Από τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και γενικό εισηγητή της αναθεώρησης του Συντάγματος

κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, «ΤΑ ΝΕΑ» έλαβαν την ακόλουθη επιστολή – απάντηση στο

άρθρο του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νίκου Αλιβιζάτου.

Αθήνα, 18 Σεπτεμβρίου 2000

Προς τον Διευθυντή της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» κ. Λ.Β. Καραπαναγιώτη

Αγαπητέ κ. Διευθυντά,

στα σημερινά «ΝΕΑ» δημοσιεύεται δισέλιδο άρθρο του κ. Ν. Αλιβιζάτου με τον

«τρομοκρατικό» τίτλο «Η επικίνδυνη αναθεώρηση του Συντάγματος», στο οποίο

είναι έκδηλη η διάθεσή του να ασκήσει δριμεία πολιτική κριτική κυρίως σε εμένα

προσωπικά με αφορμή την εισήγησή μου για τη νέα νομοτεχνική κατάστρωση των

άρθρων 95 παρ. 1 (για τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας) και 24

παρ. 3 (για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό του Συντάγματος).

Δεν έχω καμία διάθεση να σχολιάσω το ύφος του κ. Αλιβιζάτου ­ θα ήταν άλλωστε

μάταιο. Επίσης δεν θεωρώ ότι επιστημονικός διάλογος για τέτοια θέματα μπορεί

να γίνεται με τη δημαγωγική και «σκανδαλολογική» μέθοδο που φαίνεται να

προτιμά ο κ. Αλιβιζάτος.

Ο επιστημονικός διάλογος γίνεται στα αρμόζοντα βήματα όπου μπορούν να λεχθούν

και να γραφούν όλα όσα απαιτεί ένας πλήρης νομικός συλλογισμός.

Απαντώ, όμως, αμέσως με την παρούσα επιστολή μου για λόγους σεβασμού προς τη

φιλόξενη και πολυφωνική σας εφημερίδα και προς τους αναγνώστες της, γιατί ο κ.

Αλιβιζάτος παραποίησε, δυστυχώς, τα δεδομένα και επιχείρησε να

παραπληροφορήσει όσους έτυχε να διαβάσουν το κείμενό του:

Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας

Γράφει ο κ. Αλιβιζάτος: «Ως «σαφή οριοθέτηση» (εννοεί της δικαιοδοσίας του ΣτΕ

και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων) η εισήγηση Βενιζέλου αντιλαμβάνεται

την απογύμνωση του ΣτΕ από τη σημαντικότερη αρμοδιότητά του, δηλαδή από την

εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό της αίτησης ακυρώσεως. Κατά τη σχετική

διατύπωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα είναι αρμόδιο μόνο «σ’ όσες

περιπτώσεις λόγω της σοβαρότητάς τους κρίνεται από το νόμο αναγκαίο (οι

αιτήσεις ακυρώσεως) να υπαχθούν απευθείας σ’ αυτό» (άρθρο 95 παρ. 1 περίπτωση

α’)».

Κατά την άποψη του κ. Αλιβιζάτου η διατύπωση αυτή αφαιρεί την αίτηση ακυρώσεως

από το φυσικό της δικαστή.

Επειδή ο κ. Αλιβιζάτος είναι νομικός και θέλω να πιστεύω ότι πριν γράψει το

κείμενό του διάβασε όλες τις σχετικές διατάξεις όπως διατυπώνονται στο σχέδιο

αναθεώρησης και κατενόησε το περιεχόμενό του, μπορώ να πω ότι παραπληροφορεί

εν ψυχρώ τον αναγνώστη του.

Πρώτον, κατά το άρθρο 94 παρ. 1, όπως αναδιατυπώνεται, οι διοικητικές διαφορές

στο σύνολό τους (ουσίας και ακυρώσεως) υπάγονται στη δικαιοδοσία του

Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Ενοποιείται, δηλαδή, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

Δεύτερον, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α’, όπως αναδιατυπώνεται, οι ακυρωτικές

διαφορές υπάγονται απευθείας (σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) στο ΣτΕ σ’ όσες

περιπτώσεις κρίνεται αυτό αναγκαίο λόγω της σοβαρότητάς τους. Αυτό σημαίνει

ότι οι άλλες ακυρωτικές διαφορές άγονται στο Συμβούλιο Επικρατείας με την οδό

των ενδίκων μέσων.

Αυτό έχει άλλωστε γίνει για πολλές και μεγάλες κατηγορίες υποθέσεων με βάση

την ισχύουσα παρ. 3 του άρθρου 95.

Μετά την ολοκλήρωση και την ευδόκιμη λειτουργία των τακτικών διοικητικών

δικαστηρίων είναι επικίνδυνο και ατελέσφορο για τον πολίτη να προσφεύγει

απευθείας στο ΣτΕ αναμένοντας επί χρόνια μια απόφαση, όταν μπορεί να προσφύγει

ευκολότερα, γρηγορότερα και φθηνότερα στο διοικητικό πρωτοδικείο ή στο

διοικητικό εφετείο της περιφέρειάς του.

Τρίτον, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. β’, όπως αναδιατυπώνεται, οργανώνεται ο

αναιρετικός έλεγχος του ΣτΕ «όπως ο νόμος ορίζει», κάτι που τέμνει τη

μακροχρόνια αμφισβήτηση ως προς το εύρος της συνταγματικής κατοχύρωσης της

αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ.

Σημειωτέον ότι ούτε η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου ούτε τα άλλα

ένδικα μέσα στα πολιτικά δικαστήρια είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα.

Με τις προτεινόμενες συνεπώς ρυθμίσεις αποκαθίσταται η ομαλή και φυσική σχέση

μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προς

όφελος του πολίτη και της ίδιας της δικαιοσύνης που δεν είναι αφηρημένη ιδέα

αλλά πρακτική ανάγκη.

Η συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις

Ο κ. Αλιβιζάτος παραπληροφορεί τον αναγνώστη του κειμένου του ότι με την

προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 95 (παρ. 4) η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση

συμμόρφωσης παρά μόνον για τις αμετάκλητες αποφάσεις και ότι οι αποφάσεις

καθίστανται αμετάκλητες αφού περάσουν χρόνια.

Η αλήθεια είναι ότι κατά την προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 95 παρ. 4

(νέα): «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις αμετάκλητες

δικαστικές αποφάσεις καθώς και προς τις τελεσίδικες αποφάσεις, η εκτέλεση των

οποίων δεν έχει ανασταλεί νόμιμα. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη

για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει.

Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της

διοίκησης».

Πρόκειται για πρόδηλη παραποίηση της προτεινόμενης διάταξης εκ μέρους του κ.

Αλιβιζάτου, καθώς η υποχρέωση συμμόρφωσης αφορά και τελεσίδικες αποφάσεις (όχι

μόνο αμετάκλητες) η εκτέλεση των οποίων δεν έχει, φυσικά, ανασταλεί

δικαστικώς.

Αποσιωπάται όμως και το καινοτομικό τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του

άρθρου 95 με το οποίο ορίζονται πλέον τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση της διοίκησης.

Με την παράγραφο δε 4 του άρθρου 94 στις αρμοδιότητες των δικαστηρίων

συγκαταλέγεται πλέον και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις

δικαστικές αποφάσεις.

Πρόκειται για ριζοσπαστικά μέτρα υπέρ του πολίτη τα οποία ο κ. Αλιβιζάτος

διαστρέφει ή αποσιωπά.

Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός

Δεν θα αναφερθώ στα όσα λέει ο κ. Αλιβιζάτος για το άρθρο 24 και τις χρήσεις

γης. Θα πω μόνον ότι δεν είναι υπεύθυνο και σοβαρό να αναφέρεται κανείς σε μια

συνταγματική διάταξη που συζητήθηκε ήδη στην Επιτροπή και διαμορφώθηκε με

ευρύτατη πλειοψηφία χωρίς να γνωρίζει το τελικό κείμενο και χωρίς να έχει

μελετήσει τα πρακτικά των συζητήσεων. Περίμενα όμως από τον κ. Αλιβιζάτο να

γνώριζε ότι όταν το Σύνταγμα χρησιμοποιεί τον όρο «νόμος» δεν εννοεί τυπικό

αλλά ουσιαστικό νόμο (στο πλαίσιο του άρθρου 43) και ότι ο ουσιαστικός νόμος

περιλαμβάνει και τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις που ελέγχονται και

ευθέως και παρεμπιπτόντως από το ΣτΕ.

Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ

Το βασικό μοτίβο του κ. Αλιβιζάτου είναι ο υπαινιγμός ότι οι προτάσεις αυτές

είναι προσωπικά δικές μου και όχι του ΠΑΣΟΚ. Κάνει λάθος. Ο δε κ. υπουργός

Δικαιοσύνης (του οποίου ο κ. Αλιβιζάτος ­ όπως ο ίδιος μου είπε ­ ενεργεί ως

σύμβουλος) γνώριζε εγκαίρως το κείμενο των διατάξεων και δεν διατύπωσε καμία

απολύτως διαφωνία.

Αυτό το σημειώνω για να μετριάσω την πολιτική αγωνία του κ. Αλιβιζάτου ως προς

το ποια είναι η θέση του κ. Πρωθυπουργού.

Στόχος όμως της εισήγησης είναι να τροφοδοτήσει τη συζήτηση. Στόχος μάλιστα

δικός μου είναι να διαμορφώνονται πάντα οι ευρύτερες συναινέσεις. Αυτό θα

επιδιώξω και στο κεφάλαιο περί Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ανώτατο όμως

διοικητικό δικαστήριο δεν έχει ανάγκη από συνηγορίες τέτοιας ποιότητας.

Έχει τη δυνατότητα του απευθείας διαλόγου με την Επιτροπή Αναθεώρησης η οποία

σταθμίζει όλα τα δεδομένα. Τέλος, δεν θα σχολιάσω τον προσβλητικό τρόπο με τον

οποίο ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρεται στην ικανότητα των βουλευτών να κατανοούν το

τι διακυβεύεται με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Εμένα προσωπικά τα όσα

προπετή είπε κατά των βουλευτών θα με άφηναν αδιάφορο. Αλλά η Επιτροπή

Αναθεώρησης ως όργανο δεν μπορεί για θεσμικούς λόγους να κάνει το ίδιο.

Με ιδιαίτερη τιμή και φιλία

Ευάγγελος Βενιζέλος