Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Η ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη διαθέτει όλα τα στοιχεία για μία συναρπαστική

μυθιστορηματική ανάπλαση. Κοσμοπολιτισμός, επαναστάσεις, αδίστακτη χρήση της

εξουσίας, εμπνευσμένα ιδανικά, αστείρευτη γοητεία, αυτοχειρία και δύο κηδείες

αποτελούν ορισμένες μόνον ψηφίδες μίας ιστορικής μορφής που έζησε, και

διαμόρφωσε σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μεγάλα γεγονότα του ελληνικού 20ού

αιώνα. Το έργο πάντως της βιογραφίας του Ζαχαριάδη, ακριβώς επειδή προσφέρεται

για την αναπαραγωγή ποικίλων λογοτεχνικών στερεοτύπων και επιπλέον συναρτάται

ισχυρά με εποχές συλλογικού πάθους και σύγκρουσης, είναι εξαιρετικά δυσχερές.

Η ζωή τού σημαντικότερου ηγέτη του ΚΚΕ δεν μπορεί στην πραγματικότητα να

περιγραφεί έξω από την πορεία του κόμματος, του οποίου ηγήθηκε από το 1931

μέχρι το 1956. Οι κομμουνιστές δεν μπορούν να νοηθούν έξω από την ίδια τη

σχέση τους με τη συλλογικότητα που αποτελεί το κεντρικό πεδίο της δράσης και

της σκέψης τους: το κόμμα. Η έννοια της προσωπολατρίας, ο μύθος του αλάνθαστου

αρχηγού, που θα εισαχθούν στο ΚΚΕ από τη σοβιετική πατρίδα του σοσιαλισμού με

την επικράτηση του Ζαχαριάδη στην ηγεσία του, ολοκληρώνει αυτήν την εικόνα της

αλληλεξάρτησης των δύο στοιχείων. Απομένει να σκεφτούμε αν η ζωή τού «Στάλιν

της Ελλάδας» μπορεί να φωτίσει όχι τόσο τα πολιτικά μυστήρια της ιστορίας του

ΚΚΕ ­ όπως το ερώτημα «γιατί και πώς ο Εμφύλιος» ­ αλλά την ίδια την

παραδοξότητα του κοινού βίου Ζαχαριάδη και ΚΚΕ: θρίαμβος και έκπτωση, χάρισμα

και αποτυχία, πολιτική ικανότητα και σεκταρισμός, χειραφέτηση και

ολοκληρωτισμός.

Φωτογραφία τραβηγμένη στην Αθήνα τον Μάιο του 1945

Ας περιδιαβούμε στους σημαντικότερους σταθμούς αυτής της αινιγματικής

προσωπικότητας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της χώρας μέσα

στον 20ό αιώνα. Ο Νίκος Ζαχαριάδης γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1903. Ο

τόπος γέννησής του δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί. Αν η Νικομήδεια φαίνεται ο

επικρατέστερος, έχουν κατά καιρούς επίσης αναφερθεί η Προύσα και η

Αδριανούπολη: τα επίσημα σοβιετικά κείμενα, οι ελληνικές κομματικές ταυτότητές

του και πιο πρόσφατες οικογενειακές πληροφορίες διαφωνούν ως προς τον ακριβή

τόπο γέννησης. Οι αιτίες αυτού του πληροφοριακού κενού πρέπει να αναζητηθούν

στη συνέργια τριών τουλάχιστον παραγόντων: τις ληξιαρχικές αδυναμίες της

οθωμανικής διοίκησης, τη γεωγραφική κινητικότητα της οικογένειας Ζαχαριάδη και

την σκόπιμη άρνηση του ίδιου του Ζαχαριάδη να διευκρινίσει τελεσίδικα τον τόπο

γέννησής του. Το τελευταίο αποτελεί οπωσδήποτε μία πρώτη ένδειξη της

μυστηριώδους «φύσης» που του αποδόθηκε και που καλλιέργησε και ο ίδιος.

Η ασάφεια αυτή δεν θα είναι και η μοναδική που ενσκήπτει στη διαδικασία

ανασύστασης βασικών γεγονότων στη ζωή του Έλληνα κομμουνιστή ηγέτη. Η χρήση

της ιστορίας και της ατομικής βιογραφίας στα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα

αποτέλεσε εξάλλου ένα είδος φετίχ που υπεραξιοδοτούσε, θεωρώντας τες πολιτικό

διακύβευμα, πληροφορίες που σήμερα μάς φαίνονται ελάσσονες ή απολύτως

συμβατικές.

Το σίγουρο είναι ότι ο μικρός Νίκος Ζαχαριάδης μεγάλωσε σε ένα αστικό

περιβάλλον. Ο πατέρας του εμπειρογνώμονας της Regie, της γαλλικής εταιρείας

που διαχειριζόταν το τουρκικό μονοπώλιο καπνού, κινείται συστηματικά στη Μικρά

Ασία αλλά και τον ευρύτερο βαλκανικό περίγυρο. Ο θάνατος του τελευταίου μέσα

στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποχρεώνει την οικογένεια να εγκατασταθεί στην

Κωνσταντινούπολη και τον Νίκο να εργαστεί εργάτης στο λιμάνι.

Το πολυεθνικό εργατικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι

λειτούργησε καταλυτικά για την ιδεολογική του διαμόρφωση. Στο πλαίσιο αυτό και

συνδεόμενος με την Εργατική Ένωση θα έρθει σε επαφή για πρώτη φορά με τις

σοσιαλιστικές ιδέες. Οι συντεταγμένες της πολιτικής ενσωμάτωσης του Ζαχαριάδη

στο κομμουνιστικό κίνημα παραμένουν και σήμερα ακόμη ασαφείς. Φέρεται πάντως

να γίνεται μέλος του Κ.Κ. Τουρκίας γύρω στο 1923. Στα μέσα του ίδιου έτους

περνάει λαθραία στη Ρωσία για να συνταχθεί στο πλευρό των μπολσεβίκων

επαναστατών που πολεμούν ενάντια στους στρατούς των δυτικών κυβερνήσεων και

των Ρώσων αντεπαναστατών. Σύντομα θα γίνει μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος.

Από δεξιά προς τα αριστερά: Κ. Θέος, Β. Σινάκος (αγροτιστής), Μ.

Πορφυρογένης, Π. Ρούσος, Ν. Ζαχαριάδης, Λ. Στρίγκος κ.ά.

Κάπου εδώ, στρατολογείται ως επίλεκτο στέλεχος του παγκόσμιου κομμουνιστικού

κινήματος: θα φοιτήσει στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής,

σχολή ανώτατων κομματικών στελεχών, πιο γνωστή ως ΚΟΥΤΒ από τα ρώσικα αρχικά.

Το 1924 ο Ζαχαριάδης κατεβαίνει στην Ελλάδα, επικεφαλής της πρώτης ομάδας

αποφοίτων της ΚΟΥΤΒ, με στόχο τη στελέχωση του κόμματος και την ιδεολογική του

οργάνωση, σύμφωνα με τα ισχύοντα τότε σοβιετικά δόγματα για τον επιστημονικό

σοσιαλισμό και τη συνωμοτική πρακτική.

Από το 1924 έως το 1929 θα δράσει ως επαγγελματίας επαναστάτης αναπτύσσοντας

συστηματική ακτιβιστική, παράνομη, ως επί το πλείστον, δράση, κυρίως στον χώρο

της νεολαίας, κατά κύριο λόγο στον Πειραιά, τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη. Οι

έξι αποδράσεις που ακολούθησαν τις ισάριθμες συλλήψεις του θα αξιοποιηθούν

αργότερα, όταν θα γίνει γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, για την κατασκευή της

μυθολογικής εικόνας του αγέρωχου, τολμηρού και αποτελεσματικού αγωνιστή. Στην

εικόνα του «μεγάλου παράνομου» πρέπει να προστεθεί μία ακόμη ψηφίδα: η σκληρή

κομματικότητά του. Στη σύγκρουση που, ακολουθώντας τις σοβιετικές εξελίξεις,

έχει σημειωθεί και στην Ελλάδα με τους τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές, ο

Ζαχαριάδης θα επιδείξει αξιομνημόνευτο ζήλο, λαμβάνοντας μέρος σε σωματικές

συμπλοκές (μία εξάλλου από τις καταδικαστικές αποφάσεις που θα τον κατατρέχουν

ως παράνομο και αργότερα, αφορά τη δολοφονία ενός αρχειομαρξιστή).

Το 1929 και ενώ διαδοχικές ιδεολογικές κρίσεις συγκλονίζουν το, ούτως ή άλλως,

ισχνό ΚΚΕ, ο Ζαχαριάδης επιστρέφει στη Μόσχα για τη συνέχιση των κομματικών

του σπουδών. Η γνωστή στο κομμουνιστικό γλωσσάρι «φραξιονιστική πάλη χωρίς

αρχές», που σχεδόν διέλυσε το κόμμα, βρίσκει τον Ζαχαριάδη στη Σοβιετική Ένωση

να συνδέεται με τον Στάλιν και το περιβάλλον του (κυρίως τον Μπέρια).

Εντεταλμένος από τη σταλινική ηγεσία της Γ’ Διεθνούς να αναλάβει την

αποκατάσταση της ιδεολογικής και κομματικής τάξης στο ελληνικό αδελφό κόμμα,

επιστρέφει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1931.

Η δράση του από τότε και μέχρι το 1936 θα σβήσει την αίσθηση του επιβεβλημένου

από τα πάνω αρχηγού και θα τον καταξιώσει σχεδόν ολοκληρωτικά ως

αδιαφιλονίκητο ηγέτη μέσα στο κόμμα. Ο Ζαχαριάδης θα καταφέρει να πετύχει αυτό

που για τις προηγούμενες ηγεσίες έμοιαζε ακατόρθωτο: την οργάνωση ενός

μονολιθικού κόμματος απολύτως πειθαρχημένου και υπάκουου στην πολιτική γραμμή

που χαράζει η ηγεσία του.

Η κομματική ταυτότητα του Ν. Ζαχαριάδη με ημερομηνία έκδοσης 21 Φλεβάρη 1946,

υπογραμμένη από τον Γιάννη Ιωαννίδη

Οι οικονομικές και ταξικές ανακατατάξεις της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό

με την πρωτοφανή οργανωτική ανάπτυξη του ΚΚΕ, θα αποφέρουν σημαντική διείσδυση

στα εργατικά στρώματα. Οι επιτυχίες αυτές, που πιστώθηκαν στην ιστορία του

κομμουνιστικού κινήματος στον ίδιο τον Ζαχαριάδη, θα επικυρωθούν με την

εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ στις εκλογές του 1932, όπου το Ενιαίο Μέτωπο Αγροτών

– Εργατών θα συγκεντρώσει 5% εκλέγοντας 12 βουλευτές στην εθνική

αντιπροσωπεία. Η ανάπτυξη του κόμματος στις συνθήκες μιας σκληρής οικονομικής

κρίσης και της βενιζελικής αντικομμουνιστικής καταστολής των λαϊκών αιτημάτων,

θα σημάνει και την ολική κατίσχυση της προσωπολατρίας του αρχηγού, που είναι

πιστή μεταφορά της θεοποίησης του Στάλιν στη σοβιετική κοινωνία.

Τον Σεπτέμβριο του 1936, λίγες εβδομάδες μόνο μετά την εγκαθίδρυση της

μεταξικής δικτατορίας, ο Ζαχαριάδης συλλαμβάνεται. Η περίοδος της δικτατορίας

θα δει τον Ζαχαριάδη έγκλειστο μαζί με το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας του ΚΚΕ

στις φυλακές της Κέρκυρας και ειδικότερα στην περίφημη πτέρυγα απομόνωσης, την

Ακτίνα Θ’. Αδύναμος να αντισταθεί από εκεί στη δαιμόνια στρατηγική των

διωκτικών αρχών και του επικεφαλής τους Μανιαδάκη, θα υποπέσει συχνά σε λάθος

εκτιμήσεις που, στο μέτρο που τους αναλογούν, θα συντείνουν στην αποδιάρθρωση

των παράνομων μηχανισμών του κόμματος και την ουσιαστική εξαφάνιση κάθε

έννοιας πολιτικής ισχύος του ΚΚΕ τα χρόνια εκείνα. Η κατασκευασμένη από τον

Μανιαδάκη προσωρινή διοίκηση του ΚΚΕ θα παραπλανήσει τον Ζαχαριάδη με ολέθρια

αποτελέσματα για τους κομματικούς παράνομους και τον συνολικό

αποπροσανατολισμό του κόμματος σε επίπεδο πολιτικής τακτικής.

Η έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 θα αποτελέσει την

αφορμή για μια σημαντική πολιτική παρέμβαση του Ζαχαριάδη που, όπως

αποδείχθηκε αργότερα, θα σημανθεί ως η μοναδική καθολικά αποδεκτή ενέργειά του

σε εθνικό επίπεδο. Πρόκειται για το περίφημο γράμμα της 31ης Οκτωβρίου 1940

από τις φυλακές της Κέρκυρας, με το οποίο καλούσε τα μέλη του κόμματός του,

αλλά και ολόκληρο τον ελληνικό λαό, να συνταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό της

κυβέρνησης Μεταξά με στόχο την απόκρουση της ιταλικής στρατιωτικής εισβολής.

Το γράμμα μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό για τρεις, τουλάχιστον,

λόγους: αποτέλεσε μια ισχυρή νομιμοποιητική ιδεολογική βάση για τη μετέπειτα

ανάπτυξη του αντιστασιακού – εαμικού κινήματος, συνιστά σημαντική, αν και

ακούσια, διαφοροποίηση από την ισχύουσα τότε γραμμή της Γ’ Διεθνούς που υπό τη

σκέπη της συμφωνίας Ρίμπεντροπ – Μολότωφ απέκλειε κάθε ιδέα άμεσης αντίδρασης

στην πολεμική επιθετικότητα του Άξονα, χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το

διωκόμενο ΚΚΕ ως απόδειξη του «αληθινά πατριωτικού χαρακτήρα» του

κομμουνιστικού εγχειρήματος και της εθνικής ικανότητας του ίδιου του αρχηγού

του.

Ο Ν. Ζ. με τον γραμματέα της ΚΟΑ Β. Μπαρτζώτα (πρώτο δεξιά του), τον

Καραγιώργη, διευθυντή του «Ριζοσπάστη», και τον παλιό συνδικαλιστή και μέλος

της Κ.Ε. του ΚΚΕ Κ. Θέο, σε μία από τις μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις στην

Αθήνα (1945-1946)

Τον Απρίλιο του 1941 η κυβέρνηση συνεργατών παραδίδει τον Ζαχαριάδη στους

Γερμανούς, που τον μεταφέρουν στο στρατόπεδο του Νταχάου, όπου θα παραμείνει

έγκλειστος μέχρι την απελευθέρωση του στρατοπέδου το 1945. Πρόκειται για μία

ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της ζωής του Ζαχαριάδη, για την οποία οι

πραγματολογικές πληροφορίες που διαθέτουμε ελάχιστα μας βοηθούν να

σχηματίσουμε μία ακριβή εικόνα. Ο Ζαχαριάδης εργάστηκε στο στρατόπεδο ως

διερμηνέας της διοίκησης, σε μία θέση που στη στρατοπεδική παράδοση

εξασφαλίζει ορισμένα προνόμια σημαντικά για την ίδια την επιβίωση. Μετά την

αποκαθήλωσή του, το 1956, ο Ζαχαριάδης θα κατηγορηθεί μεταξύ άλλων και ως

ουσιαστικός συνεργάτης της Γκεστάπο και της διοίκησης του στρατοπέδου. Η

κατηγορία τού «φιλοτομαριστή» και ωφελιμιστή τον ακολουθεί ακόμη και σήμερα

στη σχετική φιλολογία. Εάν αυτοί οι ισχυρισμοί ορθώς αναθεωρούν τη μορφή ενός

αλύγιστου και ηρωικού Ζαχαριάδη στις συνθήκες του ναζιστικού κάτεργου, δεν

καταφέρνουν να απεμπλακούν από την εμπάθεια που παραδοσιακά συγκεντρώνει η

μορφή του. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο και αν λειτουργούν επί τη βάσει της

διχοτομίας φύλακα / έγκλειστου ή θύτη / θύματος διατηρούν ενδιάμεσους χώρους

διαπραγμάτευσης που είναι λειτουργικοί και για τις δύο πλευρές. Το πόσο συχνά

χρησιμοποίησε ο Ζαχαριάδης τη θέση και τα προνόμιά του προς όφελος των

συγκρατουμένων του, είναι κάτι που ίσως να μην εξακριβώσουμε ποτέ.

Η επιστροφή του Ζαχαριάδη στην Αθήνα του 1945 είναι αποθεωτική. Βρίσκεται στο

απόγειο της δόξας του. Το 1945 είναι εξάλλου η χρονιά κατά την οποία για πρώτη

και μοναδική φορά θα ασκήσει αυτό που συμβατικά μπορεί να ονομαστεί «τέχνη της

πολιτικής» σε εθνικό επίπεδο. Είναι μία χρονιά περίπλοκη που η αύρα της

Εαμικής αντίστασης δεν έχει σβήσει, παρά την ήττα του Δεκέμβρη του 1944. Ο

πολιτικός ρεαλισμός που επιδεικνύει ο Ζαχαριάδης την περίοδο αυτή, τον οποίον

θα διαψεύσει κατόπιν με τον πλέον τραγικό τρόπο, ασφαλώς εξαρτάται ιστορικά

από πολλαπλούς παράγοντες, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν εδώ.

Μπορούμε όμως να αναφέρουμε τουλάχιστον τρεις ενέργειες πολιτικού ρεαλισμού

που συνιστούν ένα συνεχές και προσφέρουν μία εικόνα του Ζαχαριάδη που τον

διαφοροποιεί από τη σταλινική και ενίοτε τυχοδιωκτική πολιτεία του. Η πρώτη

είναι η τοποθέτησή του ότι, παρά τις διαφωνίες του, το ΚΚΕ δεν θα αντιτασσόταν

σε μία ελληνική στρατιωτική εισβολή στη Βόρειο Ήπειρο. Η δεύτερη

κωδικοποιήθηκε ως θεωρία των δύο πόλων και εντάσσει την Ελλάδα ταυτόχρονα σε

δύο κυρίαρχες σφαίρες γεωπολιτικής επιρροής: τη ρωσική βέβαια, αλλά και την

αγγλική, γεγονός αξιοσημείωτο μετά τη σύγκρουση του Δεκέμβρη αλλά και τη

γενική ιδεολογική τοποθέτηση του κόμματός του. Η τρίτη ενέργεια, που η

ελληνική επαναστατική μυθολογία τού σήμερα αρνείται να περιγράψει με

πολιτικούς όρους, είναι η αποκήρυξη του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη

Βελουχιώτη, ο οποίος αντιτασσόμενος ακριβώς στη γραμμή του πολιτικού ρεαλισμού

που επελέγη μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας είχε αναπτύξει τη λογική του νέου

αντάρτικου. Την καταστροφική αυτή λογική της σύγκρουσης που οδήγησε τον Άρη

στον θάνατο και τον ατιμασμό, από τους οποίους ο Ζαχαριάδης μπορούσε ίσως να

τον γλιτώσει, ακολούθησε λίγο αργότερα ο ίδιος ο ηγέτης του ΚΚΕ.

Τον Μάιο του 1966 στη διάρκεια της πρώτης μεγάλης απεργίας πείνας του

Ζαχαριάδη, τον επισκέφτηκαν στο Σουργκούτ ο Ζήσης Ζωγράφος και ο Β. Ζάχος. Στη

φωτογραφία, ο Ζαχαριάδης, αγνώριστος από την εξάντληση, με την αντιπροσωπεία

της ηγεσίας του ΚΚΕ, τον Α. Τοπόρικοφ του διεθνούς τμήματος του ΚΚΣΕ και

τοπικά στελέχη του κόμματος

Οι πολιτικές δεξιότητες του Ζαχαριάδη, που μόλις περιγράψαμε, θα αρθούν το

1946 για να δώσουν τη θέση τους στη λογική της συγκρουσιακής φυγής προς τα

εμπρός που θα οδηγήσει στο δράμα του Εμφυλίου Πολέμου. Η απόφαση της μη

συμμετοχής στις εκλογές του 1946 αποτελεί τον πρώτο κρίκο μιας αλυσίδας που θα

οδηγήσει το ΚΚΕ στην ένοπλη επαναστατική ρήξη για να καταλήξει στη συντριπτική

ήττα του 1949. Είναι προφανές ότι ο Ζαχαριάδης ως πολιτικός ηγέτης ενός

επαναστατικού στρατού που ηττάται, ως διαπραγματευτής των σχέσεων του

Δημοκρατικού Στρατού και του ΚΚΕ με το σοβιετικό κέντρο, δεν είναι άμοιρος

ευθυνών για την πορεία των ελληνικών πραγμάτων της εποχής. Συνωμοσιολογικές

αναζητήσεις μιας «αληθινής» ιστορίας του Εμφυλίου θα έριχναν εκ νέου όμως τους

προβολείς της Ιστορίας σε πρόσωπα και όχι σε συλλογικούς φορείς, σε χειρισμούς

και όχι σε κοινωνικές τάσεις. Μια διάσταση της ζαχαριαδικής ανευθυνότητας,

θεωρουμένης όμως ως πολιτικής αδυναμίας του ίδιου του κομμουνιστικού

εγχειρήματος, θα φανερωθεί αμέσως μετά την ήττα με τη δήλωση ότι οι Έλληνες

κομμουνιστές παραμένουν με το όπλο παρά πόδας, γεγονός που θα δώσει στο κράτος

της Δεξιάς ένα ισχυρό άλλοθι για τη διατήρηση των μηχανισμών ανελέητης δίωξης

των ηττημένων αντιπάλων.

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 θα δει τον Ζαχαριάδη να ξεδιπλώνει στο

έπακρο τα πιο σκληρά χαρακτηριστικά τού σταλινικού κυνισμού: η τραγική για την

ιστορία της Αριστεράς αποκήρυξη από τη ζαχαριαδική ηγεσία τον Αύγουστο του

1954 του Νίκου Πλουμπίδη, ως χαφιέ, λίγες ώρες μετά την εκτέλεσή του στην

Αθήνα, δεν είναι παρά μια χαρακτηριστική περίπτωση του μετασχηματισμού των

επαναστατικών ιδεών στα αδιέξοδα και στον μνησίκακο ολοκληρωτισμό του

σταλινικού βολονταρισμού. Ο θάνατος όμως του Στάλιν το 1953 και η σταδιακή

αποδιάρθρωση των αντίστοιχων ηγεσιών και μηχανισμών στα αδελφά κόμματα, θα

σημάνει και την αρχή της πτώσης του Ζαχαριάδη. Η πύρρειος νίκη του στην

αιματηρή σύγκρουση μεταξύ πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη το 1955, δεν θα

μπορέσει να ανακόψει αυτή την πορεία. Η αποκαθήλωσή του θα επικυρωθεί και

τυπικά από την περίφημη 6η Ολομέλεια του Μαρτίου 1956. Από εκεί ξεκινάει η

τελευταία μακρόχρονη και τραγική πράξη της ζωής τού Ζαχαριάδη. Εξευτελισμένος

από τις δύο ηγεσίες των κομμάτων στα οποία ανήκε (ΚΚΣΕ, ΚΚΕ) θα χαθεί στο

έρεβος της εξορίας του Σοργκούτ της Σιβηρίας, όπου θα αυτοκτονήσει

απελπισμένος και παρά τη μερική αποκατάστασή του από το κόμμα το 1967, την 1η

Αυγούστου 1973. Πολυτάραχος, ηγέτης ζωντανός, αινιγματικός ως ζωντανός νεκρός

της Σιβηρίας, θα κηδευτεί εκ νέου στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 1991.

* Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι Κοινωνιολόγος