Με την εισαγωγή των δικαιωμάτων αυξάνονται οι επενδυτικές επιλογές και όταν

συνδυαστούν με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι επενδυτές μπορούν να

πάρουν σύνθετες θέσεις. Το αποτέλεσμα είναι θεαματικό, αφού με συνδυασμένες

κινήσεις ο επενδυτής μπορεί να απολαύει μόνο την άνοδο των τιμών, ενώ να

«φράσσει» τις απώλειές του στην πτώση.

Έτσι, όταν οι τιμές των μετοχών αυξάνονται, θα καρπούται την άνοδο, ενώ όταν

πέφτουν, θα αδιαφορεί πληρώνοντας μόνο ένα σταθερό έξοδο (άπαξ) για την αγορά

του συγκεκριμένου προϊόντος.

Τι είναι τα δικαιώματα; Το δικαίωμα (option) είναι ένα παράγωγο προϊόν με το

οποίο ο επενδυτής μπορεί να αγοράσει ή να πωλήσει σε μια περιορισμένη περίοδο

ένα συγκεκριμένο αγαθό σε μια καθορισμένη τιμή. Έτσι, οι επενδυτές που

προσδοκούν ότι η αγορά θα είναι ανοδική στο άμεσο μέλλον μπορούν να αγοράσουν

δικαιώματα αγοράς στον δείκτη.

Οι επενδυτές που προσδοκούν το αντίθετο μπορούν να αγοράσουν δικαιώματα

πώλησης επί του δείκτη. Επίσης, εάν τα δικαιώματα επί των δεικτών

χρησιμοποιηθούν σε πιο σύνθετες στρατηγικές (διάφοροι συνδυασμοί μεταξύ τους),

τότε οι επενδυτές μπορούν να «ποντάρουν» για κίνηση της αγοράς μεταξύ

συγκεκριμένων επιπέδων τιμών.

Προϋπόθεση, λοιπόν, στα κέρδη είναι η σωστή πρόβλεψη. Και αυτό διότι το μεγάλο

πλεονέκτημα είναι ότι ο επενδυτής αγοράζει το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση

να προχωρήσει στην εκπλήρωση της συναλλαγής.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο αγοραστής του δικαιώματος θα προχωρήσει σε

εξάσκηση του δικαιώματός τους (να πουλήσει για παράδειγμα τον δείκτη στις

2.400 μονάδες), μόνο εφόσον τον συμφέρει.

Παράδειγμα

Στο παράδειγμα που έχει καταρτίσει το Χρηματιστήριο Παραγώγων Αθηνών

υποτίθεται ότι ο πελάτης έχει αγοράσει δικαίωμα πώλησης (put) στον δείκτη

FTSE/ASE-20 στις 2.450 μονάδες με ημερομηνία εξάσκησης 14/12/2000 πληρώνοντας

το αντίστοιχο ποσό (premium). Έστω ότι αγοράζει το δικαίωμα αυτό με 50 μονάδες

premium προς 2.000 δραχμές τη μία (100.000 δραχμές, συνολικά).

Σε περίπτωση που ο δείκτης την ημέρα της λήξης διαπραγματεύεται στις 2.460

μονάδες ο πελάτης δεν θα εξασκήσει το δικαίωμα. Και αυτό διότι δεν τον

συμφέρει αφού αγόρασε δικαίωμα πώλησης, που σημαίνει ότι προέβλεπε πτώση.

Όμως, ο δείκτης βρίσκεται στις 2.460 μονάδες, δηλαδή 10 μονάδες υψηλότερα από

την τιμή εξάσκησης (2.450 μονάδες). Έτσι, οι απώλειές του περιορίζονται μόνο

στο ποσό των 100.000 δραχμών, δηλαδή του αρχικού ποσού που πλήρωσε.

Αντίθετα, εάν η αγορά στις 14/12/2000 διαπραγματεύεται στις 2.300 μονάδες

(επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη για πτώση) ο πελάτης θα εξασκήσει το δικαίωμα και θα

πουλήσει τον δείκτη στις 2.450 μονάδες, όπως ήταν προσυμφωνημένο βάσει της

τιμής εξάσκησης που είχε επιλέξει. Τότε θα πραγματοποιήσει κέρδη 150 μονάδων

(2.450 – 2.300 = 150).

Από τις μονάδες αυτές αφαιρούνται οι 50 του premium και έχουμε κέρδος 100

μονάδων επί 2.000 δραχμές. Το κέρδος υπολογίζεται σε 200.000 δραχμές.

Κανόνας

Συμπερασματικά, λοιπόν, ο επενδυτής αγοράζει δικαιώματα αγοράς όταν περιμένει

άνοδο και δικαιώματα πώλησης όταν περιμένει πτώση. Εάν όμως δεν πέσει σωστά

στην πρόβλεψη, τότε χάνει το πολύ το αρχικό ποσό με το οποίο αγόρασε το

δικαίωμα. Διευκρινίζεται ότι τα δικαιώματα έχουν τιμή για να τα αγοράσει

κανείς, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δεν έχουν.

Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δικαιωμάτων έναντι αγοράς μετοχών ή

συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ) για επενδυτή, ο οποίος αναμένει μια

πιθανή αύξηση της τιμής του δείκτη, είναι το γεγονός ότι με την αγορά του

δικαιώματος αγοράς περιορίζει τον κίνδυνό του από πτώση του δείκτη, ενώ

ταυτόχρονα συμμετέχει στα κέρδη σε περίπτωση ανόδου του δείκτη.

Ενώ, για παράδειγμα, αγοράζοντας κάποια μετοχή επιχειρεί να κερδίσει από την

μεταπώλησή της σε υψηλότερη τιμή με το ρίσκο να ζημιωθεί, εάν τελικά μειωθεί,

με την αγορά ενός δικαιώματος αγοράς ο επενδυτής μπορεί να εκμεταλλευτεί την

ανοδική μεταβολή του υποκείμενου δείκτη μειώνοντας τον κίνδυνο ζημιάς στο ποσό

του τιμήματος (premium).

Σύνθετες θέσεις

Τι γίνεται εάν ένας επενδυτής αγοράσει ένα δικαίωμα πώλησης και ένα δικαίωμα

αγοράς ταυτόχρονα; Τότε έχει πάρει μια σύνθετη θέση που λέγεται «άνοιγμα». Εάν

τα δύο δικαιώματα διαφέρουν μόνο στην τιμή εξάσκησης, τότε το άνοιγμα λέγεται

κάθετο. Εάν είναι κάθετο ανοδικό, τότε κερδίζει στην άνοδο και εάν είναι

πτωτικό στην πτώση. Υπάρχουν επίσης οριζόντια και διαγώνια ανοίγματα, τα οποία

κερδίζουν ανάλογα με τις ημερομηνίες λήξης και τις τιμές εξάσκησης αντίθετων

δικαιωμάτων (αγοράς και πώλησης).

Πώς λέγεται η θέση ενός επενδυτού που έχει αγοράσει ακριβώς δύο αντίθετα

δικαιώματα;

Δηλαδή, ένα δικαίωμα αγοράς και ένα δικαίωμα πώλησης με την ίδια τιμή

εξάσκησης και με την ίδια ημερομηνία πώλησης; Τότε ο επενδυτής αγόρασε ένα

Straddle, επειδή δεν γνώριζε τελικά εάν η αγορά θα είναι ανοδική ή πτωτική.

Γνώριζε όμως ότι θα έχει μεγάλη διακύμανση. Εάν προβλέπονται μεγάλες

διακυμάνσεις, πουλά straddle, ενώ εάν προβλέπεται σταθερότητα, αγοράζει.

Εάν πάλι γνωρίζει ότι η αγορά θα είναι ανοδική ή πτωτική αλλά δεν ξέρει εάν θα

έχει διακυμάνσεις, τι κάνει; Τότε παίρνει θέση strangle.

Δηλαδή, αγοράζει ένα δικαίωμα αγοράς και ένα δικαίωμα πώλησης με ίδια

ημερομηνία λήξης και διαφορετική τιμή εξάσκησης. Εάν πιστεύει ότι θα αυξηθεί η

μεταβλητότητα της αγοράς, τότε αγοράζει strangle, διαφορετικά πουλά.

Εάν τα διάφορα δικαιώματα συνδυαστούν με συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης

(αγοράς και πώλησης), τότε οι συνδυασμοί είναι σχεδόν ατέλειωτοι και μπορούν

να επιτευχθούν θαυμάσιοι στόχοι. Είναι γεγονός ότι μπορούν να δημιουργηθούν

πολλές θέσεις, οι οποίες έχουν τη λογική τους και μπορούν να επιτυγχάνουν κάθε

φορά διαφορετικούς σκοπούς. Προϋπόθεση είναι η φαντασία του επενδυτή, ο οποίος

θα πρέπει να μαντέψει με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί να πάρει τη θέση

που τον συμφέρει, και με ποιον τρόπο θα καλυφθεί από τους κινδύνους για να

μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις του.