Το θέμα της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – Κινήματος Αλλαγής μου είναι οικείο. Εχω δημοσιεύσει αρκετά κείμενα στη θεματολογία, όχι από απλή εμμονή αλλά γιατί το πολιτικό πεδίο που συν-ορίζουν οι δύο δυνάμεις, νομίζω ότι επιτρέπει μια ισχυρή μεταρρυθμιστική ώση. Οι όμοροι χώροι συστήνουν μια ιδεολογικά συνεκτική και οιονεί δεσπόζουσα επικράτεια. Η αυτονόητη προσέγγιση ΣΥΡΙΖΑ και Κινήματος Αλλαγής στο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης προοικονομεί μια ευρύτερη συνεργασία ή η προφανής αδυναμία συνθέσεων είναι μια μορφή πεπρωμένου; Στον τόπο μας, συχνά, οι πληγές και τα τραύματα διαμορφώνουν τα πρωτόκολλα.

Γράφτηκε ότι η ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη έγινε δεκτή πιο ψυχρά από αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πρόσφατο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής. Είναι άραγε λιγότερο ενοχοποιητική για ένα στέλεχος του κεντροαριστερού χώρου η φιγούρα του κ. Μητσοτάκη ή υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για ηττημένη «μεταμέλεια» (όπως προτείνει ο Ε. Βενιζέλος) εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ;

Η όποια συνεργασία στο τόξο της ανανεωτικής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς δεν θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί από τα τραύματα, αλλά από τις σύγχρονες και επείγουσες ανάγκες. Τι θέλουμε, ποιες μπορεί να είναι οι πολιτικές προτεραιότητες για πολιτική συν-δράση των δύο χώρων; Η αθροιστική λογική των συνεργασιών, ιδίως για πολιτικούς χώρους συγγενείς μεν αλλά με περιπετειώδη 44χρονη διαδρομή συγκρούσεων και συγκλίσεων, δεν εξασφαλίζει πολιτική βιωσιμότητα. Σύνθεση όχι άθροιση.

Το κράτος πρόνοιας, για παράδειγμα, είναι επειγόντως αναδιεκδικήσιμο ως στοιχείο της ανάπτυξης, ως πολιτιστική και ανθρωπιστική παραδοχή . Οχι ως κουμπαράς επιδομάτων, ως οιονεί προεκλογικός μηχανισμός αλλά ως μηχανισμός που νοηματοδοτεί την ανάπτυξη και θεωρεί ως οργανικό στοιχείο αυτής της ανάπτυξης την κοινωνική συνοχή. Το κράτος πρόνοιας όπως διευρύνθηκε μεταδικτατορικά κατέρρευσε. Απονομιμοποιείται ιδεολογικά απ’ τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό ως ακριβό, περιττό, αποδιαρθρωτικό του «υγιούς ανταγωνιστικού κυττάρου του παραγωγικού ανθρώπου». Αποδομείται επίσης από την ανεργία και το προοπτικά άλυτο Ασφαλιστικό. Το κράτος πρόνοιας είναι στοιχείο μιας κοινωνικά αναγκαίας «αντίφασης» που μπορεί να αρθεί από την αναπτυξιακή ορμή. Δεν μπορεί να είναι μόνο μια ρηχή επουλωτική πράξη, μια αμυντική ιεράρχηση της ανάγκης, της ένδειας.

Θέλω να πω ότι πρώτα τίθενται επί τάπητος η αναθεμελίωση των επίδικων (όπως το κράτος πρόνοιας ) χωρίς τους εκμαυλιστικούς πατερναλισμούς του παρελθόντος και πάνω σ’ αυτό συστήνονται οι συμπράξεις.

Το Κίνημα Αλλαγής ίσως αυτοπεριορίζεται από ένα σύνδρομο «γεωμετρίας». Μια αγωνία, να ισαπέχει από τη ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι μοιάζει να σχοινοβατεί ανάμεσα σε δύο αναφορές. Συναισθηματικά σίγουρα έχει προϋπάρξει ένα ρήγμα με τον ΣΥΡΙΖΑ αφού ο τελευταίος, για τα πρώτα κρισιακά χρόνια αποτέλεσε τον κύριο αντιπολιτευτικό βραχίονα. Το ταμπού της Δεξιάς έχει εξατμισθεί από τη δεκαετία του ’90, επομένως υπάρχουν όλοι οι όροι της απενοχοποιημένης «δεξιάς» επιλογής. Εν τούτοις, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο χώρος του Κινήματος είναι οι προγενέστερες εκδοχές τους. Η αγωνία ίσης απόστασης δεν απαντά στα κρίσιμα και προοπτικά αλλά απλώς σε μια μοιρασμένη πιθανότητα μετεκλογικής σύμπραξης. Αυτοσυντηρητική επιλογή, κατά τη γνώμη μου. Υπάρχουν περιθώρια συλλογικών πολιτικών δηλαδή «εμπράγματου» διαλόγου; Κάτι τέτοιο προϋποθέτει αυτοπεποίθηση και υπερβάσεις.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής