Α. Η προεκλογική εξαγγελία του ΠΑΣΟΚ για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου

εγγυημένου εισοδήματος έχει προκαλέσει μετεκλογικά πολλές πολιτικές

παρενέργειες, με αφορμή ιδίως τη σχετική πρόταση νόμου που κατέθεσε ομάδα

βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ενώ ήδη και η Ν.Δ. έχει εξαγγείλει σχετική νομοθετική

πρωτοβουλία. Πέρα από τη συγκεκριμένη ­ και ήδη πολλαπλά φορτισμένη ­

αξιολόγηση των ανωτέρω εξαγγελιών, πρωτοβουλιών και κινήσεων, το ερώτημα που

ανακύπτει εύλογα είναι το ακόλουθο: γιατί δεν εκδηλώνεται αντίστοιχη κοινωνική

ευαισθησία από τα δύο μεγάλα κόμματα ­ δεδομένου μάλιστα ότι φαίνεται να

συμφωνούν και τα μικρότερα της Αριστεράς ­ προκειμένου να επιτευχθεί η

συνταγματική κατοχύρωση ενός τέτοιου δικαιώματος; Πράγματι, αντί κατά τη

σχετική μακρόχρονη συζήτηση να αναζητηθούν ουσιαστικά συνταγματικά

προγεφυρώματα κοινωνικής αλληλεγγύης, ο όλος προβληματισμός εξαντλήθηκε στην

καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους, στο άρθρο 25. Η αρχή αυτή είναι

μεν χρήσιμη, αφού εισάγει μια μορφή σχετικού κοινωνικού κεκτημένου, αλλά δεν

προσθέτει και πολλά στην έως τώρα προωθημένη νομολογιακή αντιμετώπιση του

θέματος από τα δικαστήριά μας.

Η άποψή μας λοιπόν είναι ότι όσοι επιθυμούν πράγματι μια πολιτική

προσανατολισμένη στην ουσιαστική καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, που

αποτελεί μείζονα κίνδυνο στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», πρέπει να

υποστηρίξουν ευθαρσώς τη συγκεκριμένη συνταγματική κατοχύρωση ενός αγώγιμου

και συνεκδοχικού κοινωνικού δικαιώματος που θα αποβλέπει στη διασφάλιση ενός

στοιχειωδώς αποδεκτού ορίου «αξιοπρεπούς διαβίωσης» (ή εν ευρεία εννοία

«κοινωνικής ασφάλειας»). Η συγκεκριμένη διατύπωση ενός τέτοιου δικαιώματος θα

μπορούσε να ποικίλλει. Μια εκδοχή θα ήταν η παλαιά σχετική πρόταση του ΠΑΣΟΚ,

κατά τη συζήτηση του Συντάγματος του 1975. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο

«αντισχέδιο» της Ομάδας Επιστημόνων του ΠΑΣΟΚ (υπό την προεδρία του νυν

Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη) που προέβλεπε ότι: «Κάθε πολίτης που δεν είναι ικανός

για εργασία και δεν έχει τα αναγκαία μέσα διαβίωσης έχει, σύμφωνα με τους

όρους του νόμου, δικαίωμα για κοινωνική ασφάλιση και παροχή των μέσων, που

είναι αναγκαία για τη συντήρησή του». Μια άλλη εκδοχή θα ήταν η σχετική

διατύπωση του Συντάγματος της Κύπρου: «Έκαστος έχει δικαίωμα αξιοπρεπούς

διαβιώσεως και κοινωνικής ασφάλειας». Μια τρίτη τέλος εκδοχή θα ήταν η

κατοχύρωση ενός δικαιώματος σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που συζητείται

ευρέως και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την επιφύλαξη πάντως ότι ο

όρος «εισόδημα» εννοιολογικά παραπέμπει κυρίως σε μια λογική χρηματικής

ενίσχυσης (επιδομάτων), ενώ ο όρος «ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης»

επιτρέπει ευχερέστερα μια πλέον ευέλικτη κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των

δικαιούχων, μέσω της παροχής αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. για στέγαση, θέρμανση,

τροφή κ.λπ.) αλλά και μέσω ειδικών πολιτικών για τον επαγγελματικό

προσανατολισμό και την εκπαίδευση των ανέργων.

Η διασφάλιση ενός δικαιώματος όπως το περιγράψαμε προηγουμένως, υπό την όποια

ειδικότερη διατύπωσή του, θα αποτελούσε μια πρώτη απτή αποτύπωση της αρχής του

κοινωνικού κράτους και ταυτόχρονα ουσιαστική εγγύηση για μια συνολική και

διαρκή βελτίωση της κοινωνικής πολιτικής. Έτσι, η κατά τα ανωτέρω συνταγματική

εγγύηση του ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης βρίσκεται σε άμεση και στενή

συνάρτηση με την ισόρροπη πλήρωση ενός ανελαστικού ορίου του περιεχομένου των

επιμέρους κοινωνικών δικαιωμάτων, δίνοντάς τους έτσι σάρκα και οστά, όπως

προτείνεται άλλωστε και στο πλαίσιο του σχετικού ευρωπαϊκού προβληματισμού.

Αυτό όμως προϋποθέτει συγκεκριμένη συνταγματική πολιτική, προκειμένου να

αναδειχθεί ο πράγματι δικαιωματικός ­ και άρα κατ’ αρχήν καθολικός ­

χαρακτήρας του συνόλου των κοινωνικών δικαιωμάτων, διότι μόνον έτσι έχει νόημα

η όλη συζήτηση για την προστασία του πυρήνα τους, ως εγγυητικού και ταυτόχρονα

διεκδικητικού πλαισίου της κοινωνικής προστασίας. Άλλωστε αυτή είναι και η

μόνη οδός που απομένει σε μια εναλλακτική συνταγματική πολιτική, προκειμένου

να αποκρουσθούν οι διαρκείς προσπάθειες για την υποβάθμιση και περιθωριοποίηση

των εν λόγω δικαιωμάτων, προσπάθειες που χαρακτηρίζουν ολοένα και εντονότερα

την εποχή της «Νέας Τάξης» και της «παγκοσμιοποίησης».

Β. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα όσα ελέχθησαν έως τώρα αποτελούν μια

ικανοποιητική πρώτη απάντηση στη σύγχρονη κρίση και αμφισβήτηση του κράτους

πρόνοιας. Ωστόσο, μια συνταγματική πολιτική που φιλοδοξεί να είναι

ριζοσπαστική, δεν μπορεί να εξαντλείται στην ενίσχυση και βελτίωση της

προστασίας των υπαρχόντων κοινωνικών δικαιωμάτων. Η όλη συζήτηση, παρά το

ιδιαίτερο θεωρητικό, νομολογιακό και πολιτικό ενδιαφέρον της, παραμένει

συνήθως ελλιπής και αποσπασματική ­ όπως αποδείχθηκε και από την αναθεωρητική

διαδικασία ­ αν δεν εντάσσεται, και παράλληλα δεν συμβάλλει, σε έναν ευρύτερο

περαιτέρω προβληματισμό, που ξεκινά μεν από την αναζήτηση του κανονιστικού

περιεχομένου της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα των

κοινωνικών δικαιωμάτων, για να καταλήξει όμως στον αξιακό αναπροσδιορισμό της

ίδιας της Δημοκρατίας. Κι αυτός ο αναπροσδιορισμός δεν μπορεί παρά να

επαναφέρει στο προσκήνιο τις λησμονημένες αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και

της «κοινωνικής δημοκρατίας», μέσω των οποίων, όπως έγραφε ο αξέχαστος

δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης: «Ο λαός καθίσταται πράγματι και

ουσιαστικώς, ήτοι όχι μόνον πολιτικώς αλλά και οικονομικώς και κοινωνικώς

κυρίαρχος, οπότε και μόνον η δημοκρατία ­ και η ελευθερία ­ ολοκληρούται και

τελειούται»…

Το πρώτο ζητούμενο ενός τέτοιου προβληματισμού είναι κυρίως το να προκύπτει,

κατά τρόπο απτό και ανεπίδεκτο αμφισβητήσεων, ότι στη σύγχρονη Δημοκρατία η

κοινωνική συνιστώσα του Συντάγματος δεν είναι ούτε παρεκτροπή ούτε «ξένο σώμα»

ούτε «πτωχός συγγενής», όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι θιασώτες του

εξοβελισμού ή της περιθωριοποίησής της. Κατοχυρώνεται, αντίθετα, ως απολύτως

ισότιμη με την ατομική και πολιτική, σε μια αδιάσπαστη ενότητα, που αποβλέπει

στον ολοκληρωμένο αυτοκαθορισμό του ανθρώπου, και ως εκ τούτου είναι απολύτως

αδιαπραγμάτευτη, τουλάχιστον στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.

Σε δεύτερο επίπεδο είναι προφανές ότι η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί

να αναβαθμίσει, μέσω της νέας θεώρησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, και την

ίδια την αρχή του κοινωνικού κράτους. Η τελευταία ­ διαλεκτικά συνδεδεμένη

πλέον με την αρχή του κράτους δικαίου ­ δεν είναι δυνατόν να κατοχυρώνεται,

βάσει μιας τέτοιας συνταγματικής πολιτικής, ούτε σαν νομιμοποιητικό άλλοθι

ούτε σαν απλή συνταγματική παραχώρηση, διακοσμητικού ή έστω επικουρικού

χαρακτήρα, όπως φοβούμαι πως την εκλαμβάνουν εν πολλοίς ­ υπό το πρίσμα μιας

«ουδέτερης» και «άχρωμης» αντιμετώπισης του Συντάγματος ­ τα δύο μεγάλα

κόμματα, περιοριζόμενα σε κάποιες ανώδυνες γενικολογίες. Πράγματι, η αρχή της

κοινωνικής δικαιοσύνης, την οποία είχε προτείνει ρητά το ΠΑΣΟΚ το 1975, στην

προαναφερθείσα πρότασή του, δίνει συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο,

διεκδικητικό βάθος και ιστορική προοπτική στην αρχή του κοινωνικού κράτους,

αφού προϋποθέτει, πέρα από ένα ικανοποιητικό όριο κοινωνικής προστασίας,

διαφορετική αντίληψη και για τις κοινωνικές ιεραρχήσεις και πολιτικές

προτεραιότητες της σύγχρονης Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται και

στο κρίσιμο αξιολογικό πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η πολιτική αξιοπιστία των

κομμάτων που (αυτο)προσδιορίζονται ως δημοκρατικά, καθώς θέτει υπό συνεχή

αμφισβήτηση τόσο τις γενικές πολιτικές διακηρύξεις όσο και τους βασικούς

κοινωνικούς προσανατολισμούς τους…

Η τρίτη πλευρά μιας ριζοσπαστικής συνταγματικής πολιτικής συνοψίζεται σε μια

νέα ανάγνωση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ώστε να υπερβαίνει την

παραδοσιακή τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου ­ που χαρακτηρίζει κατά βάση,

παρά τις όποιες βελτιώσεις, τον παλαιό αλλά και τον νεώτερο αστικό

φιλελευθερισμό ­ και να υπηρετεί την ως άνω αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Πρέπει να αναγνωρισθεί βέβαια ότι η δική μας νομολογία έχει κάνει ήδη κάποια

τέτοια ανοίγματα, σχετικά με την ερμηνευτική επέκταση κοινωνικών παροχών, στο

πλαίσιο μιας περισσότερο προωθημένης γενικής θεωρητικής προσέγγισης της

ισότητας ως «αναλογικής ισότητας», που επιτρέπει, κατ’ αρχήν, διαφορετική

μεταχείριση ­ με θετικές και αποκαταστατικές παρεμβάσεις ­ για την

αντιμετώπιση κοινωνικά ανόμοιων καταστάσεων. Ωστόσο η πρότασή μας

υπερακοντίζει κατά πολύ μια τέτοια αποσπασματική, ευκαιριακή και συχνά καθ’

υπερβολήν ­ με έντονη μάλιστα «συντεχνιακή» χροιά… ­ νομολογιακή

χρησιμοποίηση της αρχής της ισότητας. Και τούτο διότι αφορά τη συνταγματική

αποτύπωση μιας γενικής ερμηνευτικής ρήτρας, που θα αποβλέπει στην επίτευξη

πραγματικής ισότητας, προβλέποντας ρητά ως καθήκον του κράτους την έμπρακτη

διασφάλιση ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών, με τη λήψη (και) θετικών μέτρων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ το 1975, με το προαναφερθέν «αντισχέδιό»

του, είχε προτείνει να διατυπωθεί ρητά ότι «η κοινωνική ισότητα αποτελεί

βασικό και συνεχές μέλημα του κράτους». Ωστόσο, αν αυτή η πρόταση θεωρηθεί

πολύ προωθημένη για τις συνθήκες της νέας εποχής, θα μπορούσε τουλάχιστον να

διατηρηθεί η τότε συνέχειά της, που αποτελεί το ελάχιστο περιεχόμενο της

πρότασής μας: «Καθήκον του κράτους είναι να εξαλείψει τα εμπόδια οικονομικής

και κοινωνικής φύσης τα οποία περιορίζουν στην πράξη την ελευθερία και την

ισότητα των πολιτών, εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους

και τη συμμετοχή των εργαζομένων στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική

οργάνωση».

Μια τέτοια ρήτρα (παρόμοια της οποίας συναντούμε και στο προοίμιο του

Συντάγματος της Ισπανίας) θα συμπλήρωνε αρμονικά εκείνη περί κοινωνικής

δικαιοσύνης, φορτίζοντας αξιακά και προσανατολίζοντας προς ορισμένη κατεύθυνση

τις κοινωνικές παρεμβάσεις του κράτους πρόνοιας. Αυτό συνεπάγεται, ιδίως, μια

άλλη θεώρηση τόσο για την ισότητα ευκαιριών όσο και για την κοινωνική εμβέλεια

της γενικής αρχής της ισότητας, η οποία αποκτά ένα επιπλέον ουσιαστικό

περιεχόμενο: γίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και με τη συνδρομή αυστηρών

όρων και προϋποθέσεων, αποκαταστατική ισότητα, που στοχεύει, μέσω θετικών

ενεργειών του κράτους, στη ρίζα των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και στην

ανατροπή των γενεσιουργών αιτίων του κοινωνικού αποκλεισμού.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.