Λένε πως δεν υπάρχει «καπνός» χωρίς φωτιά.

Παρά τη… φωτιά που έχει ανάψει στη διεθνή και ελληνική καπνοβιομηχανία το

αντικαπνιστικό κίνημα, το ελληνικό τσιγάρο «ζει και βασιλεύει». Με όπλο τις

εξαγωγές που έφθασαν τα 17.578 δισεκατομμύρια τσιγάρα και τη διαφήμιση η οποία

ξεπέρασε τα 5,6 δισ. δρχ. το 1996 στην ελληνική αγορά, το τσιγάρο παραμένει

ένα εξαιρετικά κερδοφόρο προϊόν για την ελληνική καπνοβιομηχανία.

Οι

εταιρείες ανταγωνίζονται σκληρά, για να αυξήσουν το μερίδιό τους στους κλάδους

καπνού και τσιγάρου, μία αγορά ­ την ελληνική ­ με ετήσιο τζίρο που αγγίζει τα

250 δισ. δρχ. μαζί με τις εξαγωγές. Παρά τα… διασταυρωμένα πυρά της

Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση της παραγωγής και κατάργηση των επιδοτήσεων, την

άφθονη προσφορά φθηνού καπνού από την Τουρκία και χώρες του τρίτου κόσμου, ο

ελληνικός καπνός αντιστέκεται.

Παρά την αύξηση των φόρων και τη διείσδυση

ξένων τσιγάρων στην ελληνική αγορά, τις ανακοινώσεις των ιατρικών συνεδρίων

ότι «το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία» και τη σαφέστατη επιγραφή στα

πακέτα των τσιγάρων, το 1996 καπνίσαμε ακόμα περισσότερα τσιγάρα και οι

ελληνικές επιχειρήσεις έβγαλαν μεγάλα κέρδη.

Η αγορά του καπνού ελέγχεται

από τις προτιμήσεις των καπνιστών. «Καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση των

προτιμήσεων είναι η γεύση του τσιγάρου, το άρωμά του, αλλά προπάντων το image,

η προώθησή τους δηλαδή μέσω της διαφημιστικής καμπάνιας», λέει το ΙΟΒΕ.

Με

την άποψη αυτή συμφωνεί και ο κ. Ηλίας Σεϊτανίδης, πρόεδρος της

Συνεταιριστικής Καπνοβιομηχανίας ΣΕΚΑΠ.

Όταν «ΤΑ ΝΕΑ» ρώτησαν αν η

επιτυχία ενός τσιγάρου είναι θέμα διαφήμισης και συσκευασίας σε ποσοστό 75%

και μόνο κατά 25% είναι θέμα γεύσης, απάντησε: «Τα ποσοστά αυτά σε γενικές

γραμμές είναι σωστά, κυρίως όμως όσον αφορά τα κριτήρια της νεολαίας».

Όπως πιστεύει ο κ. Σεϊτανίδης, «στις μεγαλύτερες ηλικίες παίζει μεγαλύτερο

ρόλο η γεύση».

Ο ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ίσως αυτό εξηγεί

και ένα άλλο… μέτωπο «του πολέμου του τσιγάρου». Του διαφημιστικού

«πολέμου».

Αν και τα τσιγάρα έχουν «εξοστρακισθεί» από την τηλεόραση, τα

διαφημιστικά κονδύλια που δαπανώνται γι’ αυτά είναι αξιόλογα.

Το 1995

δαπανήθηκαν 6,75 δισ. δρχ. σε διαφήμιση από ραδιόφωνα, εφημερίδες και

περιοδικά, ενώ το 1996 δαπανήθηκαν 5,6 δισ. δρχ. για διαφήμιση στα ίδια μέσα.

Περιλαμβάνεται και μία έμμεση, κατά κάποιον τρόπο, διαφήμιση (σύμφωνα με

την εταιρεία Nielsen) στην τηλεόραση, από χορηγίες τύπου Camel Trophy ή

Marlboro Adventure Team κλπ.

Δεν έχουν μετρηθεί όμως οι κινηματογραφικές

διαφημίσεις ή άλλου τύπου διαφήμιση με εκδηλώσεις σε μπαρ και νυκτερινά

κέντρα, που ανεβάζουν τη διαφημιστική δαπάνη σε άγνωστα ποσά.

Το τσιγάρο

που διαφημίστηκε περισσότερο το 1996 ήταν το Camel φίλτρο, για το οποίο

δαπανήθηκαν 282 εκατομμύρια δρχ.,σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen. Ακολούθησε

το Camel Lights που κατασκευάζει επίσης στην Ελλάδα (όπως και το προηγούμενο),

κατόπιν αδείας της αμερικανικής R.J.R., η ελληνική εταιρεία Καρέλιας, με ποσόν

244 εκατομμυρίων δρχ.

Στο πρώτο τρίμηνο του 1997, η εταιρεία Nielsen δίνει

ως περισσότερο διαφημιζόμενο προϊόν καπνού τα δύο νέα τσιγάρα της ΣΕΚΑΠ, BF

και BF Lights, με ποσόν δαπάνης 291 εκατομμυρίων δρχ. Ακολουθούν τα Camel

φίλτρο, με διαφημιστική δαπάνη 205 εκατομμυρίων και τα ASSOS International,

που κατασκευάζει η ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ, με ποσόν 88,4 εκατομμυρίων δρχ.

Το BF

είναι ένα νέο τσιγάρο που τάραξε την αγορά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του

προέδρου της εταιρείας κ. Ηλ. Σεϊτανίδη. Βασισμένο στο φίλτρο, που του δίνει

και το όνομά του, «έχει ήδη μερίδιο περίπου 7% της αγοράς και για τους δύο

τύπους τσιγάρων».

Σύμφωνα με τον ίδιο και τους καθηγητές που ανακάλυψαν το

«βιολογικό φίλτρο», κ.κ. Γιάννη Σταυρίδη, Γιώργο Δεληκωνσταντίνο και Σταύρο

Γερουλάνο, «εξουδετερώνει οξείδια και καρκινογόνες ουσίες σε ποσοστό πάνω από

70%».

Όμως την αποτελεσματικότητα του φίλτρου αμφισβητούν πολλοί

επιστήμονες και, φυσικά, οι υπέρμαχοι της αντικαπνιστικής εκστρατείας.

Ο

καθηγητής Καρδιολογίας κ. Παύλος Τούτουζας, μάλιστα, ζήτησε από την Ιατρική

Εταιρεία Αθηνών επίσημη ενημέρωση για το θέμα, αφού πιστεύει ότι «οι νέοι

υποψήφιοι να αρχίσουν το τσιγάρο ενθαρρύνονται πολύ από αυτή τη διαφήμιση».

Άλλη άποψη βεβαίως έχουν και αρκετοί εκπρόσωποι καπνοβιομηχανιών, που λένε

ότι «τα βλαβερά στοιχεία του τσιγάρου είναι η πίσσα και η νικοτίνη, τα οποία

περιέχονται όπως και στα άλλα τσιγάρα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό». Ο

κ. Σεϊτανίδης, όμως, επικαλείται επιστολή του Τμήματος Βιοχημείας της Ιατρικής

Σχολής Showa της Ιαπωνίας, η οποία, όπως υποστηρίζει, «δικαιώνει την ΣΕΚΑΠ και

τους καθηγητές που εμπιστεύθηκαν το βιολογικό φίλτρο και τις ιδιότητές του».




ΣΥΜΦΩΝΑ

με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Καπνοβιομηχανιών (ΣΕΚ), τον περασμένο

χρόνο καπνίσαμε 29,585 δισεκατομμύρια τσιγάρα. Το 1995 είχαμε καπνίσει 185

εκατομμύρια τσιγάρα λιγότερα. Αύξηση δηλαδή της κατανάλωσης κατά 1%.

Οι

ελληνικές καπνοβιομηχανίες, σύμφωνα με στοιχεία της ICAP, έβγαλαν το 1995 11,9

δισ δρχ. καθαρά κέρδη και αύξησαν τις πωλήσεις τους στα 127,7 δισ. δρχ. σε

Ελλάδα και εξωτερικό. Τον ίδιο χρόνο και σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι

εταιρείες καπνού (ταμπάκο) αύξησαν τον τζίρο τους κατά 48,2%, στα 96,2 δισ.

δρχ. στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και έβγαλαν καθαρά κέρδη 4 δισ δρχ., ενώ ο

κλάδος των εισαγωγέων, που δεν είναι κερδοφόρος για όλες τις εταιρείες, είχε

τζίρο μεγαλύτερο από 20 δισ. δρχ. Σ’ αυτά τα ποσά δεν υπολογίζεται η

κατανάλωση των τσιγάρων που πωλούνται λαθραία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έκθεση

του ΙΟΒΕ, το 1994 η κατανάλωση λαθραίων τσιγάρων ξεπέρασε το 10% της συνολικής

κατανάλωσης.

Τα κέρδη των καπνοπαραγωγών και των καπνοβιομηχανιών

εξαρτώνται από την προσαρμοστικότητά τους, συμπεραίνεται στην έρευνα για την

παραγωγή και εμπορία καπνού.

Τι ζητεί η αγορά; Ελαφρά και γενικά τσιγάρα

με καπνό αμερικανικού τύπου, λέει η ίδια έρευνα και ας είναι «ορισμένα

ελληνικά τσιγάρα ανώτερα ποιοτικά από τα αντίστοιχα εισαγόμενα».

Ίσως θα

το έχετε ακούσει και εσείς ότι τα έλληνικά καπνά είναι ανώτερα. Γιατί; Η

έρευνα του ΙΟΒΕ αναφέρει: «Τα ανατολικά καπνά συμμετέχουν στη σύνθεση των

πρόσμεικτων τσιγάρων (Μπλέντεντ), μ’ ένα ποσοστό μέχρι 12%. Όμως οι

καπνοβιομηχανίες στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους για μείωση του κόστους

παραγωγής τους, αλλά και λόγω των περιοριστικών νόμων που επικρατούν στις

δυτικές χώρες και αφορούν την παραγωγή ελαφρύτερων τσιγάρων, τείνουν να

περιορίσουν το ποσοστό αυτό στο 9%-10%. Αυτό γιατί τα ανατολικά καπνά είναι

ακριβότερα έναντι των άλλων τύπων καπνού ­ ιδίως τα καλής ποιότητας όπως ο

Μπασμάς ­ και γιατί είναι πλούσια σε περιεκτικότητα πίσσας και νικοτίνης».

Τα καπνά ανατολικού τύπου, που ξεραίνονται στον ήλιο, είναι κυρίως τα

θρακιώτικα και μακεδονίτικα Μπασμάς, με «έντονο ευγενές άρωμα», τα

κατερινιώτικα από την παλιά γευστική ποικιλία της Σαμψούντος (Μαύρη Θάλασσα),

τα Καμπά Κουλάκ που δίνουν τον κύριο όγκο των ουδέτερων ελληνικών καπνών, τα

«ευγενή» μυρωδάτα του Αγρινίου, καθώς και τα γνωστά τσεμπέλια της ίδιας

περιοχής.

Υπάρχουν ακόμα τα γνωστά Βιρτζίνια που καλλιεργούνται πλέον στην

Ελλάδα και ξεραίνονται σε ειδικούς φούρνους, κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες

κυκλοφορίας του αέρα, θερμοκρασίας και υγρασίας, καθώς και οι ­ νεώτερες όλων

­ ποικιλίες Μπέρλεϊ που ξεραίνονται στον αέρα, σε υπόστεγα, χωρίς να

υφίστανται ζύμωση.

Άρα, λοιπόν, τα ανατολίτικα καπνά θα έχουν πάντα ένα

ποσοστό στο χαρμάνι του τσιγάρου, όμως το ποσοστό αυτό μειώνεται και μαζί μ’

αυτό και ο αριθμός των Ελλήνων παραγωγών.

Το 1983, ο Εθνικός Οργανισμός

Καπνού κατέγραψε 93.023 παραγωγούς καπνού. Δέκα χρόνια αργότερα, οι

καπνοπαραγωγοί είχαν μειωθεί σε 62.323. Αν ληφθούν υπ’ όψιν και οι εκείνοι που

σχολούνται στον κλάδο της επεξεργασίας καπνού, το εργατικό δυναμικό φθάνει τις

72.000 οικογένειες. Τα καπνά των ξενικών ποικιλιών Μπέρλεϊ και Βιρτζίνια

καλλιεργούνται σε γόνιμες και πεδινές εκτάσεις, αλλά η Ελλάδα βγάζει κυρίως

καπνό ανατολικού τύπου. Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, «το 62,4% της συνολικής

καπνοπαραγωγής και το 78,3% της καλλιεργούμενης έκτασης, αναλογεί στον τύπο

αυτό».



ΣΤΗΝ Ελλάδα

λειτουργούν 6 μεγάλες καπνοβιομηχανίες και 29 επιχειρήσεις καπνού.

*

Μεγαλύτερη σε μέγεθος και σε κέρδη είναι η εταιρεία Παπαστράτος, με έδρα τον

Πειραιά. Σύμφωνα με συνοπτικά στοιχεία ισολογισμού (ICAP), κάνει εξαγωγές στην

Αλβανία, Γεωργία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιράκ, Ιράν,

Καζαχστάν, Μολδαβία, Νότια Αφρική, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Ρουμανία, Ρωσία και

Σιγκαπούρη. Απασχολεί προσωπικό 1.250 ατόμων και το 1995 είχε καθαρά κέρδη

10,758 δισ. δρχ. Ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα σε Βέλγιο, Ολλανδία (π.χ.

τσιγάρα Club και President). Η εταιρεία, εκτός από τα τσιγάρα Assos, Old Navy

και Saga, κατασκευάζει κατόπιν αδείας της εταιρείας Philip Morris και τα

τσιγάρα Marlboro, με εξαίρεση ορισμένους τύπους αυτής της φίρμας που

εισάγονται απ’ ευθείας.

* Η εταιρεία Καρέλια, με έδρα την Καλαμάτα, είναι

εδώ και πολλά χρόνια η δεύτερη σε μέγεθος καπνοβιομηχανία της χώρας. Απασχολεί

580 άτομα και εξάγει το 25%-30% της παραγωγής της σε Αλβανία, Αίγυπτο,

Βουλγαρία, Γκάμπια, Γουινέα, Ιορδανία, Ισραήλ, Κένυα, Ολλανδία, Ρουμανία και

Ρωσία, σύμφωνα με στοιχεία της ICAP. Παράγει τα τσιγάρα Καρέλια και Σέρτικα σε

διάφορους τύπους και κατασκευάζει, κατόπιν αδείας της RJR, ορισμένους τύπους

των τσιγάρων Camel. Το 1995 είχε καθαρά κέρδη 1,288 δισ. δρχ., ενώ ολοκληρώνει

σύντομα επένδυση 2 δισ. δρχ. στον τομέα της συσκευασίας. Το 1996, η εταιρεία

υπολογίζει ότι αύξησε τις εξαγωγές της κατά 63%, με μοχλούς τα τσιγάρα

American Legend και τους ελαφρούς τύπους των τσιγάρων Καρέλια, σε Μέση

Ανατολή, Πορτογαλία, Ολλανδία και Βέλγιο, ενώ στην εγχώρια αγορά αυξήθηκε το

μερίδιο των πωλήσεων στο 10,67% συνολικά.

* Η συνεταιριστική εταιρεία

ΣΕΚΑΠ, με έδρα την Ξάνθη, απασχολεί 450-550 άτομα και το 1995 παρουσίασε

καθαρά κέρδη 515 εκατομμυρίων δρχ. Το 1995, εξήγαγε το 15% της παραγωγής της

σε Σλοβενία, Κύπρο, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Πολωνία,

Ρουμανία, Ρωσία, Σλοβακία, Σουρινάμ και Τσεχία. Μέχρι τώρα κατασκεύαζε τα

τσιγάρα Cooper, ΣΕΚΑΠ, Άριστα, Κιρέτσιλερ και πρόσφατα παρουσίασε τα τσιγάρα

BF. Για το 1996, η εταιρεία ΣΕΚΑΠ υπολογίζει ότι είχε τζίρο 40 δισ. δρχ., με

πλέον εμπορικό προϊόν στις ξένες αγορές το τσιγάρο Cooper, ενώ υποστηρίζει ότι

τους πρώτους μήνες του 1997 έφθασε να έχει μερίδιο αγοράς στην εγχώρια αγορά

πάνω από 10%, περίπου 11%. Η εταιρεία σχεδιάζει επέκταση των δραστηριοτήτων

της με αιχμή το βιολογικό φίλτρο, και να βγάλει μέχρι το τέλος Μαΐου άλλα 2

τσιγάρα με το φίλτρο αυτό, τύπου Lights. Επιπλέον επενδύει σε μηχανολογικό

εξοπλισμό 3,5 δισ. δρχ.

* Η καπνοβιομηχανία Έθνος Κεράνης έχει έδρα τον

Πειραιά και απασχολεί προσωπικό 285 ατόμων. Παράγει τσιγάρα, κάνει εισαγωγές

και χονδρικό εμπόριο τσιγάρων και πούρων εξάγοντας, σύμφωνα με την ICAP, το

40% της παραγωγής της σε Μ. Βρετανία, Κορέα, Κύπρο, Ουκρανία και Ρωσία. Το

1995 στα αποτελέσματα χρήσης παρουσίασε ζημία 914 εκατομμυρίων δρχ.

Κατασκευάζει τα τσιγάρα Gallop, Magnum, Κεράνης, Έθνος, Παλλάς και Αύρα.

*

Η εταιρεία Γεωργιάδης κατασκευάζει τα τσιγάρα «22» και Antinicot σε διάφορους

τύπους. Έχει την έδρα της στην Αθήνα, ενώ ασχολείται και με την επεξεργασία

του καπνού σε φύλλα. Το 1995, εξήγαγε το 3% της παραγωγής της σε Αλβανία,

Ιορδανία, Ισραήλ, Ουκρανία, Ρωσία, Ρουμανία και Τουρκία, σύμφωνα με στοιχεία

της ICAP. Έχει προσωπικό 157 ατόμων και το 1995 παρουσίασε καθαρά κέρδη 103

εκατομμυρίων δρχ.

* Η καπνοβιομηχανία Κωνσταντίνου, με έδρα την Αθήνα,

ασχολείται με την παραγωγή τσιγάρων, καπνού και κατασκεύαζε εδώ και πολλά

χρόνια τα τσιγάρα Sante ελέγχεται πλέον από την εταιρεία Παπαστράτος). Το

1995, σύμφωνα με στοιχεία του οδηγού της ICAP, η εταιρεία Κωνσταντίνου

παρουσίασε καθαρά κέρδη 114 εκατομμυρίων δρχ.