Από τη μια, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εκμυστηρεύεται στους δημοσιογράφους πως ο Αλέξης Τσίπρας, επειδή δεν εμπιστεύεται τον Ευκλείδη Τσακαλώτο καίτοι είναι «εξαιρετικός υπουργός» και «σκληρός διαπραγματευτής», τηλεφωνεί συνεχώς στην Ανγκελα Μέρκελ και αυτή του λέει «Αλέξη, άσε τον Βόλφγκανγκ και τον Ευκλείδη να τα βρούνε». Από την άλλη, ο έλληνας Πρωθυπουργός συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο για να ανακοινώσει βαρύγδουπα ότι θα πάει στη Σύνοδο Κορυφής να πει τα παράπονά του αν δεν δικαιωθεί στο Eurogroup και στο τέλος της εισήγησής του υπογραμμίζει «δεν υπάρχουν αδιάλλακτοι και διαλλακτικοί… Υπάρχουν εκλεγμένες κυβερνήσεις που στις κρίσιμες στιγμές οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους», προφανώς απαντώντας στη διαρροή του κ. Σόιμπλε.

Υπάρχει κάτι το μειωτικό εδώ για τον Πρωθυπουργό: ο γερμανός υπουργός Οικονομικών διακωμωδεί τη συμπεριφορά του, αποκαλύπτοντας ότι η προϊσταμένη του Ανγκελα Μέρκελ τού εκμυστηρεύεται τα ενοχλητικά τηλεφωνήματα που της κάνει –όπως την είχε διακωμωδήσει και ο Φρανσουά Ολάντ, αποκαλύπτοντας στους δημοσιογράφους ότι ο Πούτιν τον είχε ενημερώσει πως η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφερόταν να τυπώσει δραχμές. Δυο χρόνια χωρίζουν το ένα περιστατικό από το άλλο και η υποψία που δημιουργείται είναι ότι όλον αυτόν τον καιρό οι ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν μεταξύ τους σκωπτικά για τη συμπεριφορά του Αλέξη Τσίπρα –και κάπου κάπου το λένε και στους δημοσιογράφους. Και αυτός, για να αντιμετωπίσει τα σκώμματα, κάνει επίσημες δηλώσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, γιατί και στις δύο περιπτώσεις τα σχόλια αναφέρονταν όχι στην πολιτική του αλλά στην προσωπικότητά του –κάπως σαν τη δημόσια έκρηξη της Κριστίν Λαγκάρντ απέναντι στον ανεκδιήγητο Γιάνη Βαρουφάκη, «να συζητήσουμε ενήλικες στην αίθουσα».

Ισως έχουμε κάνει σοβαρό λάθος –το έχω κάνει εγώ τουλάχιστον: θεωρούσα πως οι δημόσιες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού, κυρίως στη Βουλή, είναι θεατρικές χειρονομίες, ότι ο δημαγωγικός, ατεκμηρίωτος, προσβλητικός, αλαζονικός και συγκρουσιακός λόγος του εκφέρεται μόνο και μόνο για να δημιουργήσει εντυπώσεις, να φανατίσει τους οπαδούς. Διότι είχα ακούσει ότι στις κοινωνικές του συναναστροφές είναι εξαιρετικά ευγενικός και προσηνής –αλλά ίσως, όταν πρόκειται για πολιτική, ο απαράδεκτος δημόσιος τρόπος του να είναι ο μόνος που κατέχει, ίσως με τον ίδιο τρόπο να μιλά και όταν συζητά με άλλους ηγέτες. Οι οποίοι βεβαίως δεν τον παίρνουν στα σοβαρά και μόνη τους έγνοια είναι πως θα χειριστούν τον «ταραξία αδελφό», όπως τον αποκαλούσε ο Φρανσουά Ολάντ, χωρίς μεγάλες απώλειες για τη χώρα του και την Ευρώπη.

Αν είναι έτσι, βρισκόμαστε στην παροιμιώδη κατάσταση «ένα γέλιο θα τους θάψει».