Εκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα, ξυπόλητος, στα χωράφια γύρω από το

χωριό του, το Χρυσοχώρι Καβάλας, ως μέλος της ομάδας τού κάτω μαχαλά. Της

ομάδας δηλαδή η οποία απαρτιζόταν από τα παιδιά που έμεναν στα σπίτια κάτω από

το ποτάμι, που χώριζε το χωριό. Στη συνέχεια φόρεσε παπούτσια με τάπες και

συνέχισε την καριέρα του στην ομάδα του Απόλλωνα Χρυσοχωρίου.

Από εκεί στη μεικτή ΕΠΣ Καβάλας, στις εθνικές ομάδες και μόλις τελείωσε το

Λύκειο βρέθηκε στα σαλόνια της Α’ Εθνικής με τη φανέλα της Ξάνθης. Το 1996

μετακόμισε στην Τούμπα και φόρεσε τη φανέλα του ΠΑΟΚ με το νούμερο 9. Ο λόγος

για τον Ζήση Βρύζα, που μπορεί να είναι ένα από τα αστέρια του ελληνικού

ποδοσφαίρου και του ΠΑΟΚ, αλλά θυμάται πάντα με νοσταλγία τα πρώτα

ποδοσφαιρικά του βήματα στο Χρυσοχώρι, όπως και τις κόντρες που είχε με τους

γονείς του και ιδιαίτερα με τη μητέρα του, όταν τους ανακοίνωσε ότι αντί να

σπουδάσει προτιμούσε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Παράδοση

«Μόλις γεννήθηκα, ο πατέρας μου είχε πει το φοβερό «έβγαλα τον Τοπατζή». Ο

πατέρας μου είναι φανατικός φίλαθλος του ΠΑΟΚ», θυμάται ο Ζήσης Βρύζας. Και να

που το όνειρο έγινε πραγματικότητα

«Δεν θα ξεχάσω ότι όταν καλοκαίριαζε, παίζαμε μπάλα μέχρι αργά το βράδυ.

Γύριζα σπίτι και οι πατούσες μου ήταν πράσινες από το τρέξιμο στο χορτάρι»

θυμάται ο Ζήσης Βρύζας. «Από μικρός είχα κλήση στον αθλητισμό. Το αγαπημένο

μου άθλημα ήταν το ποδόσφαιρο, αλλά είχα ασχοληθεί και με τον στίβο. Για τρία

χρόνια έκανα προπόνηση για δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Το όνειρο του πατέρα

μου, όμως, ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Ένα διάστημα έμενε στη Γερμανία. Δεν

υπήρχε παιχνίδι ποδοσφαίρου που να μην το παρακολουθήσει. Μόλις γεννήθηκα,

είχε πει το φοβερό «έβγαλα τον Τοπατζή». Ο πατέρας μου είναι φανατικός

φίλαθλος του ΠΑΟΚ. Από μικρό, με πήγαινε και βλέπαμε αγώνες της Καβάλας, αφού

το Χρυσοχώρι είναι πολύ κοντά. Γενικά στην οικογένεια είχαμε παράδοση στο

ποδόσφαιρο. Ένας ξάδελφός μου, Βρύζας στο όνομα και αυτός, έπαιζε δέκα χρόνια

στην ομάδα της Καβάλας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ομηρικές μάχες που γίνονταν στα

πρωταθλήματα της γειτονιάς.

Επιθετικός…

Εγώ ήμουν από τους εκλέκτορες της ομάδας τού κάτω μαχαλά. Ήμουν από τότε καλός

παίκτης. Πάντα έπαιζα επιθετικός. Ο χαμός γινόταν όταν κάποιος καλός παίκτης

έμενε κοντά στο ποτάμι, αλλά δεν ανήκε ξεκάθαρα στον πάνω ή στον κάτω μαχαλά.

Οι ομάδες επιστράτευαν κάθε μέσο για να τον πάρουν στην ομάδα τους. Εμένα το

αγαπημένο μου νούμερο ήταν το 8. Θυμάμαι ότι αγοράζαμε κάποια παιδικά

περιοδικά που στις μεσαίες σελίδες τους είχαν σιδερότυπα νούμερα. Έκοβα το

νούμερο 8 και το σιδέρωνα στις μπλούζες μου. Είχα κάψει αρκετές, θυμάμαι, με

τα σιδερότυπα. Πέρα από το ποδόσφαιρο, όμως, ένα από τα αγαπημένα μου

παιχνίδια ήταν το κυνηγητό με τα ποδήλατα. Τρέχαμε σαν τρελοί και έπρεπε να

περάσεις με μια ρόδα διαφορά αυτόν που κυνηγούσες, για να θεωρηθεί ότι τον

έπιασες. Οι τούμπες που κάναμε και τα πεσίματα ήταν φοβερά. Δεν μας ένοιαζε

όμως».

Εκτός από τα παιχνίδια στις αλάνες, όμως, ο Ζήσης, όπως και όλα τα παιδιά,

έχουν να αντιμετωπίζουν και το… βάσανο του σχολείου. Μόνο που για τον Ζήση

το σχολείο δεν ήταν βάσανο. Βάσανο κατέληξε να γίνει στη διάρκεια, όταν η

«στρογγυλή θεά» τον είχε μαγέψει για τα καλά. «Στο σχολείο ήμουν πολύ καλός

μαθητής. Μέχρι και την Α’ Λυκείου ήμουν μαθητής του 18. Δεν μπορούσα να

διανοηθώ ότι θα πάω στο μάθημα και δεν θα είμαι προετοιμασμένος. Στη Β’

Λυκείου, όμως, έμπλεξα με την μπάλα για τα καλά. Ήμουν στις εθνικές ομάδες,

είχα πολλές υποχρεώσεις και το σχολείο έμενε πίσω.

Κόντρα

Τότε είχα έρθει σε κόντρα με τους γονείς μου και ειδικά με τη μητέρα μου.

Είμαστε μια οικογένεια όπου υπάρχει η προκατάληψη ότι το παιδί πρέπει να πάει

οπωσδήποτε στο Πανεπιστήμιο. Εγώ όμως είχα πάρει την απόφασή μου. Ήθελα να

γίνω ποδοσφαιριστής. Θυμάμαι ότι παίρναμε από την Εθνική ομάδα το χαρτί για

τις απουσίες, στο οποίο δεν υπήρχε ημερομηνία επιστροφής. Ενώ λοιπόν έπρεπε να

γυρίσω την Τετάρτη στο σχολείο, εγώ έβαζα την ημερομηνία της Παρασκευής και

έτσι πήγαινα ξανά στο μάθημα τη Δευτέρα. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα Μαθηματικά

και η Τριγωνομετρία. Όμως όταν άρχισα να αγωνίζομαι στην Εθνική ομάδα, έχανα

πολλά μαθήματα, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνω τις παραδόσεις. Πάντως στο

σχολείο ήμουν ήσυχος. Δεν δημιουργούσα προβλήματα. Απλώς μετά τη Β’ Λυκείου

είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Με ήθελαν ήδη τρεις ομάδες της Α’ Εθνικής, στο

πρωτάθλημα της ΕΠΣ Καβάλας την τελευταία χρονιά που αγωνίστηκα είχα πετύχει 50

γκολ και ήξερα ότι ο δρόμος μου ήταν το ποδόσφαιρο».

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ

Θα γυρίσω στο χωριό

Με φόντο το ηλιοβασίλεμα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. «Ζω ήρεμα» δηλώνει ο

ίδιος και σκέφτεται σοβαρά να ασχοληθεί με τα παιδιά, όταν ολοκληρώσει την

καριέρα του

Ο Ζήσης Βρύζας, πέρα από τα ποδοσφαιρικά όνειρα που κάνουν όλοι οι

ποδοσφαιριστές της ηλικίας και της κλάσης του, κάνει και όνειρα για το τι θα

κάνει μόλις τελειώσει το ποδόσφαιρο. «Σκέφτομαι όταν τελειώσω το ποδόσφαιρο,

να επιστρέψω για να ζήσω στο χωριό μου», είπε ο Ζήσης. Και συνέχισε:

«Βρίσκομαι σε μεγάλο δίλημμα. Μου αρέσει πολύ η ζωή στη φύση και η ενασχόληση

με τη γη. Όταν ήμουν μικρός βοηθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια. Τώρα είναι η

αλήθεια ότι δεν βοηθάω πολύ. Μου αρέσει η ήρεμη ζωή. Ακόμα και τώρα στη

Θεσσαλονίκη που την αγαπώ πολύ σαν πόλη ζω ήρεμα. Θα ήθελα να ασχοληθώ και με

τα παιδιά. Στην πόλη, μια ακαδημία ποδοσφαίρου θα είχε μεγαλύτερη απήχηση. Στο

χωριό μου, όμως, υπάρχουν πολλά παιδιά που θέλουν να μάθουν ποδόσφαιρο, αλλά

δεν υπάρχουν οι άνθρωποι που θα τους μάθουν σωστά το άθλημα. Πιστεύω ότι η

προσφορά μου εκεί θα είναι μεγαλύτερη. Άλλωστε, το χωριό με ηρεμεί. Τώρα όταν

πηγαίνω εκεί πρώτο πράγμα που κάνω είναι το ψάρεμα. Υπάρχουν πολλές

μυδοκαλλιέργειες κοντά στο χωριό μου και μαζεύονται πολλά ψάρια. Δεν μπορείτε

να φανταστείτε πόσο πολλά ψάρια. Βαριέσαι να τα πιάνεις.

Έχω ακόμη πολλά χρόνια για να παίξω ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω τι θα γίνει μόλις

σταματήσω. Θα ήθελα, όμως, να γυρίσω στο Χρυσοχώρι και να φτιάξω την

οικογένεια μου εκεί. Χωρίς άγχος και με λιγότερους κινδύνους για τα παιδιά

μου. Είναι σημαντικό να έχεις το σπίτι σου, τον κήπο σου, το χωράφι σου. Στην

πόλη δεν μπορείς να τα έχεις όλα αυτά».

ΦΑΡΣΕΣ

Άσος και στο… εμπόριο

Βιλανάκης, Μαλαδένης, Καρκάνης και Βρύζας, ήταν αχώριστοι στην Ξάνθη και…

ξεσήκωναν την ομάδα με τα αστεία τους

Και οι τέσσερις ήταν υπέροχοι. Υπέροχοι στο ποδόσφαιρο, αλλά και στις…

πωλήσεις εργαλείων φυσιοθεραπείας. Ο λόγος για την τσακαλοπαρέα του Ζήση Βρύζα

τα χρόνια που αγωνίζονταν στην Ξάνθη. Οι Βιλανάκης, Μαλαδένης, Καρκάνης και

Βρύζας, ήταν αχώριστοι και έτοιμοι για οποιαδήποτε φάρσα στην ομάδα της

Ξάνθης. Έτσι, μια ημέρα έβγαλαν στο σφυρί τα εργαλεία του φυσιοθεραπευτή της

ομάδας. «Την περίοδο που ήμουν στην Ξάνθη ήμουν αχώριστος με τους Βιλανάκη,

Μαλαδένη και Καρκάνη. Μέναμε επί τρεισήμισι χρόνια στο ίδιο ξενοδοχείο σε

πλαϊνά δωμάτια. Το αίμα μας έβραζε τότε και οι πλάκες που κάναμε ήταν πολλές.

Μια φορά την ώρα που ο φυσιοθεραπευτής της ομάδας έκανε φυσιοθεραπεία, βγάλαμε

αντικλείδι και το Σάββατο το πρωί λίγο πριν από την προπόνηση, πήραμε τα

σύνεργά του και τα δώσαμε σε έναν γύφτο για να τα πουλήσει. Τα Σάββατα έξω από

το γήπεδο της Ξάνθης είχε ένα μεγάλο παζάρι. Κάθησε, λοιπόν, ο γύφτος έξω από

την είσοδο των αποδυτηρίων και φώναζε «Πάρε… πάρε… το καλό πράγμα εδώ».

Μόλις ο φυσιοθεραπευτής έφτασε στο γήπεδο και είδε τα μηχανήματά του να είναι

προς πώληση, τηλεφώνησε στην Αστυνομία και έγινε χαμός. Με τα παιδιά αυτά έχω

δεθεί πάρα πολύ. Θυμάμαι ότι ο Βιλανάκης ήταν αυτός που ήθελε μια μικρή σπίθα

για να ανάψει και να αρχίσει την πλάκα, ενώ ο Μαλαδένης ήταν ο σοβαρός της

παρέας. Δεν έκανε καταχρήσεις, δεν ξενυχτούσε και πρόσεχε τη ζωή του. Ένα

μεγάλο πρόβλημα που είχα ήταν τις ημέρες του καρναβαλιού. Την Τσικνοπέμπτη,

βγαίναμε έξω το βράδυ, γιατί στην Ξάνθη γίνεται χαμός. Για να μην μας

γνωρίσουν, φορούσαμε μάσκες. Εμένα, όμως, με γνώριζαν πάντα από τα πόδια μου

που είναι πολύ στραβά».

Ο ΠΑΟΚ

Ο Βρύζας κατέληξε στον ΠΑΟΚ το 1996. Το φλερτ του, όμως, με την ομάδα της

Θεσσαλονίκης είχε ξεκινήσει πολύ παλιότερα. «Όταν τελείωνα το σχολείο είχα

προτάσεις από τρεις ομάδες της Α’ Εθνικής», είπε ο Ζήσης και συνέχισε: «Μια

από αυτές ήταν και ο ΠΑΟΚ. Ο κ. Βουλινός, μάλιστα, με κάλεσε και έκανα μια

προπόνηση με την ομάδα. Μετά με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε ότι θέλει

να μείνω στον ΠΑΟΚ ως ερασιτέχνης και αν ικανοποιήσω τον προπονητή να υπογράψω

συμβόλαιο. Ήδη, όμως, για να πάω στη Θεσσαλονίκη και να κάνω μια προπόνηση με

τον ΠΑΟΚ είχα έρθει σε κόντρα με τους γονείς μου. Του είπα, λοιπόν, ότι δεν

γίνεται.

Την ίδια ημέρα μού τηλεφώνησε στο σπίτι μου και μου έδωσε ραντεβού την επόμενη

ημέρα στις 9.00 μ.μ. στην εκκλησία του χωριού. Όμως, το βράδυ, εγώ είχα

υπογράψει στην Ξάνθη που με πήρε ως ημιεπαγγελματία. Εκείνη την ημέρα στο

χωριό ήταν εκπρόσωποι της Καβάλας και της Δράμας. Από την Καβάλα, μάλιστα, η

ομάδα μου πήρε και κάποια χρήματα που της οφείλονταν από παλιά. Η Καβάλα είχε

πάρει έναν παίκτη μας και δεν τον είχε πληρώσει. Βρήκαν ευκαιρία οι άνθρωποι

της ομάδας του χωριού και είπαν στους Καβαλιώτες: «Πληρώστε πρώτα το χρέος σας

και μετά μιλάμε για τον Βρύζα». Έτσι πλήρωσε η Καβάλα, αλλά εγώ υπέγραψα στην

Ξάνθη, που αγωνίζονταν στην Α’ Εθνική».