Σε ένα

κείμενο του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου με τίτλο «Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις

και η Μεγάλη Ιδέα», που έχουν στα χέρια τους οι ελληνικές αρχές από το 1975,

αναφέρεται μεταξύ άλλων: «… Σήμερα η Τουρκία, μία μεγάλη στρατιωτική δύναμη,

δεν μπορεί να υφίσταται ένα στρατηγικό στραγγαλισμό, έχει ανάγκη δημιουργίας

μιας ζώνης ασφαλείας δυτικά και νότια της Ανατολίας, που να περιλαμβάνει τα

κοντινά ελληνικά νησιά και την Κύπρο…».

ΕΤΣΙ απλά, οι Τούρκοι

στρατοκράτες, που σχεδιάζουν και κατευθύνουν την εξωτερική πολιτική της χώρας

τους, περιγράφουν τους στρατηγικούς στόχους της Άγκυρας στην περιοχή. Το

καλοκαίρι του 1987, εξάλλου, ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Τ. Οζάλ, μιλώντας σε

δείπνο στη Βουλιαγμένη ενώπιον του Α. Παπανδρέου, επιχείρησε να αιτιολογήσει

την πολιτική της Άγκυρας στα θέματα του Αιγαίου.

Η Συνθήκη της Λωζάννης,

είπε, συνομολογήθηκε μεταξύ ενός εθνικού κράτους, της Ελλάδας, και μιας

καταρρέουσας αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, που δεν ήταν σε θέση να

υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Εξάλλου, οι συνθήκες της εποχής του Μεσοπολέμου

ήσαν τελείως διαφορετικές από τις σημερινές.

Έτσι, για πρώτη φορά, Τούρκος

πρωθυπουργός μιλώντας από χειρογράφου, έθετε, εμμέσως πλην σαφώς, θέμα

αναθεώρησης των Συνθηκών που διέπουν το καθεστώς του Αιγαίου. Ακολουθώντας η

Άγκυρα μια τακτική σταδιακής προσέγγισης του αντικειμενικού της σκοπού άρχισε,

από τη δεκαετία του ’60, να δημιουργεί τεχνητά προβλήματα και ένταση στην

περιοχή.

Πρώτος στόχος ήταν η δημιουργία, διεθνώς, της εντύπωσης ότι στο

Αιγαίο υπάρχουν «προβλήματα» που πρέπει να επιλυθούν με διαπραγματεύσεις

μεταξύ των δύο μερών. Αυτό έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό. Χαρακτηριστικά

είναι τα όσα ανέφερε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου το 1980

ο τότε υποψήφιος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Σόφλι. Τα προβλήματα μεταξύ

Ελλάδας και Τουρκίας, είπε, οφείλονται σε «ασυνήθεις» γεωγραφικές ρυθμίσεις

που έγιναν κατά το παρελθόν στην περιοχή. Άποψη για την οποία η κυβέρνηση

Ράλλη τον χαρακτήρισε persona non grata.

Παράλλληλα με τους διπλωματικούς

της ελιγμούς, η Άγκυρα εκτοξεύει απειλές και ασκεί στρατιωτική πίεση εις βάρος

μας, με τη χρησιμοποίηση κυρίως αεροπορικών δυνάμεων και την εκτέλεση

προκλητικών ασκήσεων γύρω από τα νησιά μας.

Σκοπός της τακτικής αυτής

είναι ο εκφοβισμός και η κόπωση της ελληνικής πλευράς, με τελική επιδίωξη να

συρθούμε σε «συζητήσεις» εφ’ όλης της ύλης. Διαπραγματεύσεις που θα διεξαχθούν

όχι με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τις υφιστάμενες Συνθήκες, αλλά με

γεωπολιτικά κριτήρια και τον τρέχοντα συσχετισμό ισχύος στην περιοχή.

Φαίνεται ότι τελευταία η θεωρία του «διαλόγου» με την Τουρκία κερδίζει έδαφος

και εμφανίζεται περίπου σαν μονόδρομος. Ορισμένοι μάλιστα θιασώτες της

αντίληψης αυτής, στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, μας

θυμίζουν με νόημα τον ατυχή πόλεμο του 1897…

Βεβαίως, από ελληνικής

πλευράς τίθενται ορισμένοι όροι για την έναρξη αυτού του «διαλόγου». Η Άγκυρα

εμφανίζεται επί του παρόντος διστακτική να τους αποδεχθεί. Η εκτίμηση είναι

ότι τελικά θα συμφωνήσει σε μία γενικόλογη διατύπωση αποδοχής τους. Παγίως,

άλλωστε, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα είναι εκείνη που παραβιάζει τις

Διεθνείς Συνθήκες.

Είναι φανερό ότι η ουσία δεν βρίσκεται στο αν η Άγκυρα

αποδεχθεί τις προϋποθέσεις ενάρξεως του διαλόγου, αλλά αν στην πράξη

αποκηρύξει την επεκτατική της πολιτική. Η κρίση στα Ίμια και η θεωρία των

γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο δεν επιτρέπουν, δυστυχώς, αισιόδοξες προβλέψεις. Πού,

λοιπόν, μπορούν να οδηγήσουν οι «συνομιλίες» κάτω από τις σημερινές συνθήκες;

Είναι φανερό ότι, για να καταλήξουν σε συμφωνία, πρέπει η ελληνική πλευρά

να προβεί σε υποχωρήσεις. Αυτές, για να συμφωνήσει η Άγκυρα, πρέπει να

επιφέρουν αλλαγές του status quo στο Αιγαίο ή να δίδουν ερμηνείες των διεθνών

Συνθηκών, που να την ικανοποιούν. Μήπως, όμως, πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα

αυτό προκειμένου να διασφαλίσουμε την ειρήνη και να ξεφύγουμε από τον φαύλο

κύκλο των εξοπλισμών; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, αρνητική. Έχοντας η Τουρκία

επιτύχει, σε πρώτο στάδιο, ευνοϊκές γι’ αυτήν ρυθμίσεις στο Αιγαίο, είναι

βέβαιο ότι θα συνεχίσει, από προωθημένες πλέον θέσεις, την προέλασή της προς

τον τελικό της στόχο…

Αν οι διαπραγματεύσεις οδηγηθούν σε αδιέξοδο, πάλι

η Άγκυρα θα είναι κερδισμένη. Γιατί και μόνη η καταγραφή των «προβλημάτων» από

μία επιτροπή εμπειρογνωμόνων σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε την ύπαρξή τους. Η

αναγνώριση από τη χώρα μας των «προβλημάτων» (πέραν εκείνου της οριοθέτησης

της υφαλοκρηπίδας) θα σηματοδοτήσει την έναρξη νέου κύκλου πιέσεων για την

επίλυσή τους με διαπραγματεύσεις. Εξάλλου, τυχόν αποτυχία του «διαλόγου» θα

έχει σαν συνέπεια την αύξηση της έντασης στην περιοχή με απρόβλεπτες συνέπειες

που, ενδεχομένως, θα δώσουν την ευκαιρία στον διεθνή παράγοντα να επιβάλει τη

λύση που από καιρό επιδιώκει…

Συνομιλίες με την Άγκυρα με οποιαδήποτε

προμετωπίδα πάνω στα «προβλήματα» που η ίδια έχει κατασκευάσει χωρίς έμπρακτες

αποδείξεις ότι αυτή έχει εγκαταλείψει τις αυτοκρατορικές της βλέψεις είναι

εθνικά βλαπτικές.

Υπάρχει κίνδυνος, πιεζόμενοι, να αποδεχθούμε ρυθμίσεις

που θα έχουν για το Αιγαίο ανάλογες συνέπειες που είχαν για την Κύπρο οι

Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.