Ποιου είναι αυτή η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας; Των ιδιοκτητών της ή των εργαζομένων της; Της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης; Των συμφερόντων του κεφαλαίου ή του λαού; Των κομματικών εγκάθετων ή των σκοτεινών κέντρων; Το ερώτημα δεν θα έπρεπε καν να μας απασχολεί. Γιατί σαν τη γυναίκα που δεν είναι του ανδρός της, έτσι και μια εφημερίδα δεν ανήκει σε κανέναν ακριβώς. Δυστυχώς όμως το ερώτημα τέθηκε. Και τέθηκε στη χειρότερη κρίση που έχει γνωρίσει ο Τύπος στην Ιστορία αυτής της χώρας.

Η συγκυρία είναι τοξική. Κι αυτή η τοξικότητα σε υποχρεώνει να υπερασπιστείς το αυτονόητο. Να υπενθυμίσεις ότι μια εφημερίδα, αυτή η εφημερίδα, μπορεί να έχει πολιτική γραμμή κι ότι η πολιτική γραμμή δεν συνιστά κομματική ταύτιση. Οτι η πολιτική γραμμή είναι ζωτική για μια εφημερίδα. Οτι η γραμμή δεν εμπόδισε τους αρθρογράφους της από να αποκλίνουν από αυτή. Κι ότι οι τυχόν διαφωνίες που προκαλούν οι αποκλίσεις με τη διευθυντική της ομάδα είναι φυσιολογικές και παραγωγικές για έναν οργανισμό που είναι ζωντανός και όχι νεκροταφείο. Οι διαφωνίες μάς κάνουν πάντα πιο σοφούς.

Οι προσωπικές διακηρύξεις ανεξαρτησίας δεν έχουν νόημα. Εχουν νόημα όμως όλα τα υπόλοιπα. Οι επιθέσεις που έχει δεχθεί αυτή η εφημερίδα από τα κόμματα της κυβέρνησης αλλά και από άλλα μέσα, η αδιανόητη κατηγορία από κάποιους ότι υπηρέτησε τα Μνημόνια, η εύλογη ανησυχία από άλλους ότι τώρα θα γίνει υπηρέτης νέων αφεντάδων. Α ναι, θα υπάρχει πάντα κάποιος πρόθυμος να ελέγξει «ΤΑ ΝΕΑ». Μόνο που είναι πολύ αργά για να μετατραπεί αυτή η εφημερίδα σε κομματικό έντυπο. Και ακόμη πιο αργά να βρει πρόθυμους να ελεγχθούν.