Τα γενέθλια (ένας χρόνος λειτουργίας) του Μετρό της Αθήνας φέρνουν μπροστά μου

εικόνες που συναντάω καθημερινά σ’ αυτό το ασταμάτητο πηγαινέλα των συρμών, με

την άχρωμη μαγνητοφωνημένη φωνή, με το ενοχλητικό-παρατεταμένο-μπιπ όταν

κλείνουν οι πόρτες, με την υποδειγματική καθαριότητα και την αστυνόμευση.

Αυτό που με εντυπωσιάζει στο Μετρό είναι ότι δεν περπατάμε. Ανεβαίνουμε και

κατεβαίνουμε όλοι με τις κυλιόμενες σκάλες, ενώ παίρνουμε το δρομολόγιο από το

Σύνταγμα για την Ομόνοια (και αντίστροφα), δηλαδή μια απόσταση διάρκειας πέντε

λεπτών με τα πόδια. Κι όταν βγούμε έξω το πρώτο που κάνουμε είναι να ελέγξουμε

το κινητό μας ή να ανάψουμε τσιγάρο. Βγαίνουμε από το Μετρό τρέχοντας.

Βιαζόμαστε χωρίς λόγο. Βιαζόμαστε επειδή βιάζονται και οι άλλοι. Όλα τα

κάνουμε με άγχος.

Αξιοπερίεργο ακόμη είναι ότι μέσα στο Μετρό κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο με

ζήλεια. Με μισό μάτι. Φθονούμε τους καλύτερους από εμάς, τους πιο

καλοντυμένους, τους πιο όμορφους. Φυσικά υπάρχει και ο ερωτισμός. Οι ερωτικές

ματιές που χάνονται στους σταθμούς.

Εκείνο που κάνει, επίσης, εντύπωση είναι η μελαγχολία των επιβατών. Η εθνική

μας μελαγχολία. Σκυμμένα κεφάλια, σπάνια χαμόγελα. Με τα μάτια καρφωμένα στο

τζάμι που αλλάζει όψεις από την ταχύτητα του συρμού. Άνθρωποι

προβληματισμένοι. Κουρασμένοι από τη μοναξιά της μεγαλούπολης, από το άγχος,

τα προβλήματα, την καθημερινότητα. Χθες έβλεπα νέα παιδιά με τόσα αδιέξοδα στα

μάτια τους. Με τέτοια μελαγχολία. Και απόρησα.

Τελικά το Μετρό μπήκε στη ζωή μας. Αυτό είναι σίγουρο. Η ζωή μας όμως πού είναι;