Τη χρυσή εποχή των περιοδικών υπήρχε ο κλασικός –αμερικανικός –κανόνας για τη θεματογραφία ενός επιτυχημένου εξωφύλλου: «Η τηλεόραση είναι προτιμότερη από τη μουσική, η μουσική είναι προτιμότερη από τον κινηματογράφο, ο κινηματογράφος είναι προτιμότερος από τα αθλητικά –και όλα είναι προτιμότερα από την πολιτική». Αυτή ήταν η πυξίδα πλεύσης στην πλατιά θάλασσα του μαζικού κοινού. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εμβάθυνση για να αντιληφθεί κανείς την ιεράρχηση.

Η πολιτική δεν εμπνέει –ή μάλλον εμπνέει δύσκολα. Ο χαρισματικός ηγέτης, αυτός που μπορεί να κινητοποιήσει τις ευρύτερες μάζες, είναι σπάνιος. Και σε ουκ ολίγες περιπτώσεις δεν είναι το είδος του προσώπου που έχει καλές προθέσεις. Η Ιστορία έχει από Αλκιβιάδη μέχρι Χίτλερ, ο οποίος, ας μην το ξεχνάμε, εξελέγη. Η περίπτωση Τραμπ –αν και, για να είμαστε δίκαιοι, η κρίση της Ιστορίας εκκρεμεί –σκιάζει το 2017. Και ενσαρκώνει αυτή την post-factual democracy –τη δημοκρατία του ψεύδους ή, με πιο σοφιστικέ τρόπο, τη δημοκρατία μετά-τα-γεγονότα –που φαίνεται να ζει τη χρυσή στιγμή της. Μένει να φανεί από τις εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία το 2017 πόσο θα διαρκέσει αυτή η στιγμή.

Ποιος ήταν ο τελευταίος πολιτικός που ενέπνευσε την Ελλάδα; Αναμφίβολα ο Αλέξης Τσίπρας. Και ο προτελευταίος; Ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σίγουρα οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παπανδρέου, τοπ οικονομολόγος, έβαλε τα δημόσια οικονομικά σε πορεία εκτροχιασμού τη δεκαετία του ’80 –ας μην ξεχνάμε όμως πως ήταν με δική του κυβέρνηση, προσωπική απόφαση και ενθάρρυνση από τον ίδιο τού τότε οικονομικού επιτελείου που ξεκίνησε το 1994 η προσπάθεια για την ΟΝΕ. Την ολοκλήρωσε ο Κώστας Σημίτης. Ωστόσο τότε το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε έντεκα ολόκληρα χρόνια, από το 1993 έως το 2004, διότι πέτυχε να συνθέσει όλες τις πτέρυγές του. Η αποσύνθεση κράτησε, δυστυχώς, άλλα τόσα χρόνια, έστω κι αν μεταμφιέσθηκε ύπουλα το 2009 σε επιστροφή στην εξουσία. Ωστόσο, ο Ανδρέας έκανε πολλά άλλα πράγματα τη δεκαετία του ’80 –πράγματα που βοήθησαν το πολίτευμα και την κοινωνία να ισορροπήσουν.

Ο Τσίπρας ενέπνευσε σε μια εποχή απελπισίας. Ενσάρκωσε την απόρριψη του πολιτικού κατεστημένου λόγω Μνημονίου –εν μέρει άρεσε και γιατί ήταν νέος και ταλαντούχος. Και μετά όλα χάθηκαν σε μια δημοκρατία του ψεύδους. Αναρωτιέται κανείς γιατί; Γιατί είπαν πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν; Γιατί ίσχυσε ο κανόνας που θέλει τους πάσης φύσεως κομμουνιστές και κομμουνιστογενείς να αντικαθιστούν την εξουσία με την ιδεολογία όταν έρχονται στα πράγματα; Ή γιατί οι ερχόμενοι στην κυβέρνηση το 2015 ήταν απλώς κατώτεροι των περιστάσεων; Η χαώδης κατάσταση στο Προσφυγικό και τα εξωτερικά –όπου οι ευκαιριακές επιλογές συνυπάρχουν με μια επιφανειακή επικοινωνιακή αντίληψη για το πώς κινείται διεθνώς ένας πρωθυπουργός –τείνει να επιβεβαιώσει αυτό τον φόβο.

Και κάπου εκεί φθάνουμε στη νέα χρονιά: η κυβέρνηση ξέρει τι θέλει. Να συνεχίσει να είναι κυβέρνηση. Είναι όμως αμφίβολο –πίσω από την πλήξη και τη φρίκη και τη δόξα –αν ξέρει τι είδους Ελλάδα θέλει. Ολα εξαντλούνται σε διακηρύξεις, με τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς για το ποιος έχει το πάνω χέρι –χαρακτηριστικό παράδειγμα τα καλλιτεχνικά –να είναι στυγνοί. Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση απειλείται με τη χειρότερη πολιτική τύχη: την υπεροπλία σε ποσοστά. Κάτι που σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αυτάρκης, ενώ μειώνεται η προδιάθεσή του να συνθέσει ή να κάνει ανοίγματα και αυξάνονται κατακόρυφα οι προσδοκίες από αυτόν. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι παγιδευμένος στην εξουσία, το κλουβί της ΝΔ λέγεται αυτοδυναμία. Καλή χρονιά!