Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, έλεγαν οι αρχαίοι. Κάποιος μπορεί να κοροϊδεύει πολλούς για λίγο, λίγους για πολύ, αλλά κανείς δεν μπορεί να κοροϊδεύει πολλούς για πολύ, πρόσθεσαν οι νεότεροι. Η πραγματικότητα πάντα εκδικείται. Δεν είναι όμως η αλήθεια αυτή που θριαμβεύει, αλλά η πικρή γεύση για τον τρόπο με τον οποίο παίζεται το πολιτικό παιχνίδι.

Η πιο πρόσφορη στιγμή για την εκδίκηση της πραγματικότητας συμπίπτει συνήθως με τη μετάβαση από τα εύπλαστα λόγια στην αδήριτη πράξη. Ερχεται πάντα η ώρα που οι διακηρύξεις και οι «διαπραγματεύσεις» και τα «αφηγήματα» πρέπει να αφήσουν τη θέση τους στις αποφάσεις. Και τότε το δίλημμα για αποφασίζοντες που ξεκίνησαν με αντικειμενικό μειονέκτημα ή στην πορεία επιδείνωσαν τη θέση τους είναι απλό: κάποιου είδους συμβιβασμός με αποκάλυψη της κοροϊδίας ή «περήφανη» σύγκρουση με άλμα στο κενό. Τις συντριπτικά περισσότερες φορές –ο Τραμπ συνιστά τη μόνη ίσως διεθνή εξαίρεση -, από φόβο ή αίσθηση ευθύνης ή τον συνδυασμό τους, οι πολιτικοί παίρνουν τον πρώτο δρόμο. Το έκαναν ξανά την περασμένη βδομάδα οι δύο ευρωπαίοι πρωταθλητές της κωλοτούμπας: ο έλληνας και η βρετανίδα πρωθυπουργός. Ο πρώτος, διδάκτορας ήδη, με το «ναι σε όλα» ενόψει αξιολόγησης, η δεύτερη σε φάση ταχύρρυθμης απόκτησης μάστερ με τη «συμφωνία» που ολοκλήρωσε την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Με αυτή τη συμφωνία, που ίσως δεν είναι ακριβώς συμφωνία αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα αποτελέσει τελικά συμφωνία, η Τερίζα Μέι έχασε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της αξιοπρέπειάς της, για να πάρει αυτό που από την αρχή ήξερε, ή τουλάχιστον έπρεπε να ξέρει, ότι θα έπαιρνε. Η πραγματικότητα έδωσε, και σε εκείνην και στη χώρα της, τρία απλά και σκληρά μαθήματα. Μάθημα πρώτον, όταν ένας αποφασίζει να φύγει από μια κοινή προσπάθεια και 27 μένουν, οι 27 όχι μόνο δεν έχουν λόγο να τον διευκολύνουν αλλά θα κάνουν, και έχουν τη δύναμη να κάνουν, τα πάντα για να επιβάλουν τους όρους τους. Μάθημα δεύτερον, δεν υπάρχει «σκληρό» και «μαλακό» Μπρέξιτ. Υπάρχει είτε «οιονεί μη Μπρέξιτ», δηλαδή παραμονή της Βρετανίας στην Ενιαία Αγορά με όλες τις υποχρεώσεις αλλά χωρίς δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων, είτε απόκτηση καθεστώτος τρίτης χώρας και επαναδιαπραγμάτευση, από θέση αδυναμίας και με βεβαιότητα υστέρησης, όλων των πεδίων μελλοντικής συνεργασίας. Η μάχη που δίνει υπέρ της πρώτης λύσης το βρετανικό οικονομικό και διανοητικό κατεστημένο, μαζί με το μισό πολιτικό προσωπικό, εναντίον της κοινωνίας των ημιμαθών, του υπόλοιπου πολιτικού προσωπικού και της ανάγκης να γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δεν έχει ακόμα κριθεί. Και μάθημα τρίτον, οι κύκλοι δεν τετραγωνίζονται και τα προβλήματα δεν εξαφανίζονται: ούτε στο «ιρλανδικό ζήτημα» υφίσταται μέση λύση. Είτε, με διακινδύνευση της οικονομίας και της ειρήνης, θα δημιουργηθεί κάποιου είδους διαχωρισμός των δυο κομματιών της Ιρλανδίας, είτε όλη η Ιρλανδία, άρα και όλη η Βρετανία, θα μείνει, με την ουρά στα σκέλια, στην Ενιαία Αγορά.

Το πρόβλημα είναι ότι, όταν πια βγουν όλα στη φόρα, οι κυβερνήτες και οι χώρες που κορόιδεψαν είναι ήδη στον αέρα. Μικρή παρηγοριά ότι αυτό ισχύει και για μεγάλους, όπως η Βρετανία, και για μικρούς, όπως η Ελλάδα.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος