«Η Τέχνη ανήκει σε όλους. Δεν μπορεί να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των

πλουσίων, όπως ακριβώς τα πολιτιστικά αγαθά δεν μπορούν να είναι προσωπική

ιδιοκτησία του συλλέκτη».

Είναι το «πιστεύω» τής κ. Ντόλλης Γουλανδρή, η οποία βραβεύεται από το Ίδρυμα

Ωνάση με το βραβείο για τον πολιτισμό, εξ ημισείας με τον μελετητή του

Βυζαντινού Πολιτισμού Sir Steven Runciman.

Έργο ζωής για την κ. Γουλανδρή το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ­ τα εκθέματα του

οποίου αντιπροσωπεύουν πέντε χιλιάδες χρόνια κυκλαδικού πολιτισμού ­ τής

προκαλεί μέχρι

σήμερα το ίδιο πάθος για δημιουργία, όπως τότε που κράτησε στα χέρια της το

πρώτο κυκλαδικό ειδώλιο και ένιωσε να τη συγκινεί η απλή και λιτή γραμμή του.

«Έχουμε μεγάλους στόχους για το μουσείο. Κατ’ αρχήν το θέλουμε όσο πιο ανοικτό

και προσιτό στο ευρύ κοινό και, δεύτερον, θέλουμε να το μεταβάλουμε σε διεθνές

κέντρο μελέτης του Κυκλαδικού Πολιτισμού. Σ’ αυτήν την προσπάθεια πιστεύουμε

στην αμέριστη, ηθική συμπαράσταση της Πολιτείας, όπως ακριβώς και στα ένδεκα

χρόνια λειτουργίας του μουσείου, χωρίς καμιά κρατική επιχορήγηση, αλλά πάντοτε

με την Πολιτεία στο πλευρό μας».

ΤΡΙΑΝΤΑ πέντε χρόνια πριν. Ο Νίκος και η Ντόλλη Γουλανδρή αρμενίζουν στο

Αιγαίο Πέλαγος ­ που τόσο αγαπούν ­ και σταθμεύουν στην Ηρακλειά. Ένα

πανέμορφο, τόσο δα νησάκι, το οποίο ακόμη μέχρι σήμερα ελάχιστοι Έλληνες

γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι έχουν επισκεφθεί.

Ένας ντόπιος ψαράς τούς πλησίασε. Ήταν ήδη γνωστό ότι το ζευγάρι συνέλεγε

αρχαία αντικείμενα «… χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Μόνο από αγάπη για τα

ελληνικά έργα τέχνης, για την αισθητική απόλαυση, για τη χαρά των ματιών».

Κορωνίδα τής μέχρι τότε υποτυπώδους συλλογής τους, μια ερυθρόμορφη πελίκη του

5ου π.Χ. αιώνα. Το αντικείμενο όμως που τους έφερε εκείνος ο ψαράς δεν έμοιαζε

με κανένα άλλο: ένα μαρμάρινο ειδώλιο, χαρακτηριστικό δείγμα του κυκλαδικού πολιτισμού.

«Μόλις το πρωτοείδαμε μια βαθιά συγκίνηση κατακυρίευσε και τους δυο μας. Από

τη μια ήταν η απλή, λιτή, η ωραία γραμμή του. Από την άλλη το γεγονός ότι

εκείνο το ειδώλιο αντιπροσώπευε έναν χώρο που πολύ αγαπούσαμε, ο Νίκος κι εγώ.

Το Αιγαίο: δηλαδή το απόλυτο μπλε της θάλασσας, το απόλυτο γκρι του βράχου και

του γυμνού τοπίου. Χωρίς δεύτερη σκέψη και με μεγάλη χαρά το αγοράσαμε».

Ακριβά; «Έ όχι. Εκείνη την εποχή δεν ήταν ακριβά ακόμη». Δηλαδή; Διστάζει,

χαμογελάει και μετά… «μη μου ζητάτε να σας αποκαλύψω τα μυστικά του «επαγγέλματος»»…

Η πρώτη εκείνη χαρά στο αντίκρυσμα του ειδωλίου μετεξελίχθηκε γρήγορα σε πάθος

για τη συλλογή μαρμάρινων ειδωλίων και άλλων σκευών του κυκλαδικού πολιτισμού,

που το 1962 απέκτησε και νομική υπόσταση, καθώς το Αρχαιολογικό Συμβούλιο

ενέκρινε «τη χορήγηση αδείας ιδιωτικού συλλογέως στην Αικατερίνη Ν.

Γουλανδρή». «Αυτό πλέον μας έδωσε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε στα νησιά να

ρωτάμε «έχετε τίποτα» και να συγκεντρώνουμε ­ καταγράφουμε και φωτογραφίζουμε

­ αρχαία αντικείμενα, που διαφορετικά θα έπαιρναν τον δρόμο για το εξωτερικό».

Ειδώλιο το ειδώλιο η συλλογή έφθασε γρήγορα τα… 300 κομμάτια, τα οποία

φιλοξενήθηκαν το 1978 στο Μουσείο Μπενάκη. Σε μια έκθεση που έμελλε να γίνει

σταθμός για την τύχη της συλλογής. «Ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση στο ευρύτερο

κοινό και στους ειδικούς, που πολλά μουσεία του εξωτερικού ζήτησαν να

παρουσιάσουν τα αντικείμενα του Κυκλαδικού Πολιτισμού». Και όπως λέει σήμερα η

κ. Γουλανδρή, «από τότε χρονολογείται η απόφασή μας να δημιουργήσουμε έναν

ειδικό χώρο για τη στέγασή τους ώστε να είναι προσιτά σε όλους».

Η συλλογή ταξίδευε επί πέντε χρόνια. Αρχικά στη National Gallery of Art της

Ουάσιγκτον και μετά στο Τόκιο, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, το Παρίσι. «Ειδικά

στην Ιαπωνία η επιτυχία ήταν τεράστια. Σε διάστημα πέντε εβδομάδων την

επισκέφθηκαν 150.000 άτομα. Η προϊστορική τους προέλευση ­ τέτοιες χρονολογίες

δεν συναντώνται στη δική τους ιστορία ­ και η λιτότητα της γραμμής τους, που

ταίριαζε απολύτως στην αισθητική των Ιαπώνων, έκανε την έκθεση πολύ δημοφιλή

στη χώρα αυτή. Με το τέλος αυτής της περιοδείας ξέραμε και οι δυο μας πολύ

καλά ότι τα εκθέματα δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο σπίτι μας…».

Από την ιδέα μέχρι την πραγματοποίησή της, το Μουσείο χρειάστηκε τέσσερα

χρόνια για να γίνει. Στο μεταξύ ο Νίκος Γουλανδρής πέθανε, αλλά η σύζυγός του

συνέχισε για να δει το «όνειρο της ζωής τους» να παίρνει σάρκα και οστά στο

ολομάρμαρο κτίριο της οδού Νεοφύτου Δούκα 4, έργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη

Βικέλα. «Το πίστευα ανέκαθεν στη ζωή μου κι εξακολουθώ να το πιστεύω.

Η Τέχνη ανήκει σε όλους. Όσο κι αν είναι ακριβή, δεν μπορεί να αποτελεί

αποκλειστικό προνόμιο των πλουσίων. Τώρα, αν οι πλούσιοι μπορούν να βοηθήσουν,

να συνεισφέρουν, ώστε η τέχνη να γίνει προσιτή και στους μη έχοντες, καλώς να

το κάνουν.

Επιμένω, όμως, ότι δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς πλούσιος για να καταλάβει

την Τέχνη και πολύ περισσότερο για να ικανοποιηθεί από αυτήν.

Είναι θέμα παιδείας και αισθητηρίων. Και τα δύο καλλιεργούνται».


ΣΗΜΕΡΑ, είναι περαστική από το μουσείο. Δεν έχει λίγες ώρες που επέστρεψε από

το Λονδίνο και ετοιμάζεται πυρετωδώς για λίγες «ολόδικές» της ημέρες

ξεκούρασης στο σπίτι της οικογένειας, στην Αντίπαρο. «Μου αρέσει πολύ να

ταξιδεύω και παρ’ όλο που σε κάθε ήπειρο βρίσκεις υπέροχα κι ενδιαφέροντα

μέρη, μπορώ να πω ότι η Άπω Ανατολή ασκεί μιαν ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου».

Αμερική, Καραϊβική, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία (οκτώ φορές έχει επισκεφθεί μόνον

αυτή τη χώρα), Λονδίνο, Αθήνα είναι ο καμβάς των «συνήθων ταξιδιών» της, τώρα

τα τελευταία χρόνια «που δεν ταξιδεύει τόσο συχνά όσο στο παρελθόν».

Όσο θυμάται τον εαυτό της, ήταν πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι. Γεννήθηκε στο

Λονδίνο, πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στην Αμερική. Ο πατέρας της

Ιωάννης Κουμάνταρος (από τους Βουτιανούς της Λακωνίας) φιλότεχνος και

συλλέκτης και ο ίδιος ταξίδευε συχνά για τις ανάγκες των επιχειρήσεών του,

παίρνοντας μαζί του όλη την οικογένειά του. «Κάθε φορά που βρισκόμασταν σε

καινούργια χώρα ή πόλη, το πρώτο πράγμα που έκανε ο πατέρας μου ήταν να μας

πάρει από το χέρι και να μας πάει στα μουσεία». Από την αγάπη του πατέρα της

για την Τέχνη, η Σπάρτη κέρδισε τη συλλογή πινάκων Ελλήνων και ξένων ζωγράφων

του 18ου και 19ου αιώνα, την οποία ο Κουμάνταρος δώρισε στην πόλη και στέγασε

σ’ ένα ωραιότατο νεοκλασικό κτίριο που αγόρασε και επισκεύασε η κόρη του.

Σε ηλικία δέκα χρόνων, η Ντόλλη βρίσκεται και πάλι στην Ελλάδα για λίγα χρόνια

ελληνοπρεπούς παιδείας στη Σχολή Μακρή ­ «στην οποία, μαζί με την κληρονομιά

από τον πατέρα μου, οφείλω την αγάπη μου για την Τέχνη» ­ και ύστερα από ένα

σύντομο διάλειμμα η οικογένεια φεύγει και πάλι, αμέσως μετά τον πόλεμο, για

την Αίγυπτο, τη Νότια Αφρική, την Αργεντινή και την Αμερική.

Η δεσποινίς Κουμάνταρου, όσο βρίσκεται στην Αργεντινή, παίρνει το δίπλωμά της

ως νοσοκόμα, πηγαίνοντας δε στην Αμερική γράφεται στην Ιατρική Σχολή του

Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το όνειρό της είναι να γίνει γιατρός.

Η γνωριμία της όμως με τον Νίκο Γουλανδρή, νέο, ωραίο και γόνο μιας από τις

μεγαλύτερες εφοπλιστικές οικογένειες της Ελλάδας, την στρέφει απλώς στο

«όνειρο της κοινής τους ζωής». «Τίποτα δεν πάει χαμένο», εξομολογείται σήμερα

η κ. Ντόλλη Γουλανδρή. «Το γεγονός ότι είχα γνώσεις νοσηλευτικής αποδείχτηκε

χρήσιμο όταν αρρώστησε ο άνδρας μου. Μου έδωσε και μένα τη δυνατότητα να τον

βοηθήσω και να τον περιποιηθώ με σωστό τρόπο».

Ο θάνατος του άνδρα της, το 1983, ήταν το σοκ της ζωής της… Έστρεψε όλο της

το ενδιαφέρον στην πραγματοποίηση του κοινού τους ονείρου, που ήταν η

δημιουργία του μουσείου (αφιερωμένου στη μνήμη του άνδρα της).

Μολονότι έχει ταξιδέψει πολύ και έχει ζήσει μακρά διαστήματα της ζωής της σε

διαφορετικά μέρη, δεν αισθάνεται πολίτης του κόσμου, αλλά πάντα Ελληνίδα και

μόνον Ελληνίδα. «Η νοσταλγία για την Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη στους Έλληνες

του εξωτερικού, οι οποίοι δείχνουν ν’ αγαπούν την πατρίδα περισσότερο από τους

μόνιμους κατοίκους της».

Γούστο, λέει, είναι η αρμονία, η καλαισθησία. Και από αυτήν την άποψη η Αθήνα

δεν μπορεί να θεωρηθεί μια πόλη με γούστο. Η ίδια όμως χαίρεται ιδιαιτέρως

κάθε που βρίσκεται εδώ. «Βεβαίως μ’ ενοχλεί ο θόρυβος, τα καυσαέρια, η σκόνη,

αλλά από την άλλη, τούτη η πόλη, είτε βρίσκεσαι στην Πλατεία Κολωνακίου είτε

στην Πλατεία Ομονοίας, έχει μια ζωντάνια… που δεν την βρίσκεις πουθενά αλλού

στον κόσμο».

Τι θ’ άλλαζε, αν μπορούσε, στην Αθήνα; Διστάζει χαμογελώντας. «Δεν θέλω να

μπαίνω στα χωράφια του κ. δημάρχου, αλλά… αυτά τα πεζοδρόμια είναι φοβερά.

Δεν μπορείς να περπατήσεις. Βεβαίως στη Βασιλίσσης Σοφίας τα διορθώσανε. Το

θέμα είναι να μην υπάρχει πεζοδρόμιο πουθενά στην πόλη με τα σημερινά χάλια».


ΜΕ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ στο χάρμα οφθαλμών γραφείο της, στο Μέγαρο Σταθάτου, που

επικοινωνεί υπογείως με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Άνθρωπος χαμηλών τόνων,

ευγενής. Δυσκολεύεται στη συνέντευξη. Αποφεύγει, λέει, συνήθως τη δημοσιότητα.

Πολλές φορές στην κουβέντα μας «απαντά» αντιστρέφοντας τις ερωτήσεις. Οι

μοναδικές στιγμές κατά τις οποίες εμφανίζεται λαλίστατη είναι εκείνες που

πρέπει να μιλήσει για το μουσείο.

Σάββατο μεσημέρι και ενώ έξω η Αθήνα ψήνεται στη ζέστη, μέσα στους τέσσερις

ορόφους του μουσείου η κίνηση είναι μεγάλη. «Έχουμε πάντα πολλή δουλειά.

Νομίζει κανείς ότι ένα μουσείο γίνεται όταν τοποθετηθούν τα έργα και τα

αντικείμενα κι αυτό ήταν όλο. Δεν είναι έτσι. Πρωτίστως, πρέπει να κρατηθεί ζωντανό».

Η ίδια παραμένει η άγρυπνη ψυχή του. «Η μετατροπή μίας ιδιωτικής συλλογής σ’

ένα σύγχρονο μουσείο, ανοικτό στο κοινό για παιδεία και ψυχαγωγία και προσιτό

στους επιστήμονες για μελέτη, δεν ήταν απλό και εύκολο εγχείρημα». Όμως αυτό

το μουσείο τής έχει δώσει πολλές χαρές. «Κατ’ αρχήν ταξιδέψαμε ­ με αφορμή το

μουσείο ­ πολύ στον κόσμο και γνωρίσαμε ωραία μέρη και υπέροχους ανθρώπους.

Δεύτερον, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση για κάποιον ­ όπως εγώ και

ο άνδρας μου ­ που πιστεύει πως τα πολιτιστικά αγαθά δεν μπορούν να είναι

προσωπική ιδιοκτησία του συλλέκτη, να βλέπει να πιάνει τόπο αυτή του η

πεποίθηση και ποσοτικά και ποιοτικά. Δεν είναι μόνον οι χιλιάδες επισκέπτες

που έχουν περάσει από το μουσείο στα ένδεκα χρόνια λειτουργίας του, είναι και

όλοι εκείνοι οι ­ Έλληνες και ξένοι ­ επιστήμονες, οι οποίοι προσεγγίζουν τα

εκθέματα με τον δικό τους βεβαίως τρόπο, ως φορείς πληροφοριών για τον

κυκλαδικό πολιτισμό της τρίτης, προ Χριστού, χιλιετίας. Και το σπουδαιότερο:

δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπεις τα μικρά παιδιά, που έρχονται

στο μουσείο για να πάρουν μέρος στα εκπαιδευτικά του προγράμματα, να παίζουν,

να γελούν, να τιτιβίζουν, να δημιουργούν, να «παιδεύονται», να εξοικειώνονται

με τον προϊστορικό πολιτισμό μιας λαμπρής περιόδου και περιοχής, της πατρίδας τους».

Η κ. Ντόλλη Γουλανδρή μιλάει με πάθος για τα εκπαιδευτικά προγράμματα του

μουσείου και τα παιδικά εργαστήρια που έχουν στηθεί στο πρώτο υπόγειο του

κτιρίου. Εκεί όπου παιδιά προσχολικής ηλικίας έως και μαθητές Γυμνασίου

έρχονται με τον πλέον πρόσφορο γι’ αυτά τρόπο σε επαφή με τον κυκλαδικό

πολιτισμό: παρακολουθούν την προβολή σχετικών διαφανειών, έχουν στη διάθεσή

τους σειρά αντιγράφων για να μπορούν να τα περιεργασθούν και αντιγράφων

εργαλείων με τα οποία πειραματίζονται. Στη συνέχεια, με τη μορφή παιχνιδιού

επισκέπτονται τις αίθουσες του μουσείου και παρατηρούν τα αντικείμενα για να

επιστρέψουν στα εργαστήρια και ν’ αποτυπώσουν τις εντυπώσεις τους στον πηλό,

τη ζωγραφική, τα χειροτεχνήματα.

«Ιδιαίτερο βάρος έχουμε δώσει στις εκπαιδευτικές «μουσειοσκευές» ­ βαλίτσες

που περιέχουν αντίγραφα αντικειμένων, εργαλείων, έντυπα, διαφάνειες,

εκπαιδευτικά παιχνίδια και ταξιδεύουν σε σχολεία απομακρυσμένα, που είναι

δύσκολο να επισκεφθούν το μουσείο». Τέσσερις τέτοιες «μουσειοσκευές» ­

«Κυκλαδικός Πολιτισμός», «Το παιχνίδι στην αρχαία Ελλάδα», «Η αρχαία ελληνική

ενδυμασία» και τα «Αρχαία Ελληνικά Αγγεία» ­ έχουν κατά καιρούς δανειστεί ήδη

σε 450 σχολεία. «Και από τη νέα σχολική χρονιά ετοιμάζονται να σαλπάρουν για

τα σχολεία του Αιγαίου. Με τη συμπαράσταση της κυρίας Παπαζώη και την

επιχορήγηση του υπουργείου Αιγαίου θα στείλουμε στα νησιά εκατό τέτοιες

βαλίτσες και έναν εκπαιδευτικό για να ενημερώσει όσους δασκάλους επιθυμούν να

χειριστούν οι ίδιοι τις «μουσειοσκευές» ή να προετοιμάσουν τους μαθητές για

μια επίσκεψη στο μουσείο».

Η Πολιτεία πάντα υπήρξε συμπαραστάτης, παραδέχεται η κ. Γουλανδρή. Αν και το

μουσείο λειτουργεί από το 1986 χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση, «όποτε

ζητήσαμε κάτι ήταν πάντοτε στο πλευρό μας».

Τα όνειρα της κ. Γουλανδρή για το μέλλον σχετίζονται κι αυτά με το μέλλον του

μουσείου. «Θέλουμε το μουσείο να γίνει ένα διεθνές κέντρο μελέτης του

κυκλαδικού πολιτισμού και να ολοκληρώσουμε την έρευνα για το Σύνταγμα των

Κυκλάδων, την οποία έχουμε ξεκινήσει σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της

Αθήνας και την Αρχαιολογική Εταιρεία. Ακόμη, θέλουμε να στείλουμε της

«μουσειοσκευές» στις χώρες του εξωτερικού, όπου υπάρχουν ομογενείς».