Το 1993, η εκλογή Κληρίδη σηματοδότησε στην Κύπρο τη δεξιά «Αλλαγή». Η νίκη

της συντηρητικής παράταξης, για πρώτη φορά στην ιστορία της, επισφράγισε τη

σταθερά ανοδική πορεία του ΔΗΣΥ: από το 27,6% των πρώτων, μετά το πραξικόπημα

και την εισβολή, βουλευτικών εκλογών του 1976, στο 36,7% που έλαβε ο κ.

Κληρίδης στον α’ γύρο των προεδρικών εκλογών.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ του κ. Κυπριανού (ύστερα από δύο σοβαρές εκλογικές ήττες μέσα σε δύο

χρόνια και μπροστά στον κίνδυνο επανεκλογής του κ. Βασιλείου) να στηρίξει στον

β’ γύρο την υποψηφιότητα Κληρίδη επέτρεψε την άνοδο της συντηρητικής παράταξης

στην εξουσία, σηματοδοτώντας, ταυτοχρόνως, το τέλος της Μακαριακής περιόδου.

Στην πενταετία της διακυβέρνησης Κληρίδη (1993-1998), η συγκυβέρνηση ΔΗΣΥ/ΔΗΚΟ

έδωσε ώθηση στη διαμόρφωση μιας κεντροδεξιάς προεδρικής πλειοψηφίας. Ο νέος

συσχετισμός που προέκυψε αντιστοιχούσε στην ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία

που ανέδειξε η νέα εποχή: πορεία προς την Ευρώπη, σύσφιγξη των σχέσεων με την

Ελλάδα, εδραίωση του ενιαίου αμυντικού χώρου. Οι τελευταίες βουλευτικές

εκλογές (Μάιος 1996) δεν δημιούργησαν κλυδωνισμούς στις δυνάμεις της

συγκυβέρνησης: παρά την απώλεια μιας έδρας από το ΔΗΚΟ, η κοινοβουλευτική

αυτοδυναμία διατηρήθηκε, ενώ τα δύο κόμματα συνεργάσθηκαν, εκ νέου, στην

εκλογή του προέδρου της Βουλής που προέκυψε.

ΤΡΙΓΜΟΙ

Εντούτοις, αυτή η διαφαινόμενη αποκρυστάλλωση ενός κεντροδεξιού άξονα στη

διακυβέρνηση της χώρας θα ακυρωθεί, με πρωτοβουλία του ΔΗΚΟ, μόλις τρεις μήνες

πριν από τις εκλογές (κατά τα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου). Λίγο μετά τη

δημοσιοποίηση των προθέσεων του κ. Κληρίδη να διεκδικήσει εκ νέου την

Προεδρία, η απόφασή του κ. Κυπριανού να αποχωρήσει το ΔΗΚΟ από την κυβέρνηση

και να στηρίξει, από κοινού με το ΑΚΕΛ, την υποψηφιότητα του κ. Ιακώβου,

προκάλεσε ισχυρότατους τριγμούς στην εκλογική βάση του κόμματος, οδήγησε στην

τριχοτόμησή της και ουσιαστικά σε διάσπαση: σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η

υποψηφιότητα του κ. Γαλανού, αντιπροέδρου του κόμματος και πρώην προέδρου της

Βουλής, που κατέρχεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος, συσπειρώνει περίπου το 1/4

των ψηφοφόρων του ’96, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,5%-4% του εκλογικού

σώματος1. Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνικής

βάσης του κόμματος, που τοποθετείται ιδεολογικά στο κεντροδεξιό τμήμα του

πολιτικού άξονα, δηλώνει «ικανοποιημένο», όχι μόνον από τη συγκυβέρνηση, αλλά

και από την Προεδρία Κληρίδη, ενώ ένα ­ όχι αμελητέο ­ τμήμα της (κυμαίνεται

μεταξύ 10%-20% των ψηφοφόρων του 1996) τείνει να διαρρέει, ήδη από τον α’

γύρο, προς τον κ. Κληρίδη.

Η ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ ΔΗΚΟ

Η συνοχή του ΔΗΚΟ: το κλειδί στην αναμέτρηση του πρώτου γύρου. Η εξαιρετικά

χαμηλή συσπείρωση του ΔΗΚΟ, που κυμάνθηκε στην απαρχή της προεκλογικής

περιόδου σε ποσοστό κάτω από 40% και σήμερα τοποθετείται σε επίπεδα της τάξης

του 50%-55% ­ φαινόμενο πρωτοφανές για τα κυπριακά εκλογικά δεδομένα ­

αναδεικνύεται στον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα για το αποτέλεσμα του α’

γύρου. Από την τελική του συσπείρωση θα κριθεί η σειρά κατάταξης των δύο

μονομάχων και κατά συνέπεια οι εντυπώσεις, εν όψει των σκληρών

διαπραγματεύσεων, που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν.

ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ

Αντίθετα με το ΔΗΚΟ, η εκλογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων παραμένει

εξαιρετικά συμπαγής και συσπειρωμένη, σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 90%,

δημιουργώντας έτσι μια εξαιρετικά ασταθή ισορροπία. Παρά την καθιέρωση της

απλής αναλογικής, το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών (Μάιος

1996) είχε οδηγήσει στην πολιτική ενίσχυση των δύο μεγάλων μαζικών κομμάτων

(ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ) και σε ενδυνάμωση του δικομματισμού και της πόλωσης Αριστεράς/Δεξιάς.

Στις βουλευτικές, η παράδοση των οριακών διαφορών, που κατά κανόνα

παρατηρούνται στις κυπριακές εκλογικές αναμετρήσεις, διατηρήθηκε και

αναμένεται να ισχύσει και σε αυτές τις εκλογές. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το

κόμμα που ίδρυσε ο κ. Κληρίδης, με 34,5%, παρέμεινε κυρίαρχο κόμμα στην

πολιτική σκηνή, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση, ενώ η κοινοβουλευτική του

ισχύς παρέμεινε αμετάβλητη (20 έδρες στις 56 που διαθέτει η κυπριακή Βουλή). Η

φθορά που υπέστη, 1,33%, θα πρέπει να θεωρηθεί φυσιολογική για ένα κόμμα που

ασκούσε τη διακυβέρνηση επί τρία χρόνια.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΚΕΛ

Από την άλλη πλευρά, το ΑΚΕΛ αποδείχθηκε το μόνο μεταξύ των τεσσάρων κομμάτων

του κομματικού συστήματος που σημείωσε άνοδο. Αυξάνοντας την επιρροή του σε

33% 2, κατόρθωσε να σμικρύνει την ψαλίδα από τον ΔΗΣΥ σε 1,5

εκατοστιαίες μονάδες και να εξισορροπήσει την επιρροή του πρώτου. Το ΑΚΕΛ,

έχοντας ξεπεράσει ομαλά την κρίση του 1989 (διάσπαση ΑΔΗΣΟΚ, κατάρρευση

ανατολικού μπλοκ) ανανέωσε σε μεγάλο βαθμό την ηγεσία του και την

Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Η στροφή στο ζήτημα της ευρωπαϊκής προοπτικής της

Κύπρου, αλλά και των σχέσεων με την Ελλάδα, περιόρισε την ιστορική του

περιχαράκωση και το ευνόησε εκλογικά. Η ενίσχυση του ΑΚΕΛ, μετά το 1995,

αποδίδεται σε δύο λόγους: α) στη στροφή του κόμματος στο θέμα της ένταξης στην

Ε.Ε. και των σχέσεων με την Ελλάδα, και β) στη «διεύρυνση» που πραγματοποίησε

με προσωπικότητες τού πέραν της Αριστεράς πολιτικού φάσματος. Ανεξάρτητα από

τη συμβολική και τη ρητορική του, το ΑΚΕΛ καταλαμβάνει στο κυπριακό κομματικό

σύστημα εκείνη τη θέση που με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα αντιστοιχεί στη

σοσιαλδημοκρατική οικογένεια.

Τόσο ο ΔΗΣΥ όσο και το ΑΚΕΛ παραμένουν τα μόνα μαζικά κόμματα της πολιτικής

σκηνής, τα οποία ευνοούνται και από τη διατήρηση της αντίθεσης

Αριστεράς/Δεξιάς, η οποία στο μέτρο που η διαχωριστική γραμμή

μακαριακής/αντιμακαριακής παράταξης εξαντλείται, αναγορεύεται σε κυρίαρχη.

Αντιθέτως, για τα δύο ενδιάμεσα κόμματα, το ΔΗΚΟ του κ. Κυπριανού, που

συμμετείχε μέχρι τον Νοέμβριο στη διακυβέρνηση3, όσο και για την

ΕΔΕΚ του κ. Β. Λυσσαρίδη4, που αποδείχθηκαν οι μεγάλοι χαμένοι των

βουλευτικών εκλογών, ίσως οι εκλογές της ερχόμενης Κυριακής αποδειχθούν η

τελευταία ευκαιρία. Το ΔΗΚΟ, που ακολουθεί φθίνουσα πορεία τα τελευταία

χρόνια, τείνει να καταγραφεί ως συμπληρωματική δύναμη. Υφίσταται απώλειες,

τόσο προς τον κ. Κληρίδη και τον ΔΗΣΥ, ο οποίος φαίνεται να απορροφά τμήμα της

εκλογικής του επιρροής, όσο και προς τον κ. Βασιλείου. Σε περίπτωση ήττας του

κ. Ιακώβου εγγράφεται το σοβαρό ενδεχόμενο της περαιτέρω αποδιάρθρωσης. Από

την άλλη πλευρά η ΕΔΕΚ βλέπει τις ιδέες της να υλοποιούνται από άλλους,

έχοντας, όμως, μείνει η ίδια εκτός διακυβέρνησης όλα αυτά τα χρόνια και

έχοντας υποστεί τα τελευταία χρόνια απώλειες κυρίως προς το ΑΚΕΛ, τη βασική

δύναμη – κορμό της Αριστεράς, επανήλθε στα επίπεδα επιρροής του 1981. Για

πρώτη φορά, όμως, αντιμετωπίζει σήμερα, με ρεαλιστικούς όρους, το ενδεχόμενο

συμμετοχής στη διακυβέρνηση.

ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΕ ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Το εκλογικό αποτέλεσμα των προηγούμενων προεδρικών εκλογών (1993), αλλά και

των τελευταίων βουλευτικών (1996), έχει θέσει σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα

του κυπριακού τετρακομματικού συστήματος (ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΑΚΕΛ), που

διαμορφώθηκε μετά τον θάνατο του Μακαρίου κατά τη δεκαετία 1981-91. Η πόλωση

που επικράτησε και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη ενός εντονότατου

διπολισμού στην πολιτική σκηνή, ενισχύθηκε με τη συγκυβέρνηση ΔΗΣΥ/ΔΗΚΟ, αλλά

και την αποδυνάμωση των ενδιάμεσων παραδοσιακών κομμάτων του Κέντρου (ΔΗΚΟ/ΕΔΕΚ).

Επιπρόσθετα, η εμφάνιση νέων μικρών κομμάτων, που αθροιστικά συγκέντρωσαν στις

βουλευτικές του ’96 περίπου 8%, η ­ για πρώτη φορά ­ διακριτή καταγραφή των

λευκών (1,6%), αλλά και η, διαχρονικά, σταθερή αύξηση της αποχής (αθροιστικά

10% του εκλογικού σώματος) αποτελούν νέο ποιοτικό δεδομένο για τα κυπριακά

εκλογικά δεδομένα, τουλάχιστον στο ιδεολογικό πεδίο. Είκοσι τέσσερα χρόνια

μετά την εισβολή έχουν εμφανισθεί, για πρώτη φορά, σημεία κόπωσης του

εκλογικού σώματος.

Το αίτημα ανανέωσης της πολιτικής ζωής και εκσυγχρονισμού των κομμάτων είναι

διάχυτο. Χωρίς να συνοδεύεται από μαζικά φαινόμενα απαξίωσης ή απόρριψης της

πολιτικής, παρατηρείται για πρώτη φορά στην Κύπρο υπολογίσιμη αποστασιοποίηση

των πολιτών από τα κόμματα. Ιδίως στη νεολαία και στη γενιά του ’74, που, ας

σημειωθεί, ψήφισε για πρώτη φορά στις προηγούμενες βουλευτικές.

Η εξαιρετική σταθερότητα που επιδεικνύουν διαχρονικά οι δύο βασικοί πόλοι του

κομματικού συστήματος δεν μειώνει, τουναντίον καθιστά εντελώς απαραίτητες, τις

κομματικές συμμαχίες.

Όσο πιο σταθερά είναι τα δύο μεγάλα κόμματα τόσο πιο ευμετάβλητη καθίσταται η

ισορροπία και τόσο περισσότερο οι μικρές αλλαγές παίζουν σημαντικότερο ρόλο.

Με βάση τον οριακό παραταξιακό συσχετισμό, που κατέγραψε το εκλογικό

αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών και την εξισορρόπηση δυνάμεων που επήλθε, η

έκβαση της επερχόμενης αναμέτρησης καθίσταται εξαιρετικά αβέβαιη. Ιδιαίτερα ως

προς την κρίσιμη διαφορά πρώτου/δεύτερου κόμματος, αλλά και τη σειρά

κατάταξης, οι διαθέσιμες δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται να παρέχουν αξιόπιστες και

μονοσήμαντες ενδείξεις.

ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 40%

Εάν οι τελευταίες επαληθευθούν, τότε οι δύο υποψήφιοι είναι πιθανόν να

κυμανθούν κατά τον πρώτο γύρο της αναμέτρησης σε επίπεδα της τάξης του

40%-41%.

Ο μεν κ. Ιακώβου, επωφελούμενος από την ανάκαμψη των ψηφοφόρων του ΔΗΚΟ, ο δε

κ. Κληρίδης από τις προτιμήσεις μιας μερίδας κεντρώων συντηρητικών ψηφοφόρων,

αλλά κυρίως των νέων ψηφοφόρων (περίπου 46.000)5, στους οποίους η

απήχησή του μπορεί να υπερβαίνει το 50% και λαμβάνει διαστάσεις πραγματικού

ιδεολογικού και εκλογικού ρεύματος.

Επομένως, η φύση του εκλογικού συστήματος (πλειοψηφικό σε δύο γύρους), αλλά

και ο ιστορικά διαμορφωμένος ιδεολογικός – πολιτικός συσχετισμός καθιστά για

άλλη μία φορά το ρόλο των μικρών κομμάτων χωρίς αμφιβολία αποφασιστικό.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αντίθετα με την Ελλάδα η προτίμηση της κοινής

γνώμης προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της

κυπριακής πολιτικής κουλτούρας.

Με πιθανότερο, ότι βάσει της πολιτικής – ιδεολογικής τους ταυτότητας οι

ψηφοφόροι των κ.κ. Γαλανού, Κουτσού6και Ρολάνδη (προέδρου των

Φιλελευθέρων) θα στραφούν προς τον κ. Κληρίδη, ιδιαίτερα καθοριστική έχει

καταστεί η θέση τόσο του κ. Λυσσαρίδη, που αυτή τη φορά εμφανίζεται

ενισχυμένος (συγκεντρώνει το 8%-9% των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος),

συσπειρώνοντας σε σημαντικό βαθμό τους ψηφοφόρους της ΕΔΕΚ όσο και του πρώην

προέδρου κ. Βασιλείου7, ο οποίος συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις

ποσοστό 4%-8% της διευκρινισμένης ψήφου και στον οποίο κατευθύνεται ένα

σημαντικό μερίδιο των διαρροών του ΑΚΕΛ.

Οι απόπειρες που καταβάλλονται για τη διαμόρφωση της νέας και περισσότερο

ευσταθούς προεδρικής πλειοψηφίας, πιθανώς να οδηγήσουν σε σύμπλευση Βασιλείου

– Λυσσαρίδη, ή και Γαλανού, με στόχο την ανασύνθεση του κεντρώου χώρου και

κατεύθυνση την ανάδειξη ενός φιλοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Η

αναδιάταξη του κομματικού συστήματος βρίσκεται επί θύραις.

Ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα, η αναδιάρθρωση της κυπριακής πολιτικής

σκηνής έχει ήδη πυροδοτηθεί.

Το ερώτημα αν αυτή θα επισυμβεί με ηγεμονεύουσα δύναμη τη Δεξιά ή την Αριστερά

παραμένει για τη δεύτερη εβδομάδα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 Ο κ. Γαλανός διαγράφηκε από το ΔΗΚΟ στις 9/1/98.

2 Κατά 2,4% σε σύγκριση με τις βουλευτικές του 1991, όπου είχε

καταλάβει τη δεύτερη θέση, με ποσοστό 30,6%.

3 Η εκλογική επιρροή του κόμματος περιορίστηκε από 19,6% στις βουλευτικές

του ’91, σε 16,4% στις βουλευτικές του ’96,

πίνακας 1.

4 Από 10,9% στις βουλευτικές του ’91 περιορίστηκε σε 8,1% στις

βουλευτικές του ’96, οπ. παρ.

5 Για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές ψηφίζουν και οι 18χρονοι.

6 Πρόεδρος των Νέων Οριζόντων, του μόνου πολιτικού σχήματος που

εξέφρασε ευθέως την αντιομοσπονδιακή λογική και έλαβε στις εκλογές

ποσοστό 1,7%, κυρίως από το χώρο του ΔΗΣΥ.

7 Ηγείται σήμερα των Ενωμένων Δημοκρατών (ΕΔΗ) – σχήμα που προέκυψε

μετά τις βουλευτικές εκλογές, από τη συγχώνευση του ΚΕΔ

με το ΑΔΗΣΟΚ.