Ένα από τα πιο διαδεδομένα ποδοσφαιρικά στερεότυπα είναι αυτό που θέλει την

εθνική ομάδα καθρέφτη του εθνικού επιπέδου του αθλήματος

Ώρα Ελλάδος για το ελληνικό ποδόσφαιρο

Από τη δεκαετία του ενενήντα και πέρα, ιδίως από τότε που (και) οι

ποδοσφαιριστές έγιναν ελευθέρως εξαγώγιμα προϊόντα, οι περισσότερες εθνικές

ομάδες αποτελούν βιτρίνες μιας εικόνας που δεν υπάρχει. Η Εθνική Ιταλίας και

το ιταλικό πρωτάθλημα είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι, παρ’ όλο που όλοι οι

Ιταλοί διεθνείς αγωνίζονται στη χώρα τους, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για

την Εθνική Γαλλίας, της οποίας κανένας παίκτης δεν καταδέχεται το γαλλικό

πρωτάθλημα. Η Ελλάδα, βουτηγμένη σε μια μόνιμη μετριότητα, που η μοναδική

πρόκριση σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου ανέδειξε περισσότερο παρά μετρίασε,

αποτελούσε, κι εδώ, ένα είδος όχι και τόσο φωτεινής εξαίρεσης. Μέχρι πρόσφατα.

Γιατί τελευταία, χωρίς καμία ιδιαίτερη προεργασία ή κάποια εμφανή αλλαγή ­ οι

γραμμές αυτές γράφονται πριν κλωτσηθεί η πρώτη μπαλιά στο Αμβούργο ­ η Εθνική

μας δίνει την αίσθηση, παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες της περιόδου Ιορντανέσκου και

παρ’ όλη την απροσδιοριστία της περιόδου Δανιήλ, ότι κατεβαίνει με άλλον

ψυχικό και αγωνιστικό αέρα (κι αν τυχόν με έχουν ήδη διαψεύσει οι διεθνείς τη

στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, εγώ θα επιμείνω ότι τον πραγματικό

εαυτό τους αδίκησαν πρώτα). Θα αρκούσε ίσως ως απόδειξη το ότι δεν

εκλαμβάνονται ως ανέκδοτο, ούτε καν από τους Γερμανούς, οι φιλόδοξες προθέσεις

μας απέναντι σε ένα από τα δύο (μαζί με τη Βραζιλία) μεγαλύτερα φόβητρα του

παγκόσμιου ποδοσφαίρου ­ και ας διανύει σήμερα η Εθνική Γερμανίας τη χειρότερη

κρίση της ιστορίας της. Επειδή όμως δεν πιστεύω ότι ο αθλητισμός είναι κυρίως

εντυπώσεις και ψυχολογία και επειδή ωραία και αγωνιστικά λόγια ακούσαμε κι

άλλοτε, θα πω ότι η διαφορά φαίνεται στο γήπεδο: η σημερινή φουρνιά της

Εθνικής έχει παίκτες και δυνατότητες εντελώς συγκρίσιμες με τη μεγάλη

πλειοψηφία των ευρωπαϊκών ομάδων. Αναμένεται απλώς η επιβεβαίωση.

Η συμμετοχή αυτή της Ελλάδας στο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα σε ισχυρούς και

αδύναμους του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου καθιστά ακόμα πιο οδυνηρή την αντίστροφη

πορεία που ακολουθείται στον χώρο της οργάνωσης, της διοίκησης και, τελικά,

της γενικής εικόνας του ελληνικού αθλητισμού ­ και όχι μόνο πλέον του

ποδοσφαίρου. Γιατί ο ελληνικός αθλητισμός δεν είναι μόνο οι επιτυχίες κάποιων

αθλητών και η χαρά που μπορούν και που ελπίζουμε ότι θα μας δώσουν. Είναι, και

μάλιστα κυρίως, η εκμετάλλευση κάθε τι του αθλητικού προς όφελος νόμιμων ή μη

εξωαθλητικών συμφερόντων. Είναι η μακρά σειρά των παραγόντων πρώην ή νυν

υποτρόφων του ευαγούς εν Κορυδαλλώ ιδρύματος. Είναι τα μεγάλα λόγια ανθρώπων

που δεν ξέρουν και η ένοχη σιωπή αυτών που γνωρίζουν. Είναι οι ξαφνικές

ανακαλύψεις της «αναξιοπιστίας» των πρωταθλημάτων και η πρόταση, ως λύση του

προβλήματος, της αντικατάστασης ανθρώπων που δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν με

ανθρώπους που δεν θα τους αφήσουν να τα καταφέρουν. Είναι η ενσυνείδητη

μαχαιριά στα ίδια τα θεμέλια της αθλητικής ιδέας με την περιστροφή όλων των

αγώνων γύρω από το στοίχημα, που σημαίνει γύρω από την τύχη και το χρήμα, τους

δύο εχθρούς του αθλητισμού. Είναι η υποκρισία και η ατολμία μπροστά στη

γενίκευση της χρήσης φαρμάκων σε όλα σχεδόν τα αθλήματα. Είναι οι δήμαρχοι

πόλεων και χωριών που σηκώνουν το τηλέφωνο για να ζητήσουν την απόλυση

προπονητών, ακόμα και σε ερασιτεχνικές ομάδες. Είναι οι διοικήσεις των ομάδων

αυτών που δέχονται να συναινέσουν στον ξεπεσμό τους, που αντανακλά ωστόσο σε

όλο τον ελληνικό αθλητισμό.

Όχι, λοιπόν, οι εθνικές ομάδες, ιδίως αυτές που πάνε καλά, δεν αποτελούν, και

καλύτερα να μη φιλοδοξήσουν ποτέ να αποτελέσουν, καθρέφτη του ελληνικού

αθλητισμού. Η ήττα στο γήπεδο είναι μέσα στο παιχνίδι, αλλά έξω από αυτό είναι

διπλά, και για τους φιλάθλους αβάσταχτα, πικρή.