Η φύση και η αποτίμηση της πολιτικής την περίοδο μετά το 1981 μέχρι σήμερα

βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο των αναλύσεων μεταξύ «αλλόθρησκων»,

«εικονοκλαστών» και «εικονομάχων».

Ο εναλλάσσονται στον διπλό ρόλο του μοιρολογητή και της Κασσάνδρας. Οι

εικονοκλάστες επιμένουν με απίστευτο πείσμα να συρρικνώσουν μια περίοδο

πολλαπλών αλλαγών σε μια οπτική λογιστικής και αριθμολογίας, πιστοί στο δόγμα

ότι οικονομία και κοινωνία είναι δύο διαφορετικές σφαίρες, από τις οποίες η

πρώτη πρέπει να κυριαρχεί πάνω στη δεύτερη. Οι εικονομάχοι με θρησκευτική

μονομανία θεωρούν πως η αναγνώριση των μεταχρονολογημένων επιταγών που

εκδόθηκαν μαζικά ως συμπλήρωμα μιας ολόκληρης πολιτικής, αποτελεί ιεροσυλία

που πρέπει να περάσει από την αναμονή μισού αιώνα στο Καθαρτήριο της ιστορίας,

πριν αναγνωριστεί τίμια και ξεκάθαρα, και ακόμα χωρίς τύψεις, είτε ως αναγκαίο

τίμημα μιας μεγάλης Αλλαγής είτε ως λάθος είτε ως αναγκαίο αποτέλεσμα του

εξοστρακισμού των δημοκρατικών δυνάμεων από την πολιτική διαχείριση της χώρας

σ’ ολόκληρη σχεδόν τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1981, είτε κάτι απ’ όλα

αυτά μαζί.

Κοινωνική πολιτική

Σε όλη τη διάρκεια από το 1981/2 μέχρι σήμερα, τα θέματα που δεσπόζουν και

συχνά, διχάζουν, αφορούν την ανάπτυξη, τη λιτότητα και τη βελτίωση του

βιοτικού επιπέδου, την κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, την ανταγωνιστικότητα.

Γύρω από την κοινωνική πολιτική ­ ένα μέρος της προφανώς ­ διατυπώθηκαν χθες

κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Έτσι στη

συνέχεια, θα γίνει μια προσπάθεια να οργανωθούν τα πιο σημαντικά θέματα σε

ενότητες που συνθέτουν όσο γίνεται την οικονομική, αλλά και κοινωνική

αριθμολογία των 18 χρόνων που πέρασαν.

Το Λούνα Παρκ αυτό των αριθμών έχει δύο άξονες, όπου ο ένας αφορά τις αμοιβές

και τη διανομή του εισοδήματος και ο δεύτερος την ανταγωνιστικότητα και τους

προωθητικούς της παράγοντες. Όλη σχεδόν η πληροφόρηση προέρχεται από την

πρόσφατη έκδοση «Η Ελληνική Οικονομία 1960-1997» του ΥΠΕΘΟ.

Το ερώτημα για τα πραγματικά εισοδήματα και τη διανομή εισοδήματος αγκαλιάζει

περισσότερα ζητήματα, όπως:

α) Αν και πόσο αυξάνουν:

­ οι πραγματικές αμοιβές της εργασίας

­ τα εισοδήματα εκτός εργασίας

­ το μερίδιο των αμοιβών εργασίας στο σύνολο του διαθέσιμου εισοδήματος της χώρας.

β) Πώς διαμορφώνονται τα μεγέθη της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας,

καθώς και των δαπανών για τόκους, και τι σημαίνει αυτό για την κοινωνική

πολιτική με την ευρύτερη δυνατή της έννοια.

γ) Πώς εξελίσσεται η απασχόληση και το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας,

που σημαίνει μηδενισμό σχεδόν εισοδήματος.

Οι απαντήσεις στα σημεία αυτά συνοψίζονται στα εξής:

* Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν μεταβάλλεται με +0,2% κατά μέσο όρο κάθε χρόνο το

1982-89, με -0,1% το 1990-93 και με +1,0% το 1994-97, αντίστοιχα.

* Οι αμοιβές της εργασίας κατά κεφαλήν μεταβάλλονται με +1,3% κατά μέσο όρο

κάθε χρόνο στην πρώτη περίοδο, κατά -3,3% το 1990-93 και κατά +3,0% το 1994-97.

Εισοδήματα και αμοιβές


Τα εισοδήματα εκτός εργασίας (τόκοι, κέρδη, κ.λπ.) μεταβάλλονται με +0,3% στην

πρώτη, με +2,9% στη δεύτερη και με -1,1% στην τρίτη περίοδο.

* Το μερίδιο των αμοιβών της εργασίας στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα (δηλ.

μετά τη φορολογία) αυξάνει από το 35,3% το 1981 στο 38,8% το 1989, μειώνεται

στο 34,9% το 1992/3, για να αυξηθεί στο 41,2% το 1997. Αυτό σημαίνει ότι το

1997 οι εργαζόμενοι παίρνουν 1,7 τρισ. δρχ. παραπάνω απ’ ό,τι αν ίσχυε η

κατανομή του 1993 και 645 δισ. δρχ. περισσότερο, αν ίσχυε η κατανομή του 1989.

* Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 141,6 χιλιάδες μεταξύ 1981-89, κατά 49,3

χιλιάδες μεταξύ 1989 και 1993 και κατά 133,9 χιλιάδες μεταξύ 1993 και 1997

* Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 18,5 χιλιάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο στην πρώτη,

κατά 25,5 χιλιάδες στη δεύτερη και κατά 10,5 χιλιάδες στην τρίτη περίοδο, αντίστοιχα.

* Η φορολογική συνεισφορά ­ δηλαδή η δυνατότητα χρηματοδότησης κάθε

λειτουργίας του κράτους ­ αυξάνει από το 16% του ΑΕΠ το 1981 στο 18% το 1989,

στο 21,5% το 1993 και στο 23% το 1997. Η συμβολή αυτή κυμαίνεται στις χώρες με

πολύ υψηλότερο ΑΕΠ και ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος από 24% μέχρι 36%

(Σουηδία) ή και 50% (Δανία).

* Το βάρος της πληρωμής τόκων στους δανειστές του κράτους αυξάνει από 2,2% το

1981 στο 5,9% το 1989, στο 11% το 1993 για να αρχίσει να μειώνεται από το 1996

και να είναι 9,8% το 1997.

Καθώς μια μόνο φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας έβρεξε ο Θεός μάννα από τον

ουρανό και από κει και πέρα η μυθική και ταλαίπωρη έννοια της ανάπτυξης και

της σύγκλισης συνδέονται με επενδύσεις, αποταμίευση και ανταγωνιστικότητα,

ακολουθούν τρεις ακόμα διαπιστώσεις:

* Οι συνολικές επενδύσεις εξελίχθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -2,5% το

1982-87, με +1% το 1989-93 και +7,1% το 1994-97.

* Η αποταμίευση του κρατικού τομέα στη χρηματοδότηση των επενδύσεων, δηλαδή

του κεντρικού μοχλού της ανάπτυξης ήταν αρνητική ως εξής: -3,8% το 1981,

-10,3% το 1989, -8% το 1993 και -1,7% το 1997.

* Το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών

(δηλαδή ένα κριτήριο ανταγωνιστικότητας) αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ από το

3,7% το 1981 στο 9,2% το 1989, σταθεροποιήθηκε στο 9,5% το 1992/3 και μειώθηκε

στο 8,3 το 1997.

Οικονομικά προβλήματα

Η αριθμητική λογική σίγουρα αφήνει έξω από την οπτική οικονομικά και κοινωνικά

προβλήματα και κοινωνικές δυναμικές, που απαιτούν μια πιο διεισδυτική ανάλυση.

Δίνει όμως ένα ισχυρό στίγμα για πολλές εξελίξεις και ιδιαίτερα για μεταβολές

που σημειώνονται. Μεταβολές, που δεν είναι αδιάφορες για κοινωνικές και

πολιτικές εξελίξεις.

Τα πολιτικά συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από τα παραπάνω για το είδος

της πολιτικής και τις επιδόσεις που σφράγισαν τις διάφορες περιόδους των δύο

τελευταίων δεκαετιών, είναι πολλά, ορατά και σύνθετα. Όμως, στο έτος 1999, και

με ζητούμενο τη διεκδίκηση όρων ικανοποιητικής ανάπτυξης, χαμηλής ανεργίας,

υψηλών αμοιβών των εργαζομένων, ποιότητας ζωής, καθημερινής ασφάλειας, και με

το φάσμα της αβεβαιότητας για τις εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας σ’ έναν

κόσμο ρευστό και εν μέρει ανεξέλεγκτο, η κοινωνία λίγο ενδιαφέρεται για την

παρελθοντολογία, τον βερμπαλισμό και την αριθμολογία.

Αυτό που ενδιαφέρει είναι προς τα πού πορευόμαστε ως κοινωνία, με ποιες

πραγματικές αξίες, με ποιο τρόπο, με τι περαιτέρω προοπτικές και με τι

σιγουριά. Ίσως η παρουσίαση που προηγήθηκε, να βοηθάει κάπως στις απαιτήσεις

σε τέτοια ερωτήματα.

* Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.