Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφού ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 1878, εγγονός από τη μητέρα του

τού προεστού της Ελευσίνας Μελέτη Χατζημελέτη, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει το

1826 στην κινητοποίηση των Αρβανιτών της Αττικής ενάντια στην επέλαση του

Κιουταχή και στη συνέχεια είχε διατελέσει γραμματικός του Βάσου Μαυροβουνιώτη.

«Από της βρεφικής μου ηλικίας ωμίλουν την

αλβανικήν», ανέφερε αργότερα ο ίδιος ο Πάγκαλος, δηλώνοντας υπερήφανος την

αρβανίτικη καταγωγή του.

Αποφοιτώντας από τη Σχολή Ευελπίδων το 1900 ως αρχηγός της τάξης του, ο νεαρός

Θεόδωρος στάλθηκε στο Παρίσι προκειμένου να ολοκληρώσει την κατάρτισή του στην

εκεί Σχολή Πολέμου. Ως μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου πρωτοστάτησε στο

κίνημα του Γουδί το 1909 και ήδη από τότε οι συνάδελφοί του διαπίστωσαν ότι

«είχε τον διάολο μέσα του». Μετά τους Βαλκανικούς

Πολέμους τοποθετήθηκε στη Σχολή Ευελπίδων, όπου κέρδισε τις εντυπώσεις των

μαθητών του. «Καθηγητής τακτικής τοποθετήθηκε ένας κοντός

μάλλον, δεμένος ταγματάρχης του πεζικού με καστανόξανθα

μουστάκια. Από μακριά, δεν μας γέμισε το μάτι

αλλά, όταν μπήκε στην τάξη, καταλάβαμε αμέσως πως

είχαμε μπροστά μας μεγάλο καπετάνιο», θυμόταν στη συνέχεια ο Χ.

Τσιγάντες: «Από τα φούμαρα της θεωρίας και τον βερμπαλισμό,

μας προσγείωσε αμέσως στην πραγματικότητα. Μας κατέβασε από

τον ίλιγγο των υψηλών σφαιρών της στρατηγικής και μας

προσγείωσε στη διμοιρία, στον λόχο και στο τάγμα,

στη λελογισμένη δράση, στην ψυχολογημένη ενέργεια. Με

χιούμορ, με φιλοσοφία, με λυρισμό καμιά φορά,

μιλούσε με τα μάτια του, με μορφασμούς, με σπάνιες,

εκφραστικές χειρονομίες».

Με την έκρηξη του κινήματος Εθνικής Αμύνης το 1916, ακολούθησε τον Βενιζέλο

στο μακεδονικό μέτωπο και, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου το 1917,

ανέλαβε στην Αθήνα την κρίσιμη θέση του προσωπάρχη στο υπουργείο Στρατιωτικών.

Για τη δράση του από τη θέση εκείνη ο Πάγκαλος σχολιάστηκε για σωρεία

αυθαιρεσιών στον τομέα των αποστρατειών και των προαγωγών, που δεν στόχευαν

τόσο, όπως θα ήταν αναμενόμενο, στην πολιτική εκκαθάριση του τοπίου που

προέκυψε από τον διχασμό, αλλά είχαν κυρίως ευνοιοκρατικό χαρακτήρα, προς

όφελος του ιδίου και της πελατείας του. Είναι χαρακτηριστική η προστασία που

προσέφερε εκείνη την περίοδο σε πολλούς αξιωματικούς, φανατικούς οπαδούς του

Κωνσταντίνου, που κατάγονταν από τα βασιλόφρονα αρβανιτοχώρια της Αττικής.

Στις αρχές της Μικρασιατικής εκστρατείας τοποθετήθηκε ως επιτελάρχης στο

Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης υπό τον στρατηγό Παρασκευόπουλο, αλλά

αποστρατεύτηκε την επόμενη χρονιά, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές

του Νοεμβρίου του 1920 και την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου.

Ο Πάγκαλος με τον Πλαστήρα, προτού χωρίσουν οι δρόμοι τους

Από την Αθήνα πληροφορήθηκε το ξέσπασμα του επαναστατικού κινήματος στη Χίο

και τη Μυτιλήνη, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αφού απέστειλε

στον Πλαστήρα τη γνωστή επιστολή που άρχιζε με τις φράσεις «Νίκο, με

δάκρυα σε φιλώ, έσωσες την πατρίδα», κατέφυγε καταζητούμενος

στα γραφεία τού «Ελευθέρου Βήματος», όπου είχαν συγκεντρωθεί κάμποσοι αμυνίτες

αξιωματικοί. «Ο Πάγκαλος τη ημέρα εκείνη έδειξε μια δραστηριότητα

και ικανότητα εκπληκτική», θυμάται ο Αλέξανδρος Ζάννας, «κατέβαζε ιδέες

πρωτότυπες και είχε ψυχολογήσει το πνεύμα του κόσμου καλύτερα από κάθε

άλλον». Χάρη στις ενέργειές του μυήθηκαν στο κίνημα οι περισσότερες

μονάδες της φρουράς στην πρωτεύουσα και συνελήφθησαν αρκετά κυβερνητικά και

στρατιωτικά στελέχη, με αποτέλεσμα να εκλείψει κάθε πιθανότητα σοβαρής

μοναρχικής αντίστασης.

Ο υποστράτηγος Πάγκαλος ­ που είχε θεωρήσει ότι οι συνταγματάρχες Πλαστήρας

κ.λπ. που πρωτοστάτησαν στο κίνημα θα έσπευδαν να τεθούν υπό τις διαταγές του

­ αντέδρασε στον παραμερισμό του διαδίδοντας ότι η επαναστατική επιτροπή δεν

σκόπευε να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της καταστροφής που εκείνος είχε

συλλάβει. Στην απόφαση της ηγεσίας του κινήματος να ανατεθεί η κρίση της

υπόθεσης στα τακτικά δικαστήρια αντιτασσόταν τότε και ο συνταγματάρχης

Οθωναίος, απαιτώντας την τιμωρία των κατηγορουμένων με συνοπτικές διαδικασίες.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει την υπονομευτική αυτή προπαγάνδα που έβρισκε

πρόσφορο έδαφος στον μεγάλο όγκο των κατώτερων ιδίως αξιωματικών, ο Πλαστήρας

έκανε έναν ελιγμό που αποδείχθηκε μοιραίος: δέχθηκε μεν τη συγκρότηση έκτακτου

στρατοδικείου, αλλά ανέθεσε την προεδρία του στον Οθωναίο και τις ανακρίσεις

στον Πάγκαλο, ελπίζοντας να τους συγκρατήσει, θέτοντάς τους προ των ευθυνών

τους. Ο Πάγκαλος περάτωσε τις ανακρίσεις εντός δεκαεννέα ημερών, εκδίδοντας

πόρισμα που παρέπεμπε πέντε πολιτικούς και τρεις στρατιωτικούς προκειμένου να

δικαστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Μετά δεκαπενθήμερη δίκη, έξι από τους

κατηγορουμένους καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν στις 15 Νοεμβρίου 1922.

Μία ημέρα νωρίτερα είχε συγκροτηθεί η κυβέρνηση Γονατά, στην οποία ο Πάγκαλος

ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών. Αφού προχώρησε σε πλήρη ανασύνθεση των

διοικήσεων των μεγάλων μονάδων, παραβλέποντας τελείως την επετηρίδα, ο νέος

υπουργός παραιτήθηκε έναν μήνα αργότερα, αναλαμβάνοντας προσωπικά την αρχηγία

του Στρατού. Με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με την επιβολή σκληρών διοικητικών

μέτρων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του βαθμούς και αρχαιότητα, παγίωσε την

πειθαρχία και αναστήλωσε το ηθικό μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα,

παρατάσσοντας κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων μιαν αξιόμαχη στρατιά

90.000 ανδρών ανασυγκροτημένη σχεδόν εκ του μηδενός, την οποία το διαφημιστικό

του δαιμόνιο παρουσίαζε ακόμη ισχυρότερη απ’ όσο ήταν. Η λεγόμενη στρατιά του

Έβρου αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη προσφορά του Πάγκαλου, γιατί εξασφάλισε

ένα στέρεο διαπραγματευτικό έρεισμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, προκειμένου η

διπλωματική δεινότητα του τελευταίου να μετατρέψει στη Συνδιάσκεψη της

Λωζάννης μιαν εθνική καταστροφή σε μιαν επώδυνη, αλλά έντιμη ειρήνη.

Ανασυγκροτώντας τη στρατιά του Έβρου, ο Πάγκαλος προσέφερε στην Ελλάδα ισχυρό

διαπραγματευτικό ατού στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Η φωτογραφία είναι του 1923

Η εκμετάλλευση του έργου του Πάγκαλου από τον ίδιο ήταν βέβαια αναμενόμενη.

Ήδη πληροφορούμενος τον συμβιβασμό απείλησε, συνεπικουρούμενος από τον αρχηγό

του στόλου Χατζηκυριάκο, ότι θα εισέβαλλε εξ ιδίας πρωτοβουλίας στην Ανατολική

Θράκη, προκειμένου να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Και αναγκάστηκε μεν να

παραιτηθεί προ των αντιδράσεων της πολιτικής ηγεσίας και των περισσότερων

στρατιωτικών διοικητών, ενέγραψε όμως μελλοντική υποθήκη ως εκφραστής των αδιαλλάκτων.

Λίγους μήνες αργότερα ξεσπούσε το αντεπαναστατικό κίνημα του 1923, κατά τη

διάρκεια του οποίου, ενώ ο Γονατάς και οι περί αυτόν προς στιγμήν λιποψύχησαν,

ο Πάγκαλος αντέδρασε με ψυχραιμία, σπεύδοντας να απομυθοποιήσει τον αρχηγό του

κινήματος υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο με τη γνωστή φράση «αφού έγινε κι ο

Λεοναρδής επαναστάτης, θα κόψω την καλημέρα σ’ όποιον με ξαναπεί

επαναστάτη». Μεταδίδοντας την αποφασιστικότητά του στους υπόλοιπους,

πρωτοστάτησε από κοινού με τον Πλαστήρα, τον Κονδύλη και τον Χατζηκυριάκο στην

ταχεία εξουδετέρωση των κινηματιών, με αποκορύφωμα την μπλόφα περί επικείμενου

βομβαρδισμού της Κορίνθου, που προκάλεσε την αντίδραση των κατοίκων και την

απομόνωση των στασιαστών του λοχαγού Κ. Μανιαδάκη.

Η καταστολή του κινήματος συνετέλεσε στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων

στο εσωτερικό του βενιζελικού χώρου, ενδυναμώνοντας την αδιάλλακτη πτέρυγά του

η οποία, εκπροσωπούμενη πολιτικά από τη μερίδα Παπαναστασίου και με

στρατιωτικό βραχίονα τούς Χατζηκυριάκο, Κονδύλη και Πάγκαλο, έθεσε με οξύτητα

το αίτημα της πολιτειακής μεταβολής, επιβάλλοντας τελικά την άμεση εγκαθίδρυση

τού δημοκρατικού πολιτεύματος από τη Συντακτική Συνέλευση στις 25 Μαρτίου του

1924. Εισερχόμενος αμέσως μετά (31 Μαρτίου) στην κυβέρνηση Παπαναστασίου, ο

Πάγκαλος ανέλαβε το νεοϊδρυθέν τότε υπουργείο Εννόμου Τάξεως, καθώς και το

υπουργείο Στρατιωτικών (10 Ιουνίου), μετά την παραίτηση του Κονδύλη.

Ο Πάγκαλος με τον Παπαναστασίου, στην κυβέρνηση του οποίου ανέλαβε το

νεοπαγές τότε (1924) υπουργείο Εννόμου Τάξεως

Αλλά οι κατηγορίες εναντίον του Πάγκαλου, ότι με κατάλληλες αντικαταστάσεις

στρατιωτικών διοικητών και τη συγκρότηση των «ταγμάτων δημοκρατικής φρουράς»

προετοίμαζε το έδαφος για την επιβολή δικτατορίας, στάθηκαν τελικώς η αφορμή

για την πτώση της κυβέρνησης Παπαναστασίου (24 Ιουλίου). Οι επακολουθήσασες

κυβερνήσεις Σοφούλη και Μιχαλακόπουλου ακροβατούσαν δέσμιες συγκυριακών

πλειοψηφιών, δημιουργώντας ένα ανασφαλές κλίμα ευεπίφορο εξωκοινοβουλευτικών

λύσεων. Η πιθανότητα δυναμικού εγχειρήματος από μέρους του Πάγκαλου βρισκόταν

για έναν χρόνο τουλάχιστον στο επίκεντρο των συζητήσεων και ο Καφαντάρης

έφθανε να δηλώσει: «Ε! βρε αδερφέ, ας κάμει και αυτός

δικτατορία, να δούμε τι θα γίνει». Το βράδυ της 24ης Ιουνίου

1925, σε σχετική ερώτηση του υπουργού Στρατιωτικών Κ. Γόντικα, ο ίδιος ο

Πάγκαλος φέρεται να απάντησε «και βέβαια θα κάμω κίνημα».

Πράγματι, τη νύκτα εκείνη οι προσκείμενοι στον Πάγκαλο αξιωματικοί έθεσαν υπό

τον έλεγχό τους το Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Χατζηκυριάκος

κατέλαβε τα ηνία του στόλου, αλλά στην ίδια την πρωτεύουσα ελάχιστες μονάδες

τέθηκαν στο πλευρό των πραξικοπηματιών. Ενώ ο Πάγκαλος, σχεδόν βέβαιος για την

αποτυχία του, προσπαθούσε απελπισμένα να κινητοποιήσει τα τεθωρακισμένα των

«δημοκρατικών ταγμάτων» υπό τον αντισυνταγματάρχη Β. Ντερτιλή, οι πολιτικοί

αρχηγοί αναλίσκονταν σε ατέρμονες συνεδριάσεις όπου διαπίστωναν την ασυμφωνία

τους περί του πρακτέου. Αντιτασσόμενος στο ενδεχόμενο ένοπλης καταστολής, για

να μην χυθεί «δημοκρατικόν αίμα», ο Παπαναστασίου ανέλαβε να πείσει τους

πραξικοπηματίες να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση υπό την προεδρία του,

αναπτερώνοντας έτσι το ηθικό τους και δίνοντάς τους το απαραίτητο περιθώριο να

σταθεροποιηθούν, καθώς μόνον ορισμένοι αξιωματικοί, όπως ο Ηλ. Διάμεσης και ο

Β. Οικονομάκης, αποπειράθηκαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας να αντισταθούν κατά του

κινήματος. Αναθαρρυμένος από την απρόσμενη υποχωρητικότητα των αντιπάλων του,

ο Πάγκαλος επέβαλε τον σχηματισμό δικής του κυβέρνησης (26 Ιουνίου),

αποσπώντας μάλιστα και ψήφο ανοχής από τη Συνέλευση, γεγονός που επιβεβαιώνει

ότι η έλλειψη ουσιαστικής θέλησης εκ μέρους των κοινοβουλευτικών κομμάτων αλλά

και της κοινής γνώμης να υπερασπιστούν το εύθραυστο ακόμη πολίτευμα μέσα στην

παρατεινόμενη αστάθεια εκείνης της περιόδου, υπήρξε ο σημαντικότερος

παράγοντας της «αβρόχοις ποσί» επικράτησής του.

Ο Πάγκαλος την εποχή της παντοδυναμίας του

Αφού εξασφάλισε την εξουσία, ο Πάγκαλος δεν άργησε να εγκαταλείψει το ένα

κατόπιν του άλλου τα προσχήματα, καταργώντας την ελευθεροτυπία, διαλύοντας τη

Συνέλευση, συλλαμβάνοντας και εξορίζοντας τούς αντιπολιτευόμενους πλέον το

καθεστώς πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του

Παπαναστασίου και του Κονδύλη, με αποκορύφωμα την επικήρυξη του Πλαστήρα

έναντι 500.000 δραχμών.

Οι διώξεις κατά των στελεχών του ΚΚΕ απέβλεπαν κυρίως στην επένδυση επί της

κομμουνιστοφοβίας ορισμένων κύκλων, ενώ η περίφημη διάταξη που όριζε ότι η

γυναικεία φούστα «δέον να απέχη το μέγιστον 30 εκατοστά από του

εδάφους» απετέλεσε έκτοτε παροιμιώδες μνημείο υποκριτικής σεμνοτυφίας. Η

εξίσου θεαματική καταδίκη σε θάνατο καταχραστών του δημοσίου χρήματος και η

κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο δεν οδήγησαν βέβαια στην εξυγίανση του

κρατικού μηχανισμού, αλλά απλώς χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα τρομοκράτησης των

αντιφρονούντων δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η επιβολή των αναγκαστικών δανείων δεν

κάλυψε παρά προσωρινά το καλπάζον δημοσιονομικό έλλειμμα.

Στον τομέα των διεθνών σχέσεων ο Πάγκαλος εμφανίσθηκε ως οπαδός τής

«πατριωτικής αδιαλλαξίας». Η ευκαιρία επίδειξης του νέου δόγματος δόθηκε τον

Οκτώβριο του 1925 όταν, με αφορμή ορισμένα επεισόδια στην ελληνοβουλγαρική

μεθόριο, το Γ’ Σώμα Στρατού διατάχθηκε να εισβάλει στο βουλγαρικό έδαφος. Η

τυχοδιωκτική αυτή ενέργεια προκάλεσε την καταδίκη της Κοινωνίας των Εθνών και

η Ελλάδα υποχρεώθηκε στην καταβολή αποζημιώσεων.

Στις 23 Αυγούστου του 1926, ο κρατούμενος πλέον Πάγκαλος αποβιβάζεται στο Κερατσίνι

Σε ό,τι αφορά την Αλβανία, ο Πάγκαλος επεδίωξε εγκάρδιες σχέσεις,

οραματιζόμενος μια ομοσπονδία με τη γειτονική χώρα. Ο δικτάτορας παρέμενε

αφετέρου προσκολλημένος στην έμμονη ιδέα μιας ένοπλης ρεβάνς με την Τουρκία.

Οι παραγγελίες οπλισμού επί κυβερνήσεώς του υπήρξαν οι σημαντικότερες τού

Μεσοπολέμου και, πρέπει πάντως να επισημανθεί, απετέλεσαν αργότερα την υλική

βάση της ελληνικής πολεμικής προσπάθειας το 1940. Παρερμηνεύοντας την ευνοϊκή

στάση της Βρετανίας προς το καθεστώς του, ο Πάγκαλος είχε πιστέψει ότι η

εκκρεμότητα των βρετανοτουρκικών σχέσεων στο ζήτημα της Μοσούλης τού άφηνε το

περιθώριο να επιδιώξει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Κινούμενος προς την

κατεύθυνση αυτή επεδίωξε τη συνεννόηση αρχικά με τη μουσολινική Ιταλία και στη

συνέχεια με τη Γιουγκοσλαβία του Αλέξανδρου Καραγεώργεβιτς. Η χώρα όδευε

σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις προς μια πολεμική περιπέτεια με απρόβλεπτες

συνέπειες, που αποτράπηκε την τελευταία στιγμή εξαιτίας των εσωτερικών εξελίξεων.

Πράγματι, ιδιαίτερα μετά την ­ καθυστερημένη είναι η αλήθεια ­ παραίτηση τού

γηραιού ναυάρχου Κουντουριώτη από την Προεδρία (15 Μαρτίου 1926), όταν ο

δικτάτορας επέβαλε πλέον ένα προεδρικό καθεστώς που το οραματιζόταν

αμερικανικού τύπου, η απομόνωσή του από τον βενιζελικό κόσμο είχε καταστεί

πλήρης. Προκειμένου να την αντιμετωπίσει, ο Πάγκαλος προέβη τον Ιούλιο του

1926 στον ύστατο τακτικό ελιγμό, σχηματίζοντας την κυβέρνηση Ευταξία,

αποτελούμενη σχεδόν αποκλειστικά από αντιβενιζελικούς παράγοντες. Αυτό υπήρξε

όμως και το κύκνειο άσμα του, καθώς κλόνισε ανεπιστρεπτί την εμπιστοσύνη των

περισσότερων άλλοτε εν όπλοις συνοδοιπόρων του, στερώντας το καθεστώς από τη

μόνη στήριξη που του απέμενε. Τη νύκτα της 21ης προς 22α Αυγούστου 1926, οι

μέχρι πρότινος πραιτωριανοί του δικτάτορα Ν. Ζέρβας και Β. Ντερτιλής της

«δημοκρατικής φρουράς», κινούμενοι σε συνεννόηση με τον Κονδύλη, επικράτησαν

στην πρωτεύουσα. Ο Πάγκαλος, που παραθέριζε στις Σπέτσες, επιχείρησε

ανεπιτυχώς να ενωθεί με τη ναυτική μοίρα του πιστού του Α. Κολιαλέξη, αλλά τα

υπόλοιπα πλοία τού στόλου απέκλεισαν το τορπιλοβόλο «Πέργαμος», στο οποίο

επέβαινε ο δικτάτορας και τον συνέλαβαν.

Βαριά φορτηγά του ενάμιση τόνου, με συμπαγή ελαστικά και επένδυση από

αλεξίσφαιρη λαμαρίνα· τα πρώτα τεθωρακισμένα οχήματα του Ελληνικού Στρατού δεν

χρησιμοποιήθηκαν ποτέ σε συνθήκες πραγματικού πολέμου. Τον Ιούνιο του 1925,

εγκαινιάζοντας μια μακρά μελανή παράδοση, βγήκαν για πρώτη φορά στους δρόμους

προκειμένου να στηρίξουν ένα πραξικόπημα

Απολογούμενος, αρνήθηκε ότι είχε ανατρέψει ένα νόμιμο καθεστώς, με τη

χαρακτηριστική φράση «Υπήρξα και εγώ μία ανωμαλία εν μέσω των τόσων

άλλων». Αρχικά είχε παραπεμφθεί για πολιτικά εγκλήματα, τα οποία όμως

θεωρήθηκε ότι είχαν αμνηστευθεί, και τελικώς καταδικάστηκε μόνον για ορισμένες

πράξεις που κρίθηκε ότι ζημίωσαν το Δημόσιο (υπόθεση καζίνου Ελευσίνας,

σύμβαση εριουργίας Κυρκίνη και καταχρήσεις εις βάρος του κρατικού

συναλλάγματος). Παρέμεινε κρατούμενος επί δύο έτη και αποφυλακίστηκε με τον

σχηματισμό της κυβέρνησης Βενιζέλου τον Ιούλιο του 1928, αλλά ο διάττων αστήρ

του, προϊόν της ελληνικής ιδιοτυπίας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού

Μεσοπολέμου, αφού διέγραψε μια σύντομη όσο και εντυπωσιακή τροχιά επί του

πολιτικού στερεώματος της χώρας, είχε πλέον συντριβεί οριστικά.

Έκτοτε έζησε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής ιδιωτεύοντας έως το 1950, οπότε

και εκμεταλλευόμενος το μετεμφυλιακό κλίμα επιχείρησε να συμμετάσχει

ανεπιτυχώς στις εκλογές. Με κλονισμένη την υγεία του, αποσύρθηκε λίγο αργότερα

στην Κηφισιά, όπου και απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 1952, σε ηλικία 74 ετών.

* Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι ιστορικός, ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών