<

Η Βρετανία φέτος ίσως αποδειχθεί η ευχάριστη έκπληξη της παγκόσμιας

οικονομίας. Πρόσφατα εξήγησα τους λόγους για τους οποίους κατά τη γνώμη μου

είναι σχετικά απίθανο να βυθιστεί φέτος σε ύφεση η αμερικανική οικονομία.

Επιπλέον διατύπωσα την πρόβλεψη ότι το δεύτερο φετινό εξάμηνο είναι πολύ

πιθανόν να παρουσιάσει αξιοπρεπείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Όσον αφορά

στη βρετανική οικονομία, προβλέπω ότι φέτος θα τα πάει πολύ καλύτερα σε σχέση

με το 2000.

Αν η πρόβλεψή μου αποδειχθεί σωστή και η Βρετανία καταφέρει να επαναλάβει τους

περυσινούς ρυθμούς ανάπτυξής της, ίσως θα είναι η μοναδική μεγάλη οικονομία

στον κόσμο που θα καταφέρει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες

προβλέψεις του οίκου Κονσένσους Εκονόμικς, οι περισσότερες οικονομίες του

πλανήτη θα επιβραδύνουν φέτος τους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Για τη Βρετανία η

πρόβλεψη του οίκου είναι η επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης από το

3% το 2000 στο 2,6% το 2001. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, το βρετανικό

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα μεγεθυνθεί φέτος με ρυθμούς μεταξύ του 3,5% και

του 4%.

Πηγή της αισιοδοξίας μου είναι η μεγάλη πιθανότητα να περικοπούν φέτος τόσο τα

επιτόκια από την Τράπεζα της Αγγλίας όσο και η φορολογία από την κυβέρνηση. Ο

κύριος λόγος όμως για την αισιοδοξία μου είναι ότι η οικονομία μοιάζει πολύ με

τα αντικείμενα του Νεύτωνος που τείνουν να κινούνται προς μια κατεύθυνση εκτός

αν μια σημαντική δύναμη τα συγκρατήσει. Και αυτό που διαπιστώνω είναι ότι η

βρετανική οικονομία εισήλθε στο 2001 κινούμενη προς την κατεύθυνση της

ανάπτυξης.

Καλές προοπτικές

Οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου έχουν σημειώσει μικρή

υποχώρηση από τις αρχές του έτους και δεν αποτελούν πηγή κινδύνου για τη

βρετανική οικονομία

Ξεκινώντας από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική, διαπιστώνω ότι οι

προοπτικές τους είναι καλύτερες σε σχέση με αυτές των προηγούμενων χρόνων. Η

ανησυχία για τον κίνδυνο επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας

οικονομίας σε συνδυασμό με το πολύ χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού στη Βρετανία

αποκλείει οποιαδήποτε σκέψη νομισματικής σκλήρυνσης. Η πρόβλεψή μου είναι ότι

τα βασικά επιτόκια της Τράπεζας της Αγγλίας θα μειωθούν φέτος από το τρέχον

επίπεδο του 6% στο 5,75% ή ακόμη και στο 5,5% έως τις αρχές του δεύτερου

φετινού εξαμήνου. Στη συνέχεια, ωστόσο, το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα της

Βρετανίας θα προχωρήσει σε αυξήσεις των επιτοκίων κλείνοντας τη χρονιά με

επιτόκια λίγο υψηλότερα από τα τωρινά.

Η φορολογική πολιτική και η πολιτική δημοσίων δαπανών και επενδύσεων θα

λειτουργήσουν, επίσης, ενισχυτικά για την οικονομία, καθώς ο φετινός

προϋπολογισμός της βρετανικής κυβέρνησης προβλέπει για πρώτη φορά από το 1993

μεγάλη δημοσιονομική επέκταση. Οι αυξήσεις δαπανών και επενδύσεων που

προβλέπει ο προϋπολογισμός υπολογίζεται ότι θα προσθέσουν φέτος 0,7% στο

βρετανικό ΑΕΠ.

Στην πράξη, το κέντρισμα της οικονομίας από τη δημοσιονομική επέκταση θα είναι

πολύ μεγαλύτερο λόγω του αργού ρυθμού με τον οποίο υλοποιούνται τα μεγάλα

προγράμματα δημοσίων επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις προβλέπεται να

διπλασιαστούν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Επειδή τα προγράμματα δημοσίων

επενδύσεων και μεγάλων έργων έχουν άμεσο και σημαντικό αντίκτυπο στην τόνωση

της απασχόλησης τείνουν να δημιουργούν εντονότερες πολλαπλασιαστικές

επιπτώσεις σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μορφή δημοσιονομικής επέκτασης. Οι

επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές είναι πολύ πιθανόν να

ενισχύσουν την επιτάχυνση της ιδιωτικής ζήτησης που ήδη από τα τέλη του

περασμένου χρόνου έχει δείξει σημάδια αύξησης. Παρά το γεγονός ότι τα επίσημα

στατιστικά στοιχεία δεν έχουν ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα, η οικονομική

δραστηριότητα φαίνεται να ανακάμπτει ταχύτατα μετά την επιβράδυνση που

προκάλεσε η άνοδος των τιμών των καυσίμων.

Αύξηση ζήτησης

Οι λιανικές πωλήσεις κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων ξεπέρασαν

τις προβλέψεις και η επιχειρηματική και βιομηχανική εμπιστοσύνη ­ ένδειξη

μεταξύ άλλων και του επιχειρηματικού κλίματος ­ αποτελεί έναν μοναδικό

συνδυασμό σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της ομάδας G7 ­ των επτά

ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη. Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου οι τιμές

των μετοχών του κλάδου κατασκευών και λιανικών πωλήσεων έχουν σημειώσει

σημαντική ανάκαμψη τους τελευταίους δυο μήνες, ενώ άλλοι χρηματιστηριακοί

κλάδοι έχουν αρχίσει να προσελκύουν μέρος των κεφαλαίων που έφυγαν από τις

πληγωμένες μετοχές του τεχνολογικού και τηλεπικοινωνιακού κλάδου.

Μια άλλη απροσδόκητη πηγή δύναμης για την οικονομία μπορεί να αποδειχθούν οι

καθαρές εξαγωγές, ειδικά στον κλάδο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η μείωση της

αμερικανικής εγχώριας ζήτησης μπορεί να προκαλέσει κάποια δυσκολία, ωστόσο η

αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι τόσο σημαντική για τις βρετανικές

εξαγωγές: αντιπροσωπεύει μόλις το 15% των συνολικών εξαγωγών της Βρετανίας και

το 4,5% του βρετανικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Στο μεταξύ, η απόδοση της Βρετανίας στην ευρωπαϊκή αγορά βελτιώνεται συνεχώς

καθώς η στερλίνα έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από τα υψηλά του

2000 και οι Βρετανοί εξαγωγείς αντέδρασαν στην ισχύ της στερλίνας μέσω

προγραμμάτων περικοπής του κόστους και βελτίωσης της παραγωγικότητας σε διεθνή

ανταγωνιστικά επίπεδα. Τι συμβαίνει όμως με τον βασικό λόγο ανησυχίας που

απασχολεί τους τελευταίους μήνες τους οικονομολόγους: τη ζημιά που έκανε στην

καταναλωτική εμπιστοσύνη και στις επιχειρηματικές επενδύσεις η πτώση των τιμών

των μετοχών στο χρηματιστήριο. Η αρνητική επίδραση από την πτώση του

χρηματιστηρίου θα είναι σχεδόν μηδενική στη Βρετανία καθώς ο βασικός δείκτης

FTSE 100 του χρηματιστηρίου έχει χάσει σε σχέση με πέρυσι μόνο 3%. Και σε κάθε

περίπτωση, πρέπει να τονισθεί ότι το χρηματιστήριο είναι λιγότερο σημαντικό

στη Βρετανία όσον αφορά στο φαινόμενο της επίδρασης του πλούτου (wealth

effect) σε σχέση με την πορεία των τιμών των ακινήτων.

Με τα μακροπρόθεσμα επιτόκια να βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα και τα

βραχυπρόθεσμα να παραμένουν σταθερά ή να μειώνονται, το 2001 υπόσχεται να

είναι ένα πολύ καλό έτος για τη βρετανική αγορά ακινήτων.

Θετικό στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί και η πτώση των τιμών των μετοχών στους

κλάδους υψηλής τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών. Οι επιχειρήσεις της λεγόμενης

παλιάς οικονομίας έχουν αρχίσει πλέον να διαπιστώνουν ότι μπορούν να αντλήσουν

με λιγότερη δυσκολία κεφάλαια. Κι αυτό διότι την περίοδο της χρηματιστηριακής

τεχνολογικής υστερίας, ο μεγαλύτερος όγκος των κεφαλαίων εισέρεε στα ταμεία

των εταιρειών της «νέας οικονομίας».

Ο κίνδυνος

Υπάρχει, πάντως, ένας μεσοπρόθεσμος κίνδυνος. Πρόκειται για τον πληθωρισμό.

Μια σημαντική επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στους περισσότερους

κλάδους της οικονομίας μπορεί να προκαλέσει άνοδο της ζήτησης και επιτάχυνση

του πληθωρισμού. Σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται βέβαιο ότι η Τράπεζα της

Αγγλίας θα δράσει προληπτικά αυξάνοντας τα επιτόκια, ξεκινώντας από το δεύτερο

φετινό εξάμηνο. Στα τέλη του χρόνου η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι οι

οικονομολόγοι να ανησυχούν όχι για ύφεση, όπως τώρα, αλλά για υπερθέρμανση της

οικονομίας.

* Ο Anatole Kaletsky είναι οικονομικός αναλυτής της βρετανικής

εφημερίδας «The Times».

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Σπύρος Δημητρέλης