* Η ΔΙΑΣΩΣΗ

Πίστευε ότι ήταν στο σπίτι της

Σαράντα έξι ώρες μέσα στα ερείπια της Ρικομέξ έμεινε η Εύη Σοφίλου. Επί

τριάντα τρεις ώρες κανείς δεν ήξερε αν βρισκόταν στη ζωή. Οι προσπάθειες για

τη σωτηρία της, που συγκλόνισαν την Ελλάδα, άρχισαν γύρω στα μεσάνυχτα της

Τετάρτης. Μία ώρα νωρίτερα είχαν εντοπιστεί ίχνη ζωής κάτω από τους τόνους του μπετόν.

Τότε τα σκυλιά του γαλλικού σωστικού συνεργείου γαβγίζουν επίμονα, πάνω από

ένα συγκεκριμένο σημείο των ερειπίων της Ρικομέξ. Οι προσπάθειες των ανδρών

επικεντρώνονται εκεί. Χρειάστηκε περίπου μία ώρα για να επιβεβαιωθεί πως τα

εκπαιδευμένα σκυλιά είχαν πράγματι εντοπίσει έναν άνθρωπο.

Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Οι Γάλλοι έχουν κόψει ένα τμήμα της πλάκας και φωνάζουν

περιμένοντας μια φωνή. Απομακρύνουν από το σημείο μπάζα και πράγματα που

δείχνουν ότι τα συνεργεία βρίσκονταν κοντά σε χώρο γραφείων. Μια αδύναμη

γυναικεία φωνή ακούγεται. «Βοήθεια». Κάθε δραστηριότητα σταματά. Η

Ελληνογαλλίδα Καρμέλα Ταταμένη-Γαρμπίλα, μέλος του συλλόγου εθελοντών «Φίλοι

του Δάσους», πλησιάζει το σωστικό συνεργείο αμέσως μόλις αναζητήθηκε κάποιος

που να μιλά τη γλώσσα τους, για να γίνει η γέφυρα επικοινωνίας. Ρωτούν την

εγκλωβισμένη το όνομά της. «Εύη Σοφίλου», λέει και η ελπίδα ξυπνά για τους

συγγενείς της. Ο άνδρας της, δημοσιογράφος Χρήστος Βασιλόπουλος, που βρίσκεται

στη Ρικομέξ από την Τρίτη, πλησιάζει και προσπαθεί να ακούσει τη φωνή τής

αγαπημένης του. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σωτηρία της έχει αρχίσει ήδη.

Εύη Σοφίλου. Από τα χαλάσματα στο φως και στην αγκαλιά των ανθρώπων που την έσωσαν

Η 31χρονη κοπέλα απαντά στις ερωτήσεις. Όμως πιστεύει ότι βρίσκεται στο σπίτι

της. Δεν θυμάται τίποτα για την ώρα που έγινε το κακό. Της λένε ότι βρίσκεται

στο εργοστάσιο και της ζητούν να περιγράψει τι υπάρχει κοντά της. Η γυναίκα

επιμένει ότι βρίσκεται στο σπίτι της. Πιστεύει πως ό,τι είχε συμβεί, είχε

γίνει την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Είναι βέβαιη πως οι δικοί της άνθρωποι

έχουν σκοτωθεί. Ο εφιάλτης των 33 ωρών που ζούσε κάτω από τα ερείπια, χωρίς να

έχει εντοπιστεί, την είχε φέρει σε πλήρη σύγχυση. Της λένε πως όλοι είναι

καλά. «Είσαι στο εργοστάσιο», λέει η Καρμέλα. «Πού είναι η μαμά μου; Είναι

καλά;» ρωτά τον σύζυγό της που έχει γονατίσει πάνω από το σημείο που ακούει

την Εύη. Η Καρμέλα γυρίζει προς τους συγγενείς και αναζητεί τη μητέρα της. Η

γυναίκα βρίσκεται εκεί. Προσπαθεί να πλησιάσει. Για λόγους ασφαλείας δεν της

επιτρέπεται, αλλά η φωνή της καθησυχάζει για μερικά λεπτά την εγκλωβισμένη

κόρη της.

Το σωστικό συνεργείο έχει ανάψει έναν προβολέα.

­ Βλέπεις το φως;, ρωτά η διερμηνέας.

­ Ναι. Βλέπω θολά.

­ Είμαστε δίπλα σου. Σε λίγο θα είμαστε κοντά σου. Κουράγιο, κορίτσι μου.

Τα γεώφωνα βοηθούν τα συνεργεία να καταλάβουν ότι μικρή απόσταση τούς χωρίζει

από την Εύη.

Βήμα βήμα, σχεδόν με τα χέρια, Έλληνες και Γάλλοι αρχίζουν να κόβουν

κομματάκια την πλάκα πάνω από την κοπέλα και να τα απομακρύνουν. Δουλεύουν σε

δύο μεριές: η μία βρίσκεται κοντά στο κεφάλι της και η δεύτερη στα πόδια της.

Η ώρα φτάνει μία και μισή τα ξημερώματα. Τα συνεργεία έχουν πλέον οπτική επαφή

με την Εύη.

­ Έχω χτυπήσει στο κεφάλι, πονάει το μάτι μου, ακούγεται το κορίτσι.

­ Κουράγιο, φτάνουμε, της απαντούν.

Φτάνει περίπου πέντε το πρωί. Ένας από τους Γάλλους έχει κατέβει στην τρύπα,

που αργά και προσεκτικά από τον φόβο της υποχώρησης των μπαζών έχει

διανοιχτεί, με το κεφάλι προς τα κάτω.

­ Την βλέπω καθαρά, λέει.

­ Σε βλέπουμε. Κουράγιο. Υπάρχει τώρα κάποιος δίπλα σου. Τώρα θα σου πιάσει το χέρι.

Η Καρμέλα της μιλάει κοφτά και επιτακτικά. Προσπαθεί να την κάνει να ξαναβρεί

το κουράγιο της. Η εθελόντρια έχει πέσει μπρούμυτα, πάνω από την τρύπα.

­ Μου λέτε ψέματα. Δεν θα με βγάλετε.

­ Να μην ακούω βλακείες. Θα σε βγάλουμε ακόμη και με το ζόρι.

Πρώτη προτεραιότητα πλέον είναι να της δώσουν νερό.

­ Θα σου δώσουμε πρώτα νερό.

Το μπουκάλι κατεβαίνει. Η κοπέλα το τραβάει και προσπαθεί να πιει.

­ Πρόσεχε. Έχει καπάκι. Πρέπει να το βγάλεις… Ήπιες;

Ήπιε λίγο, απαντά ο Γάλλος που έχει κατέβει στην τρύπα και βλέπει την Εύη.

Το ξημέρωμα βρίσκει τα συνεργεία να εργάζονται πυρετωδώς. Οι κινήσεις τους

ωστόσο είναι βασανιστικά αργές, αφού ένα μικρό λάθος, ένας πιθανός

μετασεισμός, θα μπορούσαν να τα καταστρέψουν όλα.

Η ώρα έχει φτάσει έντεκα το πρωί. Ο αναισθησιολόγος του ΕΚΑΒ Αλέξανδρος

Καλογερομήτρος κατεβαίνει στην τρύπα και εξετάζει την κατάσταση της Εύης.

Προσπαθούν να διαπιστώσουν τα όρια της αντοχής της. Μετρά τους σφυγμούς της.

Ο γιατρός ανεβαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Ευτυχώς, αν και έχουν περάσει

πάνω από σαράντα ώρες, η κατάστασή της δεν είναι πολύ άσχημη. Έλληνες και

Γάλλοι μπαίνουν στην τελική ευθεία για να απεγκλωβίσουν την κοπέλα. Μία

σιδερένια δοκός εμποδίζει την ανάσυρση. Επιστρατεύεται ένας άνδρας των ΟΥΚ

ειδικά εκπαιδευμένος σε υποβρύχιες διασώσεις. Με οξυγόνο προσπαθεί να κόψει το κομμάτι.

Ο κομάντο βγαίνει και τη θέση του παίρνουν και πάλι άνδρες των σωστικών

συνεργείων. Απομακρύνουν τα τελευταία κομμάτια των ερειπίων πάνω από την κοπέλα.

Η ώρα είναι δωδεκάμισι. Καταβάλλεται προσπάθεια να κατεβάσουν φορείο στην

τρύπα. Δεν τα καταφέρνουν. Ο χρόνος κυλά γρήγορα. Ο Χρήστος Βασιλόπουλος

πέφτει στα γόνατα.

­ Μου λέτε ψέματα. Δεν θα με βγάλετε, ξαναλέει η Εύη.

­ Τώρα. Τώρα θα σε τραβήξουμε πάνω. Λίγη υπομονή, ακούγεται η διερμηνέας ­

φίλη πλέον, δεμένη με νήμα ζωής μαζί της.

Τα λεπτά περνούν. Στη μία παρά τέταρτο, σαράντα έξι ώρες μετά τον σεισμό, η

Εύη Σοφίλου ανασύρεται στην επιφάνεια. Η ανακούφιση εκδηλώνεται με

χειροκροτήματα, αγκαλιές και φιλιά. Η κοπέλα μεταφέρεται με φορείο στο

ασθενοφόρο και συνοδεία του συζύγου και των συγγενών της, που επιβιβάστηκαν

γρήγορα σ’ ένα τζιπ, μεταφέρεται στο ΚΑΤ.

* ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΕΣ

Ο Ανδρέας και η Ιωάννα ήταν δίπλα δίπλα στα ερείπια της Ρικομέξ

Ηρεμία και ξεκούραση: Για τον Ανδρέα Μάρκου ύστερα από τις εφιαλτικές ώρες

στα συντρίμμια της Ρικομέξ

Ο εφιάλτης είχε την ίδια διάρκεια και για τους δύο. Με διαφορά μόλις σαράντα

πέντε λεπτών. Δούλευαν και οι δύο στην Ρικομέξ την ώρα του σεισμού και

ανασύρθηκαν ζωντανοί από τα ερείπια περίπου την ίδια ώρα. Ο Ανδρέας Μάρκου και

η Ιωάννα Ματσιώκα βρίσκονται και στον ίδιο όροφο του νοσοκομείου. Τους

χωρίζουν μόνο μερικά δωμάτια.

Η Ιωάννα Ματσιώκα δούλευε στο λογιστήριο της Ρικομέξ και την ώρα του σεισμού

βρισκόταν στο γραφείο ενός συναδέλφου. Παρ’ όλο που έμεινε τριάντα τρεις ώρες

κάτω από τα ερείπια και έχει χτυπήσει το αριστερό της πόδι, οι συγγενείς και

οι φίλοι που είναι δίπλα της στο νοσοκομείο έλεγαν χθες «ότι είναι αρκετά

ήρεμη κι ότι θέλει να κοιμηθεί».

Όπως είπε στα «ΝΕΑ» ο σύζυγός της Δημήτρης Βουνάζος, «αυτή τη στιγμή είναι σε

καλή ψυχολογική κατάσταση, αλλά προσπαθούμε να μην συζητάμε το θέμα. Δεν

θέλουμε να της θυμίζουμε πάλι αυτά που πέρασε, γι΄ αυτό και δεν την αφήνουμε

να δει τηλεόραση. Κάποια στιγμή θα της μιλήσουμε για όλα». Η Ιωάννα άλλωστε

δεν μπορεί να ξεχάσει τους συναδέλφους της που χάθηκαν κάτω από τα συντρίμμια,

και κυρίως την αγαπημένη της φίλη Σάντρα Κοντού, που πέθανε στην αγκαλιά της

και ανασύρθηκε νεκρή λίγο μετά απ΄ την ίδια.

Ο σύζυγός της θυμάται τις ώρες της αγωνίας πριν από τον απεγκλωβισμό της

Ιωάννας. «Με κατέβασαν στο τούνελ για να μιλήσω μαζί της. Μου είπαν να της λέω

θετικά πράγματα. Ο καταπλακωμένος είναι συνήθως σε άσχημη κατάσταση και η

Ιωάννα εκείνες τις στιγμές πίστευε πως είχαν καταρρεύσει όλα, πως η Αθήνα είχε

καταστραφεί ολοκληρωτικά».

Λίγα μέτρα πιο μακριά, στο χειρουργικό, νοσηλεύεται ο Ανδρέας Μάρκου. Στο

πλευρό του βρίσκονται η σύζυγός του, η μητέρα του, ο γαμπρός του. Έχουν

περάσει μόλις μερικές ώρες από την διάσωσή και ο Ανδρέας τούς έχει μιλήσει

πολύ λίγο. Θεωρούν ωστόσο πως είναι τυχεροί μέσα στην ατυχία τους και

θυμούνται τις ώρες της αγωνίας. «Ήμασταν μπροστά στα συντρίμμια από το βράδυ

της Τρίτης μέχρι την Τετάρτη το βράδυ που ανασύρθηκε ο Ανδρέας και σκάβαμε με

τα χέρια μέσα στις πέτρες. Δόξα τω Θεώ, όμως. Ας είναι καλά όλοι οι άνθρωποι

της ΕΜΑΚ και των σωστικών συνεργείων. Τους ευχαριστούμε», λέει η σύζυγος του

Ανδρέα, Κυριακή Τσαρνά, που τρεις μέρες τώρα δεν έχει πει τίποτα στα δύο

εξάχρονα παιδιά της. «Τους είπα ότι ο μπαμπάς λείπει κι ότι χτύπησε λίγο το

πόδι του. Για τον σεισμό όμως, ούτε λόγος…».