Wall Street. Ακόμη και αν το αμερικανικό Χρηματιστήριο σημειώσει μεγάλη

πτώση, δεν είναι ικανό να πλήξει την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία

Την περασμένη Τρίτη ήταν η δωδέκατη επέτειος της «Μαύρης Δευτέρας», της

δραματικής ημέρας του 1987 όπου οι τιμές των μετοχών στη Γουώλ Στρητ, στο

Λονδίνο και στην υπόλοιπη Ευρώπη σημείωσαν πτώση άνω του 20%, σφραγίζοντας το

τέλος της χρηματιστηριακής απογείωσης της δεκαετίας του ’80.

Αύριο είναι η 70ή επέτειος της «Μαύρης Πέμπτης», της ημέρας του 1929 που η

πρωτοφανής κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης προκάλεσε παγκόσμιο

πανικό και αποτέλεσε την απαρχή της οικονομικής κρίσης, η οποία τελικά οδήγησε

στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το περασμένο Σάββατο ήταν η δέκατη επέτειος του πανικού που εκδηλώθηκε στη

χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης, όταν οι Ιάπωνες δανειστές απέσυραν τη

στήριξή τους στους Αμερικανούς που αγόραζαν μετοχές με δάνεια, σφραγίζοντας το

τέλος της εποχής της τεράστιας παγκόσμιας πίστωσης, τα έμμεσα αποτελέσματα της

οποίας περιλαμβάνουν την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στη Βρετανία, την

κρίση στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και ίσως την πτώση της

Μάργκαρετ Θάτσερ από την εξουσία.

Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1987 αναβίωσε η μυθολογία του «Μαύρου

Οκτώβρη». Και αυτό διότι αυτόν τον μήνα του έτους συνέβησαν τόσο πολλές

χρηματιστηριακές κρίσεις. Η δική μου καταμέτρηση των φθινοπωρινών

χρηματιστηριακών κρίσεων ­ οι οποίες περιλαμβάνουν τον Σεπτέμβριο και τον

Οκτώβριο ­ δείχνουν έξι μίνι κραχ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκατεσσάρων

χρόνων. Αυτή η καταμέτρηση δεν περιλαμβάνει τη συναλλαγματική κρίση στη

Βρετανία, αλλά περιλαμβάνει τη διάρκειας μίας ημέρας χρηματιστηριακή κρίση στη

Γουώλ Στρητ τον Σεπτέμβριο του 1986, περίπου ένα χρόνο πριν από το κραχ του

Οκτωβρίου 1987.

Η πρώτη μου αντίδραση μετά την καταμέτρηση όλων αυτών των κρίσεων ήταν να

θυμηθώ τα λόγια του Πωλ Σάμιουελσον, του πρώτου Αμερικανού που κέρδισε το

Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας: «Η χρηματιστηριακή αγορά είναι ένας εξαιρετικός

προφήτης των οικονομικών εξελίξεων. Έχει προβλέψει τουλάχιστον τρεις από τις

τελευταίες έξι οικονομικές κρίσεις».

Οι χρηματιστηριακές αγορές στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία

σημείωσαν απότομες πτώσεις την τελευταία εβδομάδα. Μήπως πρέπει να ανησυχούμε;

Ή μήπως είναι προτιμότερο να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα από αυτές;

Νέο ξεκίνημα

Ξεκινώντας με το σχετικά ήσσονος σημασίας θέμα της «φθινοπωρινής» γρουσουζιάς,

είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίο μεγάλες αστάθειες

εκδηλώνονται την περίοδο που όλοι μας επανεξετάζουμε τη στρατηγική μας και τα

σχέδιά μας για τη ζωή: την περίοδο μετά τις καλοκαιρινές διακοπές και την

έναρξη μιας νέας χρονιάς.

Αγνοώντας όμως αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αρχών του φθινοπώρου,

πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνουν αυτές οι χρηματιστηριακές αστάθειες για το

μέλλον της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας. Πρέπει επίσης να

αναρωτηθούμε τι μας λέει η κατάσταση της αμερικανικής και της παγκόσμιας

οικονομίας για το μέλλον των αγορών. Η εύκολη απάντηση είναι «ότι κανείς δεν

ξέρει». Υπάρχει όμως κάτι που μπορεί να μας δώσει απάντηση. Οι τιμές των

μετοχών όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στην Ιαπωνία, στη Βρετανία και στην

υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα κέρδη των

επιχειρήσεων. Αυτό δείχνει ότι η πρόσφατη διόρθωση των τιμών των μετοχών

μπορεί να συνεχιστεί. Και ειδικότερα στις πιο υπερτιμημένες μετοχές όπως αυτές

των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και του Ίντερνετ.

Ωστόσο, εκτός του τεχνολογικού κλάδου, πολλές μετοχές θα επιστρέψουν σε

ιστορικά «λογικές» τιμές, αν χάσουν ένα επιπλέον 10% ή και περισσότερο. Μήπως

η πτώση θα σταματήσει σε αυτά τα επίπεδα ή τελικά θα εξελιχθεί σε μια μόνιμα

πτωτική αγορά (bear market);

Η απάντηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που η αμερικανική και η

παγκόσμια οικονομίας θα αντιδράσουν στην πτώση των τιμών των μετοχών. Αν η

παγκόσμια οικονομία ήταν επιρρεπής σε μια πτώση της τάξεως του 10%, 20% ή 30%

στις τιμές των μετοχών, τότε είναι εύκολο να πει κάποιος ότι μια κίνηση που

ξεκίνησε σαν μια τυπική διόρθωση μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο

καταστροφικό ­ μια συνεχής πτωτική αγορά που μπορεί να προκαλέσει μεγάλες

ζημίες στην αμερικανική και στην παγκόσμια οικονομία.

Αυτό φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να συμβεί. Ακόμη και αν οι τιμές των μετοχών

πέσουν στη Γουώλ Στρητ κατά 30%, δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να διακοπεί η

ταχύτατη πορεία ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Και από τη στιγμή που

οι Αμερικανοί είναι πολύ πιο συνδεδεμένοι με τον χρηματιστηριακό πλούτο από

οποιονδήποτε άλλο λαό αυτού του πλανήτη, η επίδραση μιας χρηματιστηριακής

διόρθωσης στην παγκόσμια οικονομία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις

επιπτώσεις που θα έχει στην αμερικανική οικονομία.

Οι λόγοι

Υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι αμφισβήτησης των καταστροφολογικών προφητών

που υποστηρίζουν ότι μια σημαντική διόρθωση στη Γουόλ Στρητ μπορεί να

προκαλέσει μια οικονομική επιβράδυνση ή ακόμη και κρίση ανάλογη με αυτήν που

ξέσπασε στην Ιαπωνία μετά την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου του Τόκιο, τον

Ιανουάριο του 1990.

Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η επίδραση του χρηματιστηριακού

πλούτου στην αύξηση της κατανάλωσης που με τη σειρά της επιταχύνει την

οικονομική δραστηριότητα. Ο δεύτερος λόγος αισιοδοξίας είναι ότι η

Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, η FED, θα είναι πρόθυμη να

διοχετεύσει χρήμα στην αμερικανική οικονομία, αν η κατανάλωση και οι

επενδύσεις απειληθούν από μια χρηματιστηριακή κρίση. Προς το παρόν, το βασικό

πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας είναι η υπερβολική και όχι χαμηλή ζήτηση.

Η υπερβολική ζήτηση είναι και το βασικό εμπόδιο για την ελευθερία κινήσεων της

FED. Αν μια χρηματιστηριακή πτώση θα έριχνε τη θερμοκρασία της οικονομίας, το

έργο της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας θα ήταν πολύ πιο εύκολο.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να ανησυχούμε για μια παγκόσμια

οικονομική κρίση είναι ότι η οικονομική ευπάθεια των Αμερικανών καταναλωτών

είναι πολύ πιο χαμηλή από όσο πιστεύουμε. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία δύο

χρόνια οι Αμερικανοί ξοδεύουν περισσότερα χρήματα από το εισόδημά τους. Αυτές

όμως οι στατιστικές δημιουργούν παρερμηνείες. Παρά τον χαμηλό ρυθμό

αποταμίευσης, οι Αμερικανοί αύξησαν τον προσωπικό τους πλούτο πολύ πιο γρήγορα

από ό,τι τα χρέη μετά το 1995. Ακόμη και μια πτώση της τάξης του 60% στο

αμερικανικό Χρηματιστήριο θα αφήσει τους Αμερικανούς πολύ πιο πλούσιους σε

σχέση με οποιοδήποτε έτος πριν από το 1996.

Τέλος, υπάρχει μια γενικότερη σύγχυση σχετικά με τον κίνδυνο μιας μαζικής

αποχώρησης ξένων κεφαλαίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αλήθεια πως οι

Ηνωμένες Πολιτείες δανείζονται κάθε χρόνο ξένα κεφάλαια ύψους 300

δισεκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα του

ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, ένα ελάχιστο ποσοστό από αυτά τα

κεφάλαια καταλήγει στη Γουώλ Στρητ. Στην πραγματικότητα, η παλαιότερη αποφυγή

των ξένων επενδυτών να τοποθετηθούν μαζικά στο αμερικανικό Χρηματιστήριο

αποδείχθηκε μοχλός για τη θεματική άνοδο της Γουόλ Στρητ, καθώς αυτοί οι ίδιοι

έχουν μπει δυναμικά τα τελευταία χρόνια σε αμερικανικές μετοχές.

Η τελευταία έκθεση της Μέριλ Λιντς για τους θεσμικούς επενδυτές έδειξε ότι

σχεδόν όλοι τους είναι αρνητικοί σχετικά με τη Νέα Υόρκη και σκοπεύουν να

πουλήσουν τις αμερικανικές μετοχές τους. Με τους ξένους να έχουν τοποθετήσει

περιορισμένα κεφάλαια στη Γουόλ Στρητ, μια χρηματιστηριακή διόρθωση θα έχει

μικρή άμεση επίδραση στην εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ.

Το αν η Γουώλ Στρητ θα βυθιστεί ή θα ανακάμψει είναι περισσότερο ψυχολογικό

και λιγότερο οικονομικό ερώτημα. Ακόμη και στην περίπτωση που οι τιμές των

μετοχών σημειώσουν μεγάλη πτώση, δεν είναι ικανές να προκαλέσουν σοβαρές

ζημίες στην αμερικανική ή στην παγκόσμια οικονομία.

* Ο Anatole Kaletsky είναι οικονομικός συντάκτης της βρετανικής εφημερίδας

«The Times»