Η ανησυχία της αγοράς για νέα επιχείρηση συντονισμένης παρέμβασης περιόρισε

τις πιθανές «απώλειες» του ευρώ που ίσως προέκυπταν μετά την απόρριψη των

Δανών για ένταξη της χώρας τους στην ΟΝΕ την προηγούμενη Παρασκευή. Οι

υπουργοί Οικονομικών της G7, στο πλαίσιο της συνεδρίασης του Ecofin, την

προηγούμενη Παρασκευή, δήλωσαν τη λύπη τους για την έκβαση του αποτελέσματος

του δημοψηφίσματος στη Δανία, τόνισαν, όμως, παράλληλα πως το γεγονός αυτό δεν

θα έχει επιπτώσεις για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ο φόβος για επανάληψη

πιθανής παρέμβασης ενισχύθηκε μετά την πληροφόρηση από κοινοτική πηγή την

προηγούμενη Παρασκευή ότι οι υπουργοί Οικονομικών συνεχίζουν να υποστηρίζουν

την άποψη πως το ευρώ παραμένει «υποτιμημένο» στις διεθνείς χρηματαγορές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση για την παρέμβαση της 22ης Σεπτεμβρίου

ελήφθη στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις Βερσαλλίες στις 8 Σεπτεμβρίου,

όταν η ισοτιμία δολ. /ευρώ κυμαινόταν στο επίπεδο των 0,89, περίπου δηλαδή 1

σεντς υψηλότερα από τα τωρινά επίπεδα. Τα θετικά αποτελέσματα της παρέμβασης

θα ενισχυθούν με την αναμενόμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για

αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων σύντομα. Στις 5 Οκτωβρίου πραγματοποιείται η

επόμενη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας. Στη Βρετανία το επίπεδο πίστωσης

των καταναλωτών τον προηγούμενο μήνα υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από τον

Απρίλιο 1995. Το γεγονός αυτό ενισχύει την πιθανότητα διατήρησης αμετάβλητων

επιτοκίων στη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας την

Τετάρτη και Πέμπτη. Εν τούτοις, η σημαντική υποχώρηση του σταθμισμένου δείκτη

της στερλίνας (σε εμπορικούς όρους) κυρίως έναντι του δολαρίου δεν επιτρέπει

τον αποκλεισμό του ενδεχομένου για νέα αύξηση των επιτοκίων μεσοπρόθεσμα

(πιθανότατα τον Νοέμβριο). Στην ελληνική αγορά, το υπουργείο Οικονομικών

επανεκδίδει σήμερα δεκαετή ομόλογα 220 δισ. δραχμών (κουπόνι 6,0%, αναμενόμενη

απόδοση 5,98-6,00%). Η ισοτιμία δραχμή/ευρώ καθορίστηκε στο fixing της

Δευτέρας 339,350 έναντι 339,320 την Παρασκευή και η Τράπεζα της Ελλάδος

πούλησε 25 εκατ. ευρώ. Η απόκλιση του χαρακτηριστικού δεκαετούς ομολόγου από

το αντίστοιχο γερμανικό κυμαινόταν στις 79 μονάδες βάσης.