Γεννήθηκε κάτω από την Ακρόπολη, στο ναό των Αγίων Αποστόλων, καθώς ο

παππούς του ήταν παπάς και είχε μερικά κελιά για να μένει η οικογένεια. Ο

πατέρας του ήταν μουσικός, καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο, και συνθέτης. Ο Αλέκος

Φασιανός όμως δεν ακολούθησε τον δρόμο της τέχνης λόγω του πατέρα. Ούτε και

κάθησε να σκεφτεί για να πάρει κάποια σχετική απόφαση. «Δεν είναι θέμα

απόφασης, σε οδηγεί το πάθος σου». Και το δικό του πάθος ήταν ακριβώς να γίνει

ζωγράφος. Θέλει να μιλάει για την τέχνη του, καθώς και για την τέχνη του

Θεόφιλου και του Τσαρούχη. Έχει πολλές αντιρρήσεις όμως να πει για τα

μελλοντικά του σχέδια. Περνάει με δυο κουβέντες την ερώτηση για το μουσείο που

διαμορφώνει κοντά στην Ομόνοια, στο σπίτι που μεγάλωσε, αφού η οικογένεια

έφυγε από την Πλάκα, και αρνείται να πει κάτι περισσότερο για τα καλοκαιρινά

του σχέδια. «Δεν θέλω να απαντάω σε τέτοιες ερωτήσεις. Όλοι οι ζωγράφοι λένε

για να θαυμαστούν. Εγώ προτιμώ να κάνω και να φαίνεται».


ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ήταν στις τρεις ενός πολύ ζεστού μεσημεριού του Μαΐου, σ’ ένα

κορνιζάδικο στο Παγκράτι. «Στο ατελιέ μου», είχε πει στο τηλέφωνο ο Αλέκος

Φασιανός, αλλά μετά άλλαξε γνώμη. «Τι θα πει ατελιέ· εγώ δεν δουλεύω κάπου

συγκεκριμένα, δουλεύω όπου μου έρθει η έμπνευση». Ήρθε με κάποια καθυστέρηση,

φορώντας ένα μακρύ μαύρο παλτό και ένα χρυσό σκουλαρικάκι στο αυτί, δικής του

κατασκευής. «Θα βγεις με αυτό στις φωτογραφίες;», του κάνανε πλάκα οι φίλοι

του που ήταν παρόντες, αλλά εκείνος, χωρίς ούτε να χαμογελάσει, δεν έδωσε

σημασία. Φαίνεται όμως πως ήταν αντίδραση εκείνης της στιγμής. Γιατί οι φίλοι

του όλη την ώρα τον πείραζαν, αφήνοντας να φανεί ότι τα συνηθίζουν τα

καλαμπούρια στην παρέα τους. Και ο Αλέκος Φασιανός, μπορεί να παρέμενε

σοβαρός, αλλά καθόλου δεν έδειχνε να ενοχλείται. Άλλωστε, όσοι βρίσκονται

κοντά του, έχουν να λένε ότι του αρέσει να παίζει. «Το να ζεις με τον Αλέκο

είναι το πιο εύκολο πράγμα, γιατί είναι ένα συνεχές παιχνίδι», είπε η γυναίκα

του. Το ίδιο «λένε» και οι φωτογραφίες στον τοίχο του κορνιζάδικου, όπου ο

ζωγράφος έχει προσθέσει φτερά αγγέλων και αρχαϊκούς χιτώνες στα πρόσωπα,

επιβεβαιώνοντας την όρεξή του για παιχνίδι.

Η ατυχία ήταν ότι εκείνη την ημέρα η διάθεσή του ήταν κάπως γκρινιάρικη. Στην

αρχή, «α, δεν μπορώ, δεν έχω τόση ώρα για τη συνέντευξη, έχω δουλειά» ­ τελικά

μείναμε μαζί περίπου τρεις ώρες. Μετά, «να έρθει άλλη μέρα ο φωτογράφος» ή «να

περιμένει να τελειώσουμε τη συνέντευξη για να κάνουμε τις φωτογραφίες» ­

τελικά δέχτηκε να βγούμε έξω να φωτογραφηθεί. Στο Καλλιμάρμαρο συμφωνήσαμε,

στη διαδρομή άλλαξε γνώμη ­ «τι σχέση έχω εγώ με το στάδιο» ­ μετακινηθήκαμε

προς το περίπτερο της Βασ. Κωνσταντίνου, «είχα κάνει μια παρόμοια φωτογράφηση

στο Παρίσι, ως λαθραναγνώστης, και ήταν πολύ ωραία». Στο περίπτερο κάνει πως

διαβάζει τις εφημερίδες, «να κρατάω «ΤΑ ΝΕΑ;»» ρωτάει, αλλά έχει αντιρρήσεις

για τον τρόπο που τον φωτογραφίζει ο Νίκος Χαλκιόπουλος. «Δεν πρέπει να με

παίρνεις από χαμηλά», η πρώτη παρατήρηση, «μη χρησιμοποιείς το φλας με τόσο

φως», δεν συμφωνεί με τις εξηγήσεις του φωτογράφου, ούτε που θέλουμε να

κάνουμε πολλές φωτογραφίες για να διαλέξουμε τις καλύτερες. «Δεν χρειάζονται

πολλές, όσες βγουν να είναι καλές».

Πίσω στο κορνιζάδικο για τη συνέντευξη. «Πειράζει να κουρεύομαι την ώρα που θα

μιλάμε;», ρωτάει κι επειδή δεν πειράζει, κάθεται σε ένα σκαμνί, τυλίγει στο

λαιμό του ένα χαρτί και ένας Πολωνός αρχίζει να τον κουρεύει. Η κουβέντα δεν

είναι εύκολη, κυλάει με πολλές αντιρρήσεις από την πλευρά του. Ίσως γιατί

περίμενε μια καλλιτεχνική συνέντευξη, καθώς δεν με άφησε να του εξηγήσω ότι

επρόκειτο για μια πιο προσωπική συζήτηση ­ «ξέρω, ξέρω» μου απάντησε.

«ΟΠΩΣ ΤΑ ΛΕΩ»

Συχνότερή του αντίδραση: «Μην πιάνεσαι από την τελευταία λέξη, ρώτα με κάτι

άλλο», όταν η ερώτηση έχει ως αφορμή κάτι από αυτά που λέει. Κάπου – κάπου

θυμώνει. Ή κάνει πως θυμώνει. Γιατί εκεί που υψώνει τη φωνή λίγο και αντιδρά,

ξαφνικά ξαναγυρνάει στα κανονικά επίπεδα για να πει: «Θα τα γράψετε αυτά που

λέω, έτσι όπως τα λέω όμως». Όπως όταν ρωτάω για τον γάμο του και μάλιστα σε

σχετικά μεγάλη ηλικία. «Θα απαντάω ό,τι θέλω εγώ, έτσι;» ξεκινάει και

«επιτίθεται»: «Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι πιο πολύ με ρωτάνε για

τέτοια θέματα παρά για τη ζωγραφική, με την οποία έχω παιδευτεί τόσα χρόνια.

Μήπως είναι κουτσομπολίστικη η ερώτηση; Και άμα θέλετε να ξέρετε, έχω

παντρευτεί μια γυναίκα η οποία είναι μικρότερή μου κατά πολλά χρόνια. Μήπως

θέλετε να ρωτήσετε για ποιο λόγο με παντρεύτηκε; Αλλά εγώ δεν έχω απαντήσει σε

κουτσομπολίστικα περιοδικά περί γάμου. Και είναι παράξενο που γίνεται μια

τέτοια συζήτηση τώρα, σε ένα θέμα που το βρίσκω και κουτό, γιατί ο καθένας

κάνει ό,τι τον ευχαριστεί. Δεν έκανα κάτι παράξενο». Τονίζει το «έκανα κάτι

φυσικό». Και μοιάζει να ενοχλείται από το «σχετικά μεγάλη ηλικία» γιατί

επανέρχεται σε αυτό ξανά και ξανά. «Σας φαίνομαι πολύ μεγάλος εγώ;», ρωτάει

κάποια άλλη στιγμή και επιμένει ότι δεν έχει σημασία η ηλικία. Δείχνει

ενοχλημένος από την ερώτηση, αλλά αργότερα προτείνει ο ίδιος να πάμε μαζί από

την γκαλερί της Μαρίζας, της γυναίκας του, για να μου πει κι εκείνη τη γνώμη

της για τον άνθρωπο Φασιανό και τον γάμο μαζί του. Άλλωστε όσο κι αν

γκρινιάζει, θέλει να μιλήσει γι’ αυτή τη γυναίκα, την οποία, είναι φανερό, πως

εκτιμά. «Είναι κι αυτή παιδική κι έτσι ταυτιζόμαστε, παρ’ όλο που εγώ είμαι

πιο μεγάλος. Και γνωρίζει από τέχνη κι έτσι είμαι μέσα σε αυτό το χώρο πάλι.

Δεν θέλω να πω ότι μια άσχετη γυναίκα δεν θα με καταλάβαινε, αλλά πρέπει να

καταλαβαίνεις κι εσύ τους άλλους ανθρώπους, όχι μόνο οι άλλοι εσένα».

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΘΟΣ

Στο μεταξύ η κουβέντα προχωράει, ο Πολωνός έχει τελειώσει το κούρεμα και ο

ζωγράφος μετακινείται προς τον μεγάλο πάγκο για να φάει. Συνεχίζουμε τη

συζήτηση εκεί, όρθιοι. Πλένει μια ντομάτα, την κόβει, θέλει όμως και κάτι

διαφορετικό. «Να βάλω και λίγη ζάχαρη. Ή μέλι. Ξέρεις τι ωραίο θα γίνει;».

Αργότερα θέλει να τα εξηγήσει αυτά. «Εγώ λέω και τέτοια, δεν είμαι

σοβαροφανής. Τα πράγματα δεν γίνονται με σοβαροφάνεια». Το γεύμα του είναι

λιτό ­ συνήθεια που την έχει από μικρός. Το λέει και ο ίδιος και οι φίλοι του.

«Μα και τώρα που κερδίζω χρήματα, το ίδιο τρώω που έτρωγα και παλιά». Και το

λέει γιατί δεν θέλει να συνδέσει με κανέναν τρόπο αυτό που κάνει και αγαπάει,

με βιοποριστικές ανάγκες. «Εγώ δεν σκεφτόμουν να ζήσω ή πώς να ζήσω. Το

μεγαλύτερό μου πάθος και το πρόβλημά μου ήταν το πώς θα γίνω ζωγράφος, όχι πώς

θα ζήσω». Σ’ αυτό το πάθος που ένιωθε από μικρός επανέρχεται και αργότερα. «Το

θέμα δεν είναι να βγάζεις χρήματα, αλλά να κάνεις τέχνη. Μπορεί να μη βγάλεις

ποτέ, μπορεί και να βγάλεις πολλά. Τι σημασία έχει αυτό; Καλύτερα να μιλάμε

για το πώς θα γίνεις καλλιτέχνης παρά πώς θα ζήσεις ως καλλιτέχνης».

«ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ…»

Τα λέει όλα αυτά με λόγια, αλλά τα επιβεβαιώνει και πρακτικά, καθώς φέρεται

σαν να μην υπολογίζει την αξία (όχι την καλλιτεχνική, αλλά την οικονομική) της

υπογραφής του. Κι έτσι, μόλις το μαγνητόφωνο κλείνει, λέει: «Μη φύγεις, μείνε

να με δεις να ζωγραφίζω». Και μέσα σε μισή ώρα περίπου ζωγραφίζει μια χούφτα

βερίκοκα που είχε αγοράσει πριν από λίγο και τα χαρίζει (τα ζωγραφισμένα) στο

φίλο του, ένα σχέδιο για να μου το προσφέρει, ένα τριαντάφυλλο που στεκόταν σε

ένα κομμένο μπουκάλι νερού, ένα από τα γνωστά του πρόσωπα σε ένα πορσελάνινο

τασάκι για έναν άλλο φίλο που ήρθε εκείνη τη στιγμή, ενώ ξαναβάζει σε έναν

πίνακά του που του έφεραν από μια γκαλερί την υπογραφή του γιατί ίσα – ίσα που φαινόταν.


«Δουλεύω όπου μου έρθει η έμπνευση»

Του αρέσει πολύ κάτι που έγραψε ο Ελύτης γι’ αυτόν. «Έχει γράψει στα Ανοιχτά

Χαρτιά ότι προχώρησα με το σπαθί μου, ανοίγοντας δρόμο». Και του αρέσει, γιατί

«αυτό που έγραψε με βοήθησε πολύ και προχώρησα μπροστά χωρίς να ακούω κανέναν.

Δάσκαλοι της τέχνης, που ήταν δογματικοί, έλεγαν μην ακούς τους ποιητές, αλλά

εγώ άκουσα τους ποιητές. Και ήταν αρκετοί, που ήταν φίλοι μου, και με

βοήθησαν. Ενώ οι δάσκαλοι της ζωγραφικής με απέτρεπαν».

Έτσι κι αλλιώς, όμως, ζωγράφος θα γινόταν. Γιατί δεν πιστεύει ότι είναι θέμα

απόφασης «σε οδηγεί το πάθος σου. Αποφάσεις παίρνουν εκείνοι που δεν έχουν

πάθος». Και γιατί «θέλησα να ζωγραφίσω για να αποτυπώνω τα συναισθήματά μου

και τις ωραίες εικόνες που έβλεπα. Δεν μ’ ενδιέφερε να αποκτήσω μια

δεξιοτεχνία. Προσπαθούσα να βρω πώς γίνεται ένα πράγμα, πώς είναι ένα

λουλούδι. Πήγαινα, έβρισκα ένα λουλούδι και το έφτιαχνα. Και έμενε μέσα στη

μνήμη μου. Δηλαδή, επεξεργαζόμουν τα πράγματα σαν ένας επιστήμονας. Όπως ο

χειρουργός ξέρει τι θα βρει αν κάνει μια τομή, έτσι κι εγώ ξέρω πως είναι τα

πράγματα. Και ήξερα να ζωγραφίζω πριν μπω στην Καλών Τεχνών. Γιατί παλιά, έτσι

κάνανε. Έμπαιναν 10 ετών στο ατελιέ και 16 ετών είχαν γίνει ζωγράφοι τέλειοι.

Ενώ τώρα πάνε 18 ετών και δεν γίνονται ποτέ».

ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ

Επιμένει πολύ στο ότι είναι αυτοδίδακτος. «Τη ζωγραφική δεν στη μαθαίνουν με

λόγια. Δεν γίνεται. Πρέπει να δεις και να αισθανθείς, να κατανοήσεις. Αυτό

έκανα εγώ». Μ’ αυτή την έννοια ονομάζει ως δασκάλους του, κατά κάποιο τρόπο,

τον Σεζάν και τον Βαν Γκογκ και τους καλλιτέχνες της Πομπηίας. «Βλέπεις,

βλέπεις και διδάσκεσαι από αυτά τα πράγματα. Έχω πάρει την έμπνευσή μου από

πάρα πολλούς, αλλά δεν φαίνεται αυτό. Γιατί έχω δημιουργήσει κάτι δικό μου. Το

σπουδαίο είναι να μη διαφαίνεται κάποια επιρροή. Τότε μόνο κάνεις κάτι

πρωτότυπο, γεννιέται ένα καινούργιο έργο. Άμα κάνω ένα έργο με επιρροές, τότε

δεν είμαι μεγάλος ζωγράφος». Μ’ αυτή τη λογική ξεκίνησε να φτιάχνει το δικό

του έργο, μικρός. Χωρίς να επηρεάζεται από τις δυσκολίες, όπως τότε που «ένα

απόβραδο που είχα βγάλει ένα έργο μου στην αυλή να στεγνώσει, ήρθε ο γαλατάς

και το πέρασε για χαλί και σκούπισε τα πόδια του».

Διδάχθηκε, λέει, από την πραγματικότητα και τη φύση. «Δεν μιμούμαι, όμως, αυτό

που βλέπω αλλά την έννοια αυτού του πράγματος. Όταν κάνω ένα πορτρέτο ενός

ανθρώπου, προσπαθώ να πιάνω τον ψυχικό του κόσμο και όχι αυτό που βλέπω. Γι’

αυτό μου λέγανε, α, δεν μοιάζει. Αλλά όταν περνούσαν τα χρόνια, ο ιδιοκτήτης

του πορτρέτου έβλεπε ότι έμοιαζε μ’ αυτό, επειδή είχε αλλάξει πρόσωπο και είχε

ξεχάσει πως ήταν τότε. Με είχαν πάρει μια φορά σε ένα βίντεο και είδα μετά τον

εαυτό μου και δεν τον αναγνώρισα, και λέω έτσι είμαι εγώ; Γιατί έχουμε άλλη

ιδέα του εσωτερικού μας εαυτού και άλλη του εξωτερικού».

ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ

Ο Αλέκος Φασιανός είναι ένας ζωγράφος του οποίου η τέχνη βρήκε ανταπόκριση και

εκτός συνόρων. Ίσως, γιατί ­ όπως λέει ­ είναι ανθρωποκεντρικός. «Ίσως, γιατί

το έργο μου το κάνω τόσο ανθρώπινο. Εγώ δεν κάνω αυτό που κάνουν οι άλλοι έξω,

κάνω το δικό μου έργο. Είμαι εθνικός και αυτό το εθνικό γίνεται διεθνές. Η

αρχαία ελληνική τέχνη δεν ήταν ελληνική και έγινε διεθνής; Αλλά το παρελθόν

και η αρχαία τέχνη και η βυζαντινή και όλες οι τέχνες είναι για να παίρνεις

διδάγματα και όχι να τις μιμείσαι. Γιατί αλίμονο αν πας να μιμηθείς έναν

αρχαίο. Και γιατί να τον μιμηθείς εάν έχεις κάτι δικό σου να δώσεις;»


Με τη Μελίνα και τον Γιάννη Τσαρούχη, που «σου άνοιγε δρόμους για να

ανακαλύψεις τον εαυτό σου»

ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ 17 χρόνων, όταν είδε για πρώτη φορά έργο του Γιάννη Τσαρούχη. Και

ύστερα από αυτό επεδίωξε να τον γνωρίσει. «Τότε η ζωγραφική ήταν κάτι

μετα-ιμπρεσιονιστικά έργα με τοπία, σε εκθέσεις στον Παρνασσό και δεν με

ικανοποιούσαν. Και είδα ένα έργο του κάπου στην οδό Ηρακλείτου, σε μια

γκαλερί, και τα έχασα. Ήταν ένας ΕΣΑτζής σε μαύρο φόντο με δυο κλαδιά φοίνικα

δεξιά και αριστερά. Και λέω, πω πω αυτό είναι ζωγραφική. Με συνετάραξε

απόλυτα. Και ήθελα να τον γνωρίσω».

Τον γνώρισε και γίνανε φίλοι. «Ο Τσαρούχης ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος.

Δεν τον ενδιέφερε να σου διδάξει αυτά που έκανε αυτός για να τον μιμηθείς,

αλλά αντιθέτως σου άνοιγε δρόμους για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου». Το πιο

σπουδαίο όμως κατά τον Αλέκο Φασιανό είναι αυτό που έδωσε ο Τσαρούχης στους

Έλληνες. «Τους βοήθησε να αποκτήσουν μια εθνική ζωγραφική συνείδηση. Που δεν

την είχαν πριν, γιατί μεγαλύτεροι ζωγράφοι θεωρούνταν εκείνοι που είχαν

σπουδάσει στο Μόναχο. Πράγμα υποτιμητικό γιατί πήγαν στο Μόναχο, μιμήθηκαν και

γύρισαν στην Ελλάδα να δώσουν τα φώτα, τα οποία κατά τη γνώμη μου τα έσβησαν.

Και βλέπουμε ξαφνικά να ξεπηδάει μια ελληνική εθνική τέχνη, από τον Θεόφιλο

και τον Τσαρούχη, από κει που δεν το περιμένεις».

Μιλάει γι’ αυτούς τους δυο ζωγράφους με θαυμασμό. Τους θεωρεί μεγάλους «γιατί

η τέχνη τους είναι μια αποκάλυψη, δεν είναι μίμηση, δεν φέρνει φαινόμενα

απέξω». Και γιατί «βγαίνει ένας φουστανελάς ξυπόλητος, με μια φουστανέλα λερή,

όπως μου ‘λεγε μια γρια στη Μυτιλήνη, και μας δίνει την ανάπλαση της ελληνικής

τέχνης και μας βγάζει από τη σκοτεινή περίοδο και τον βούρκο που ήμασταν

χωμένοι μέσα και δεν βλέπαμε τίποτα και καθάρισε διαμιάς ο ορίζοντας». Και

γιατί «μέσα από τη ζωγραφική του Θεόφιλου και του Τσαρούχη ανακαλύψαμε την

πραγματική έννοια της τέχνης».

Και όλα αυτά σε μια εποχή που ο Αλέκος Φασιανός ήθελε να ξεφύγει από την

Ελλάδα. «Δεν υπήρχε τίποτα εδώ, ούτε μια γκαλερί, μια αίθουσα όπου θα

μπορούσες να εκφράσεις, να δείξεις στον κόσμο την τέχνη σου. Ήθελα πολύ να πάω

έξω, επειδή γινόταν με τους άλλους καλλιτέχνες η αντιμαχία και ήθελα να δω τι

αξίζει το έργο μου. Να έρθω σε αντιπαράθεση με τους τεχνίτες που ακούγαμε

εδώ». Πράγμα που κατάφερε με μια υποτροφία του γαλλικού κράτους. «Έμεινα τρία

χρόνια στην αρχή και σιγά σιγά βρήκα γκαλερί και μπόρεσα να ζω από το έργο μου».

Το Παρίσι από τότε έγινε ο τόπος εργασίας του. Αλλά «ο χώρος έμπνευσής μου

είναι εδώ, η Ελλάδα, η γειτονιά μου, η γωνίτσα που βλέπω εδώ πέρα, αυτοί που

περνούν. Εκεί έχουν τον πύργο του Άιφελ, τι να ζωγραφίσω εγώ, τον πύργο; Αυτό

θα το κάνουν οι Παριζιάνοι ζωγράφοι. Εγώ ζωγραφίζω αυτά που βλέπω γύρω μου».