Η ιστορία της Τζόι είναι σπαραχτική. Και την κάνει ακόμη πιο τραγική το ότι είναι μια ιστορία συνηθισμένη. Μια ιστορία ρουτίνας για την Αστυνομία, τους διακινητές, τις Αρχές, για εμάς τους ίδιους. Απλώς, αποφεύγουμε να κάνουμε τις αναγωγές όταν βλέπουμε –περνώντας νύχτα με το αυτοκίνητο από την οδό Σωκράτους, την Ευριπίδου, την Πατησίων –να σουλατσάρουν αυτά τα ψηλόλιγνα κορίτσια με τα γυαλιστερά κολάν. Κανείς μας δεν φαντάζεται ότι έφυγαν από την πατρίδα τους για ταξίδι αναψυχής ούτε ότι κάνουν αυτό που κάνουν από ελεύθερη επιλογή. Πολύ φοβάμαι όμως ότι οι περισσότεροι από εμάς βάζουν την προσφυγιά σε ένα κάδρο που τρέφει την αλληλεγγύη αποκλειστικά ως πολιτική ορθότητα. Σε κορίτσια σαν την Τζόι δεν έχει νόημα να δώσουμε τα παλιά μας ρούχα ούτε να τους αγοράσουμε μπισκότα και εβαπορέ όπως θα κάνουμε στην οικογένεια από τη Συρία. Για κορίτσια σαν την Τζόι δεν μπορούμε να μιλήσουμε σε μικρά παιδιά ως διδαχή αλτρουισμού. Αρα πατάμε γκάζι και απομακρυνόμαστε μουρμουρίζοντας κάτι σαν «τραγικό».

Τα κορίτσια σαν την Τζόι άρχισαν να μεταφέρονται στη χώρα μας την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Τότε που εκτιμήθηκε ότι η ζήτηση θα αυξανόταν και η αγορά (τεράστια αφού πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα στην Ελλάδα καταφεύγουν συστηματικά ή περιστασιακά στην πορνεία), που είχε ήδη κορεστεί από τις Ανατολικοευρωπαίες, είχε ανάγκη από καινούργιο «εμπόρευμα». Από κορίτσια σαν την Τζόι οι Αρχές δεν οδηγούνται εύκολα στους μαστροπούς γιατί αυτά τα κορίτσια έχουν μεγαλώσει με τον φόβο. Φοβούνται τους άνδρες, τις πιο δυνατές γυναίκες, τους λευκούς, τα βουντού. Και θεωρούν φυσικό να πληρώσεις για να αποκτήσεις την ελευθερία σου.

Η Τζόι είναι το νούμερο 323. Ο ήρωας του Βενέζη το νούμερο 31328. Γιατί κοινή πατρίδα των ανθρώπων είναι οποιαδήποτε μορφή βίας τούς ξεριζώνει από τον τόπο τους.