Γενικός διευθυντής Τράπεζας Αττικής

Μετά την πώληση της Τράπεζας Κρήτης, και κυρίως τη συγχώνευση της Κτηματικής

με την Εθνική από τη μια μεριά και την αγορά της Ιονικής από την Πίστεως από

την άλλη, αλλάζουν δραστικά οι συνθήκες στον ελληνικό τραπεζικό χώρο. Νέες

ισορροπίες δημιουργούνται, ο ανταγωνισμός των τραπεζών παίρνει άλλη μορφή και

καινούργιες προοπτικές (προς το εξωτερικό κυρίως) παρουσιάζονται για τις

μεγάλες τράπεζες, ενώ έντονος προβληματισμός αναπτύσσεται για το μέλλον των

μεσαίων και μικρών τραπεζών.

Βέβαια ο ρόλος και η επιτυχία της κάθε τράπεζας θα εξαρτηθεί από την αντίδραση

της αγοράς και την ομαλή απορρόφηση των τραπεζών που συγχωνεύονται κατά τη

μεταβατική περίοδο, η οποία υπολογίζεται ότι θα διαρκέσει αρκετό χρόνο μέχρις

ότου οριοθετηθούν πλήρως οι ρόλοι των επιμέρους τραπεζών.

Οι πιθανές κινήσεις

Ενδιαφέρον είναι να δούμε το πώς αναμένεται να αντιδράσουν οι μικρές τράπεζες,

που άλλοι θεωρούν ότι θίγονται και άλλοι ότι ευνοούνται από τη δημιουργηθείσα

κατάσταση. Παραθέτουμε συνοπτικά τις πιθανές κινήσεις των μικρών τραπεζών:

Το πρώτο τους μέτρο αναμένεται να είναι η αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου,

ώστε να έχουν τα μέσα να δημιουργήσουν την απαραίτητη υποδομή σε συστήματα και

υπηρεσίες, που θα τους εξασφαλίσει τον ανταγωνισμό επί «ίσοις όροις» στον

τομέα της εξυπηρέτησης της πελατείας με τις πλέον αναπτυγμένες τεχνολογικά

τράπεζες. Επίσης θα επιδιώξουν την παροχή προς τους πελάτες τους ολοκληρωμένης

γκάμας τραπεζικών εξυπηρετήσεων, δεδομένου ότι δύσκολα θα σταθεί μια τράπεζα

που δεν θα καλύπτει το σύνολο των αναγκών της πελατείας της (κυρίως στο retail).

Δεύτερο μέτρο θα είναι το να αναπτύξουν συνεργασίες και στρατηγικές συμμαχίες

με άλλες τράπεζες, πιθανόν και με ανταλλαγή πακέτου μετοχών, με στόχο τη

δημιουργία κοινών θυγατρικών εταιρειών (π.χ. factoring, leasing, αμοιβαία,

χρηματιστηριακές) και την παροχή κοινών προϊόντων προς την πελατεία με

ευνοϊκούς όρους και χαμηλό κόστος. Ένα άλλο εξίσου σημαντικό μέτρο θεωρείται η

ειδίκευση μιας μικρής τράπεζας σε ορισμένους τομείς, στους οποίους έχει ή θα

αναπτύξει συγκριτικά πλεονεκτήματα (εξειδικευμένα στελέχη – τεχνογνωσία –

άριστη υλικοτεχνική υποδομή κ.λπ.), ώστε να προσφέρει στην αγορά μοναδικά

προϊόντα υψηλών προδιαγραφών και εξυπηρέτηση με πολύ ευνοϊκούς όρους

συνεργασίας. Επίσης τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα μιας μικρής τράπεζας, όπως

είναι η φιλική-προσωπική σχέση και η γρήγορη και άνετη εξυπηρέτηση των

πελατών, ενισχυμένα με τη σωστή επιλογή του προσωπικού και την κατάλληλη

εκπαίδευσή του, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση και την ανάπτυξή της.

Τέλος η ευελιξία, η οποία εκ των πραγμάτων περιορίζεται στις μεγάλες τράπεζες,

επιτρέπει σε μια μικρή τράπεζα να παίρνει πιο έγκαιρα αποφάσεις και, με την

προϋπόθεση τής σωστής λειτουργίας των καταστημάτων της, όχι μόνο να επιβιώνει

αλλά και να αναπτύσσεται με ρυθμούς συγκριτικά γρηγορότερους. Πάντοτε θα

υπάρχουν μικρές τράπεζες γιατί εξυπηρετούν ανάγκες που δεν καλύπτονται ή είναι

συμπληρωματικές εκείνων των μεγάλων τραπεζών. Οι τράπεζες αυτές, ως αντίβαρο

στα μεγέθη και το δίκτυο των μεγάλων τραπεζών, θα είναι σε θέση να παίξουν τον

ρόλο τους στην αγορά με επιτυχία.