αξιολογήσεις

συγκριτικές. Εκεί θα μπορούμε να θέσουμε υπό κρίση τη συνολική ισορροπία και

εσωτερική ορθολογική κατανομή της ανώτατης εκπαίδευσης και να ξέρουμε τις

αδυναμίες μας και πού πρέπει να ξέρουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Οι

εκθέσεις του Εθνικού Συμβουλίου Αξιολόγησης Ποιότητας, του ΕΣΑΠ, υποβάλλονται

υποχρεωτικά, σύμφωνα με τη δική μας πρόταση, στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας,

ΕΣΥΠ, του οποίου επίσης το σχέδιο Π.Δ. έχουμε καταθέσει στο σύνολο των φορέων.

ΕΡ.: Το ΕΣΥΠ έχει ξαναϋπάρξει δύο φορές στα χαρτιά, αλλά ποτέ

στην πράξη. Γιατί να δεχθούμε ότι αυτή τη φορά πρέπει να δώσουμε

νόημα, βάρος στην πρότασή σας για το ΕΣΥΠ;

ΑΠ.: Είναι αλήθεια ότι το ΕΣΥΠ στις δύο προηγούμενες προσπάθειες

λειτουργίας δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η δική μας πρόταση, που την έχουμε

υποβάλει σε όλους τους φορείς και αναμένουμε μέχρι τα τέλη Απριλίου τις θέσεις

τους και τις προτάσεις τους ώστε να προχωρήσουμε αμέσως μετά στο Π.Δ. της

σύστασης του ΕΣΥΠ, διαφέρει αισθητά σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, εμείς

προτείνουμε ένα ΕΣΥΠ το οποίο είναι σχετικά ολιγομελές και χωρίζεται σε τρία

επιμέρους συμβούλια, ώστε να περιλαμβάνει και τους τρεις τομείς της τυπικής

εκπαίδευσης με πληρότητα ώστε μετά, στην Ολομέλεια, που πλέον δεν έχει τον

πολυάριθμο χαρακτήρα που είχε πριν, να μπορούν να λαμβάνονται αποφάσεις. Το

ΕΣΥΠ, αν γίνει δεκτή η πρότασή μας, αυτή τη φορά θα αποτελέσει έναν θεσμό

μακράς στρατηγικής, μακρού σχεδιασμού. Έναν θεσμό επίσης που θα διαφέρει από

την πριν κατάσταση στο γεγονός ότι θα στηρίζεται στα πορίσματα του Εθνικού

Συμβουλίου Αξιολόγησης Ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης. Επομένως δεν θα

πρόκειται για ένα ΕΣΥΠ που θα δρα στο κενό, αλλά θα έχει εδραιωμένη

επιστημονική χαρτογράφηση της πραγματικότητας, των αναγκών, των προοπτικών,

των ισχυρών και αδύναμων στοιχείων της εκπαίδευσης εν συνόλω στη χώρα. Θα

μπορεί το ΕΣΥΠ με βάση και την αξιολόγηση να εισηγείται αν κάποιες

κατευθύνσεις χρειάζονται ενίσχυση ή αν κάποιες άλλες πρέπει να καταργηθούν και

στη θέση τους να αναπτύξουμε άλλες.

Γιατί δεν φεύγουμε από την Μπολόνια

ΕΡ.: Τελικά, μήπως η νομοθεσία για τα ΤΕΙ είναι όπως

καταγγέλλεται μια πράξη προσαρμογής στην Μπολόνια;

ΑΠ.: Η νομοθετική μας πρωτοβουλία για τα ΤΕΙ είναι νομοθετική

πρωτοβουλία μακράς αφετηρίας. Η αντίληψη του ΠΑΣΟΚ είναι αποτυπωμένη από το

1993 σε αυτή την κατεύθυνση γιατί ακριβώς αυτή η κατεύθυνση εξυπηρετεί και τις

ανάγκες της ανώτατης εκπαίδευσης και τις ανάγκες της ανάπτυξης της χώρας. Από

την άλλη μεριά είναι καιρός να σταματήσουμε να μιλάμε για τις ευρωπαϊκές

εξελίξεις με μια φοβικότητα, λες και είναι κάτι που συμβαίνει έξω από μας και

έρχεται μόνο ως απειλή από κάποια εξωτερικά κέντρα. Κατ’ αρχήν η Μπολόνια

είναι μια πανεπιστημιακή πρωτοβουλία από 29 χώρες, στην οποία η Ελλάδα μετέχει

ισότιμα. Είναι η απάντηση της Ευρώπης στις ΗΠΑ και στις ανερχόμενες δυνάμεις

της Ασίας, όπως η Ιαπωνία, στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Επιχειρούν οι 29 αυτές χώρες (που στην Πράγα μπορεί να γίνουν 32 γιατί

υπάρχουν αιτήσεις και της Κύπρου, της Ουκρανίας και της Τουρκίας) να

συγκροτήσουν ένα κοινό χώρο στην ανώτατη εκπαίδευση. Ένα χώρο σύγκλισης όπου

θα διευκολυνθεί η κινητικότητα μεταξύ των πανεπιστημίων και θα διευκολυνθεί η

έρευνα, η ανάπτυξη και η προαγωγή των πανεπιστημιακών θεσμών ώστε να αποκτήσει

και πάλι η Ευρώπη το συγκριτικό διεθνές πλεονέκτημα που ιστορικά διέθετε στο

χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Από αυτή τη διαδικασία η Ελλάδα δεν μπορεί να

απέχει. Εάν απέχει θα υποστεί βαριές συνέπειες, διότι αν προχωρήσουν οι

υπόλοιπες χώρες και εγκαθιδρύσουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στα

εκπαιδευτικά συστήματα, με προεξάρχον χαρακτηριστικό την αναγνώριση των

σπουδών με βάση τις πιστωτικές μονάδες, τότε, εάν η Ελλάδα δεν συμπεριλάβει

τον εαυτό της σε αυτή τη διαδικασία, θα συμβεί κάτι πολύ απλό: Ελληνικά

πτυχία, είτε τα πανεπιστημιακά είτε τα πτυχία των ΤΕΙ δεν θα έχουν

αναγνωρισιμότητα σε καμία άλλη χώρα. Θα γίνουμε μια πρωτότυπη Αλβανία του 21ου

αιώνα όπως ήταν η Αλβανία του Χότζα πριν από το 1990, δηλαδή, όπως είπα σε μια

φοιτήτρια στην Κομοτηνή, που έθετε επίμονα αυτό το ερώτημα «γιατί δεν φεύγουμε

από την Μπολόνια;» της απάντησα ότι «δεν φεύγουμε για τον πολύ απλό λόγο ότι

πρέπει η πολιτεία να προασπίσει τα δικά σας πτυχία». Διότι αύριο αν με αυτό το

πτυχίο έρθει μια ξένη εταιρεία στην Ελλάδα και ζητήσει να προσλάβει κάποιους

Έλληνες που το πτυχίο τους δεν θα έχει αυτή τη διεθνή αναγνωρισιμότητα δεν θα

υπάρχει ο πτυχιούχος γι’ αυτή την εταιρεία. Ή αν αυτή η κοπέλα πάει σε άλλη

χώρα από τις 29, το πτυχίο της δεν θα είναι αναγνωρίσιμο. Όπως της είπα

χαρακτηριστικά θα «φάει πόρτα». Δηλαδή δεν έχει να κάνει τίποτα η Μπολόνια με

κάποιο εξαναγκασμό. Έχει να κάνει με την αντίστοιχη λειτουργία και την

παράλληλη ανάπτυξη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να διατηρεί

αυτό που ήδη διαθέτει, δηλαδή μια ανταγωνιστικότητα, μια αναγνωρισιμότητα μέσα

στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Και επιτέλους πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι

η δύναμη της Ελλάδας είναι ακριβώς ότι είναι ενταγμένη στην Ευρώπη. Δηλαδή

μπορεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας να είναι η ένταξή της στους

ευρωπαϊκούς θεσμούς και να ζητάμε στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης ή της

εκπαίδευσης γενικότερα, να εξαιρεθούμε από αυτή την κατάκτηση που έχουμε

επιτύχει αλλού; Άρα λοιπόν δεν μας ταιριάζει ο φόβος, δεν μπορεί να

οργανώνουμε τις πολιτικές μας με βάση το φόβο. Να οργανώνουμε τις πολιτικές

μας με βάση τις επιτεύξεις μας, με βάση όσα ήδη έχουμε πετύχει και τα οποία

προάγουν συνολικά την εκπαίδευση.

Πενταετείς σπουδές θα δίνουν master

ΕΡ.: Πρυτάνεις, φοιτητές, απόφοιτοι Πολυτεχνείων και

πανεπιστημίων θέτουν ωστόσο και το θέμα των πτυχίων και των επαγγελματικών

δικαιωμάτων.

ΑΠ.: Το νομοσχέδιο για τα ΤΕΙ δεν αλλάζει την ισοτιμία των πτυχίων πριν

και μετά, δεν αλλάζει τα επαγγελματικά δικαιώματα, ενώ σύμφωνα με τις δικές

μας πεποιθήσεις αλλά και το αίτημα των ίδιων των πρυτάνεων έχουμε προσδιορίσει

ρητά και στο νόμο και κατηγορηματικά ότι η θεσμική ολοκλήρωση των ΤΕΙ με την

ένταξή τους στην ανώτατη εκπαίδευση διαμορφώνει δύο τομείς, δύο κατευθύνσεις

στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Μία που είναι η πανεπιστημιακή, τα

πανεπιστήμια και τα πολυτεχνεία της χώρας και μία που είναι τα ΤΕΙ που την

ορίζουμε ως την μη πανεπιστημιακή κατεύθυνση, ακριβώς γιατί θέλουμε τον

διακριτό ρόλο και τη διακριτή αυτή λειτουργία των δύο αυτών τομέων της

ανώτατης εκπαίδευσης. Τώρα, πώς από την αρχική θέση των πρυτάνεων περί μη

πανεπιστημιακής κατεύθυνσης των ΤΕΙ, φτάσαμε να ζητούν την πανεπιστημιοποίησή

τους, αυτή είναι μια αντίφαση που εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να παρακολουθήσω.

ΕΡ.: Ναι, αλλά δεν δημιουργείται σύγχυση στα πτυχία;

ΑΠ.: Όχι, δεν δημιουργείται καμία σύγχυση στα πτυχία διότι πρέπει να

κατανοήσουμε ότι όχι απλώς δεν μειώνονται τα πτυχία των ΑΕΙ επειδή τα ΤΕΙ

γίνονται και επισήμως αυτό που ήδη είναι, δηλαδή τμήμα της ανώτατης

εκπαίδευσης αλλά αντίθετα αποκτούν και μεγαλύτερο βάθος και μεγαλύτερες

προοπτικές. Γιατί, για παράδειγμα, εμείς έχουμε αποδεχτεί το σχετικό αίτημα

των πρυτάνεων και ανοίξαμε τη συζήτηση, ότι όπως ακριβώς συμβαίνει σε πάρα

πολλές χώρες της Ένωσης, έτσι και εδώ μπορούμε να δεχθούμε ότι οι πενταετείς

κύκλοι σπουδών όπως είναι για παράδειγμα στα πολυτεχνεία και τις γεωπονικές

σχολές, μπορούν να δίνουν master. Όταν μου ετέθη αυτό το αίτημα από τους

πρυτάνεις ζήτησα να κάνουν προτάσεις επ’ αυτού με βάση δύο προϋποθέσεις:

πρώτον, ότι δεν θα διασπάται η ενότητα σπουδών, δεν θα σπάμε σε δύο κύκλους,

δηλαδή τριών τεσσάρων ετών σπουδών προπτυχιακών και ένα μεταπτυχιακό, αλλά θα

είναι ενιαία η διάρθρωση σπουδών που θα οδηγεί σε master και δεύτερο, ότι θα

είναι υποχρεωτικός αυτός ο πενταετής κύκλος. Γιατί δεν πρέπει να μπούμε σε μια

λογική διάσπασης των σπουδών. Άρα αυτή τη στιγμή είναι ακόμα πιο φανερό ότι

για το υπουργείο Παιδείας, το ζητούμενο δεν είναι κάποια ισοπέδωση και

εξομοίωση, αλλά είναι η σαφής διάκριση των επιπέδων σπουδών, που κανείς δεν

αμφισβητεί και κανείς δεν θέλει να θέσει υπό αίρεση.