Είμαι τώρα εγώ καθισμένος στην πλατεία (στη γνωστή Πλατεία Κολωνακίου) και απολαμβάνω τον καφέ μου, όπως πάντα στο Da Capo. Με πλησιάζει κύριος, καλοβαλμένος, κοστουμαρισμένος, με γυαλάκια, εκεί γύρω στα 50.

Μπορώ να καθήσω μαζί σας; με ρωτάει σεμνά.

–Παρακαλώ.

Κάθεται. Και εντελώς απροσδόκητα αρχίζει να απαγγέλλει:

«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Αλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»

–Παρακαλώ; ρωτάω απορημένος.

Καβάφης, κύριε, Καβάφης. «Τείχη».

–Ναι, αλλά εγώ τι φταίω;

Εσείς, τίποτε. Θέλησα απλώς να σας αποδείξω την ικανότητά μου να αποστηθίζω. Είμαι πολύ δυνατός σε αυτό.

–Και;

Είμαι και εφέτης. Εν ενεργεία. Ημουν εις εξ εκείνων που είχαν την τύχη ή την ατυχία να συναντηθούν προ ημερών με την κυρία πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

–Πάλι δεν καταλαβαίνω, αγαπητέ.

Θα καταλάβετε, αν σας μεταφέρω όσα μας είπε η κυρία πρόεδρος περί του αιτήματός της προς τον κύριο Πρωθυπουργό για αύξηση των ορίων ηλικίας των ανωτάτων δικαστικών, το οποίο εσείς, και διάφοροι συνάδελφοί σας, χαρακτηρίσατε απόπειρα θεσμικού πραξικοπήματος.

–Ακούω…

Ξεκίνησε, με μισόκλειστα μάτια (κλασική μέθοδος παπαγαλίας):

«Θέσαμε λοιπόν επίσης το θέμα στα πλαίσια της συνταγματικής αναθεώρησης το θέμα της αυξήσεως ορίου ηλικίας αποχώρησης των δικαστικών λειτουργών. Εκεί λοιπόν του λέω, λέω: «θέλω κ. Πρωθυπουργέ να σας μεταφέρω την εικόνα και το αίτημα το γενικότερο το οποίο υπάρχει σε όλο το δικαστικό σώμα, δηλαδή ενώ τώρα από τον Φεβρουάριο του ’16 όλο το Δημόσιο, οι δημόσιοι υπάλληλοι του δημοσίου τομέα φεύγουν στο 67ο έτος, εμείς οι δικαστές, παραμείναμε στο 65ο και μόνο οι ανώτατοι φεύγουν στο 67ο». Και έρχονται του λέω, καθημερινά οι συνάδελφοι και διαμαρτύρονται «μα ο γραμματέας μου θα φύγει στα 67 και εγώ θα φύγω στα 65 ενώ θέλω να παραμείνω να φύγω στα 67». Υπάρχει λοιπόν ένα γενικότερο αίτημα το οποίο, είπε και ο ίδιος «ναι λέει βέβαια δίκαιο ακούγεται αυτό, εγώ δεν είμαι μάλιστα νομικός μας είπε, είμαι πολιτικός μηχανικός, αλλά δίκαιο το ακούω το αίτημα αυτό». Είχαμε στοιχεία τα συγκεντρώσαμε προχθές, αναζητήσαμε τι συμβαίνει στο ευρωπαϊκό κατεστημένο. Εκεί, στο δικαστήριο το ευρωπαϊκό δεν έχουν καν όριο ηλικίας, υπάρχουν δικαστές οι οποίοι είναι από 74 μέχρι 78 ετών, διότι δεν υπάρχει όριο ηλικίας. Οι 12 από τους 28 σύνολο που υπηρετούν στο ευρωπαϊκό δικαστήριο οι 12 είναι από 74 μέχρι 78 ετών διότι είναι χωρίς όριο ηλικίας. Επίσης οι δικαστές του δικαστηρίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου έχουν το 74ο ως όριο ηλικίας. Εδώ στον ΑΣΕΠ έγινε επίσης το 73ο. Αρα μόνον οι δικαστές αυτή τη στιγμή έχουν αυτό το δυσμενές προνόμιο θα μπορούσαμε να πούμε. Βέβαια του λέω πρέπει να σας θέσουμε ότι υπάρχει η διάταξη του Συντάγματος η οποία ορίζει για εμάς τους δικαστές το όριο ηλικίας. Πρέπει λοιπόν εκεί να βρούμε έναν τρόπο πώς θα γίνει σε σχέση με το Σύνταγμα. Βέβαια εκεί όπως το συζητήσαμε για λίγο και όλοι οι υπόλοιποι, η ηγεσία της Δικαιοσύνης, είπαμε ότι αυτή η διάταξη η οποία λέει αποχωρεί υποχρεωτικά στο 65ο και 67ο αντίστοιχα έχει τεθεί υπέρ των δικαστών δηλαδή προς διασφάλιση των δικαστών με ποια έννοια: αν τυχόν έρθει μια κυβέρνηση κάποιοι που δεν της είναι αρεστοί δεν θα μπορεί διά νόμου να αλλάξει το όριο και να πει ότι φεύγετε στο 62ο και άρα συνταξιοδοτείσαι. Αρα είναι υπέρ των δικαστών και όχι εις βάρος τους και είναι για να προσδιορίσει το ελάχιστο όριο, όχι το ανώτατο όριο».

Τον διέκοψα.

–Πάρτε μια ανάσα κύριε, να σας παραγγείλω έναν καφέ;

Οχι τώρα, μη με διακόπτετε, θα χάσω τον ειρμό μου.

Πήρε ξανά το γνωστό ύφος. Μισόκλειστα μάτια, και απαγγελία με σταθερή φωνή. Γύρω μάς κοιτούσαν σαν περίεργα πουλιά. Συνέχισε, από εκεί που τον διέκοψα, όπως μου εξήγησε:

«Αφού λοιπόν τώρα όλοι οι δικαστές, ή σχεδόν όλοι, δεν ξέρω τώρα αν είναι κάποιος, μιλάμε για τη συντριπτική πλειοψηφία από τα μηνύματα που παίρνω, έρχονται οι ίδιοι και λένε εγώ επιθυμώ να γίνει 67ο και 70ό αντίστοιχα, άρα θεωρώ ότι αυτό με κάποιο τρόπο που θα τον δούμε τώρα όλοι μαζί μπορεί να παρακαμφθεί, θα δούμε πώς θα γίνει. Πάντως το άκουσε πολύ θετικά, μας είπε από εκεί και πέρα εσείς που είστε νομικοί συζητήστε το, βρείτε μια λύση και τα ξαναβλέπουμε βεβαίως ως προς αυτό. Εκεί θα μπορούσε κανείς να σας πει από τους νεότερους: ναι αλλά αν εσύ κυρία… μείνεις και άλλα τρία χρόνια και πας στο 70ό, εγώ θα έχω εξέλιξη τρία χρόνια αργότερα. Εκεί όμως μπορούμε να το αντικρούσουμε με το εξής: ναι αλλά και εσύ θα μείνεις τρία χρόνια περισσότερα στο σώμα άρα και εσύ με τη σειρά σου θα έχεις την εξέλιξη, άρα δεν αδικείται κανείς θέλω να πω. Ούτε και θα ζητούσαμε εμείς κάτι, η ηγεσία, το οποίο θα οδηγούσε ένα ορισμένο μέρος δικαστών. Επομένως θεωρώ ότι κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί ότι με αυτό τον τρόπο κάποιος αδικείται, με αυτή την έννοια το λέω».

Σταμάτησε.

Το μόνο που κατάφερα να ρωτήσω ήταν «αν όλα αυτά τα είπε η πρόεδρος η κυρία Θάνου».

Μας είπε και άλλα, αλλά αυτά ήταν όλα κύριε, όσα σας ενδιαφέρουν. Δεν παρέλειψα ούτε ένα και.

Ηπιε τον καπουτσίνο που του είχα ήδη παραγγείλει και έφυγε, όπως ήρθε. Κι εγώ αφού θαύμασα το ταλέντο που έχουν μερικοί άνθρωποι να αποστηθίζουν όσα ακούν, το έριξα στη φιλοσοφία. Μπορούν άραγε πρόεδροι Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, θεματοφύλακες υποτίθεται της χρηστής εφαρμογής του Συντάγματος της χώρας, να συζητούν πώς θα το παρακάμψουν για να μείνουν μερικά ακόμη χρονάκια στη θέση τους; Και μπορεί ο Πρωθυπουργός να τους παροτρύνει ουσιαστικά λέγοντάς τους βρείτε πώς θα το κάνετε, γιατί εγώ μηχανικός είμαι, δεν είμαι νομικός;

Ελλάδα 2016 μ.Χ…

Plan B ή πολιτική καταστροφή

Εδώ που έχει φθάσει το πράγμα με τις τηλεοπτικές άδειες, οι επιλογές της κυβέρνησης είναι εξαιρετικά περιορισμένες και οπωσδήποτε όχι πολλές. Ούτε καν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Είναι ακόμα λιγότερες. Αποδείχθηκε ότι η πολιτική των αποφάσεων ερήμην των ενδιαφερομένων και η απόπειρα να εφαρμοστούν μέθοδοι που παραπέμπουν ευθέως σε αυταρχικά καθεστώτα σε ένα θέμα που θα έπρεπε να αποτελέσει πεδίο ευρύτερων συναινέσεων δεν οδηγεί πουθενά αλλού, παρά μόνο σε πολιτικό και κυβερνητικό αδιέξοδο.

Αν και η βάση της υπόθεσης αυτής έχει στον πυρήνα της μια αλήθεια, που είναι η ανάγκη κάποια στιγμή να μπουν κανόνες στο άναρχο τηλεοπτικό πεδίο, έτσι όπως τη χειρίστηκε η κυβέρνηση, με την αλαζονεία και την έπαρση του «εγώ αποφασίζω…», την έφερε μπροστά σε έναν γόρδιο δεσμό, όπου το έπαθλο για τη λύση του δεν είναι το πολιτικό κέρδος, αλλά το πώς θα αποφύγει το μεγαλύτερο κόστος.

Ολοι πλέον, και η κοινωνία κυρίως, αντιλαμβάνονται πως ανοίγοντας το κεφάλαιο «τηλεοπτικές άδειες» στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν να ρυθμίσει το τηλεοπτικό τοπίο. Ούτε να βρει χρήματα που δεν είχε για να υλοποιήσει πολιτικές του κοινωνικού κράτους.

Ηθελε ένα παιχνίδι εξουσίας με τη διαπλοκή με στόχο τον πλήρη αποπροσανατολισμό από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι έως πρόσφατα, και για ένα διάστημα μεγαλύτερο του τετραμήνου, τα κατάφερε καλά. Εγκατέστησε το θέμα αυτό στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης και απομάκρυνε κάθε άλλο – το πρόγραμμα που δεν βγαίνει, όπως και υπουργοί ομολογούν, τον κίνδυνο να πάμε σε ένα 4ο Μνημόνιο, ακόμη πιο επαχθές από το 3ο που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ, την ανεργία που καλπάζει, την ύφεση που επιμένει, τον ΕΝΦΙΑ, τις άγριες περικοπές των συντάξεων κ.λπ.

Αλλά τώρα τα ψέματα τελείωσαν. Η κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον μιας πολιτικής καταστροφής και η ανάγκη να πάρει άμεσα μέτρα, εκπονώντας ίσως ένα plan B για τις άδειες είναι πλέον όρος για την επιβίωσή της στην εξουσία…