Υπάρχει μια αρχή που ισχύει για όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, άρα και για

το ποδόσφαιρο: όταν καταλάβεις ότι τα έχεις κάνει θάλασσα, πρέπει να κινηθείς

αμέσως. Όσο περισσότερο καθυστερείς τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να πνιγείς ­

αν όμως πνιγείς λόγω καθυστέρησης, δεν θα πρόκειται για ατύχημα αλλά για αυτοκτονία

Οι διοικούντες τον Ολυμπιακό δεν μπορεί, όσο κλεισμένοι στον αλαβάστρινο πύργο

τους και να είναι, να μην έχουν από καιρό καταλάβει πως φέτος η ομάδα

ξεμακραίνει ολοταχώς προς το αγριεμένο πέλαγος. Ήδη από τα τρία πρώτα

ευρωπαϊκά παιχνίδια, πριν φθάσουμε στην τρανταχτή καμπάνα του Χέρενβεν, είχε

φανεί με απόλυτη καθαρότητα ­ αρκεί να μην έμενε κανείς κολλημένος στα μόνα

αποτελέσματα ­ πως η ομάδα ήταν πλήρως αποσυντονισμένη. Ο τρόπος που έπαιζε

ήταν εντελώς εμπειρικός, οι παίκτες έκαναν του κεφαλιού τους (δεν μπορεί να

είναι τυχαίο το παράδειγμα του Ζιοβάνι, που από μάγος μεταβλήθηκε, εν μιά

σεζόν, σχεδόν σε αντικείμενο χλεύης), οργάνωση μέσα στο γήπεδο δεν υπήρχε (ενώ

αντίθετα πολύ έντονη ήταν η δραστηριοποίηση των διαφόρων παρεών έξω από αυτό),

η δε «βοήθεια» από τον πάγκο αντιστρατευόταν με όλο και μεγαλύτερο πείσμα τους

κανόνες της πιο στοιχειώδους λογικής (για παράδειγμα, τον κανόνα που θέλει μια

ομάδα να μην κάνει δώρο σε μια δυνάμει κατώτερή της την αίσθηση της υπεροχής).

Αν η εκτός έδρας ήττα από τη Βαλένθια έμεινε εντελώς συμπτωματικά «λογική», η

αγχώδης νίκη επί της μετριότατης Λυών έδωσε τα πρώτα σημάδια της αδυναμίας

συντονισμού και δημιουργικότητας, ενώ η εμφάνιση με τον Ιωνικό (με όλο το

συμπάθιο) της Ολλανδίας φανέρωσε πέρα από κάθε αμφιβολία τα προβλήματα. Η

απόδοση επιδεινώθηκε μάλιστα στα δυο επόμενα παιχνίδια ­ γι’ αυτό και κανείς

λογικός φίλαθλος δεν θεωρεί βάλσαμο τη νίκη επί της μισο-Βαλένθια. Οι λόγοι;

Οι φίλαθλοι, που τους γνωρίζουν καλά, δεν είναι δυνατόν να είναι όλοι

εφευρέτες της πυρίτιδας: έλλειψη ταυτότητας, πειθαρχίας, συλλογικού κλίματος,

πυγμής και αυτοπεποίθησης ­ σε πείσμα των πολλών ικανών μονάδων και του παρά

πάσα προσδοκία «μπαλώματος» (να και κάτι που πέτυχε ο προπονητής) του

θεωρητικά αδύνατου κρίκου, δηλαδή της άμυνας. Με τέτοια παθολογία δεν είναι

δύσκολο να αποδοθούν οι ευθύνες, ιδίως μάλιστα όταν ούτε η διοίκηση είναι

διατεθειμένη, ιδίως στις μέρες μας, να θέσει εαυτήν εκτός ομάδος, ούτε το

έμψυχο υλικό είναι δυνατόν ­ αλλά, όπως είπαμε, δεν υπάρχει και λόγος ­ να

αντικατασταθεί ολοκληρωτικά.

Τη στιγμή λοιπόν του μόνου δυνατού βήματος προς την αγωνιστική και ψυχολογική

ανασυγκρότηση αρχίζουν οι δισταγμοί και οι διπλωματικές κινήσεις. Τι

λεονταρισμοί του τύπου «δεν θα μας υπαγορεύσουν την άποψή τους τα μέσα»

(δηλαδή οι διοικούντες είναι τόσο έξω που δεν βλέπουν τα αυτονόητα;), τι

πρακτικά προβλήματα εύρεσης του κατάλληλου αντικαταστάτη (λες και άλλαξε τόσο

από το καλοκαίρι η έννοια της καταλληλότητας), τι ανακοινώσεις στήριξης του

προπονητή (ακριβώς όπως ο Βρούτος είχε ψηφίσει υπέρ του Καίσαρα πριν τον

αναμείνει στα σκαλιά), όλα τα μέσα επιστρατεύονται, προκειμένου, όχι βέβαια να

αποφευχθεί το αναπόφευκτο, αλλά να καθυστερήσει τόσο που… Τόσο που τι,

αλήθεια; Τι θα ικανοποιούσε άραγε εκείνους που κρατούν τις τύχες του

Ολυμπιακού στα χέρια τους: μια ήττα στους διάφορους ελληνικούς Πύργους, ένας

αποκλεισμός από το Τσάμπιονς Λιγκ, ένας καταποντισμός στον δεύτερο γύρο, τότε

που τη θέση των Νούρμελα θα πάρουν οι διάφοροι Σεφτσένκο; Τι σημασία έχει ποιο

από όλα αυτά θα συμβεί πρώτο, όταν είναι βέβαιο πως, έτσι όπως πάει, η ομάδα

είναι αδύνατο να παίξει καλή μπάλα, ή, έστω, την μπάλα που είναι ικανή να

παίξει; Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να μειώνεται ο χρόνος προετοιμασίας

και εγκλιματισμού που θα ‘χει στη διάθεσή του ο νέος προπονητής. Κι αν είναι

ήδη γνωστός τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, μη βιαστείτε να με

κατακεραυνώσετε, γιατί το δείγμα νέας, δυστυχώς, γραφής του επίσημου

Ολυμπιακού δεν σβήνεται τόσο εύκολα. Υπάρχουν βέβαια, εκτός από αυτούς που

παραμονεύουν, και κάποιοι που γελάνε ­ και όχι αναγκαστικά πικρά ­ με όλη αυτή

την κατάπτωση.