Συνήθως οι άνθρωποι όταν απογοητεύονται από τον εαυτό τους, δεν τους αρέσει τίποτε απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Το καθετί γίνεται μια αφορμή για να διαμαρτυρηθούν, να γκρινιάξουν. Οτιδήποτε και αν κάνουν οι άλλοι –κυρίως οι φίλοι τους –είναι περιττό, ανούσιο, έχει ξαναγίνει πολλές φορές και πολύ καλύτερα μάλιστα. Θα θεωρούσε κανείς την αντίδραση αυτή ως φυσιολογική, ακόμη και έντιμη, αν την παρατηρούσε στους άλλους ενώ θα είχανε στα χέρια τους ολοκληρωμένο το κείμενο, το βιβλίο, την παράσταση ή τον πίνακα που τους προκαλεί, στην πρώτη κιόλας επαφή μαζί του, τόση επιφύλαξη και δυσπιστία.

Αντίθετα όμως δεν προλαβαίνεις να εκμυστηρευτείς σ’ αυτούς τους πάντα αρνητικούς και απορριπτικούς ένα σχέδιο ή μια πρόθεσή σου για κάτι που σε απασχολεί, για να εισπράξεις πάραυτα σχεδόν μια αντίδραση που θέλει να σε πείσει ότι ματαιοπονείς. Δηλαδή ότι πρόκειται να κάνεις κάτι που ο άνθρωπος στον οποίο το εξομολογείσαι το έχει ήδη απαξιώσει, όχι για κανέναν άλλο λόγο –όπως ισχυρίζεται –παρά μόνο για να σε προφυλάξει και να σε προστατεύσει…

Τα σκεφτήκαμε όλα αυτά για μία ακόμη φορά σε σχέση με έναν φίλο που αν και έγραφε παλαιότερα –συμπαθητικά μπορεί να πει κανείς –σταμάτησε γιατί αισθανόταν πως δεν προσκομίζει τίποτε το καινούργιο και το σημαντικό και ότι όλα όσα θα ήθελε να πει είχαν ήδη ειπωθεί. Επομένως το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και όλοι οι άλλοι, διαφορετικά σε περίπτωση που συνεχίζουν να δημιουργούν, ματαιοπονούν, χωρίς επιπλέον να έχουν συνείδηση του γεγονότος αυτού όπως ο φίλος που σταμάτησε να γράφει. Για να μας αποκαλύψει ο ίδιος ότι τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς έτσι και ότι η πρόθεση της δημιουργίας –έστω και αν κανείς είναι καταδικασμένος να αποτύχει –είναι πολύ ισχυρότερη στον άνθρωπο σε σχέση με το αποτέλεσμα που προσδοκάται.

Μας διευκρινίστηκε απολύτως πόσο διαβλητοί είναι οι λόγοι που τόσο επίμονα και ενοχλητικά κάνουν τον φίλο μας να απαξιώνει οτιδήποτε, όταν τις προάλλες, όντας μαζί του σε μια αποβάθρα του μετρό, ακούσαμε μια γυναίκα που ζητούσε είκοσι ή πενήντα λεπτά από τους υποψηφίους να επιβιβαστούν στον συρμό, να λέει ταυτόχρονα «Ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια λεφτά, αλλά κι εγώ τι να κάνω;». Για να ακούσουμε τον φίλο όχι χωρίς έκπληξη να λέει στη συνέχεια κάθε άλλο παρά ψιθυριστά, αλλά εις επήκοον έξι-επτά το λιγότερο ανθρώπων, ότι: «Εγώ της το είπα (σημείωση: το ότι δεν έχει ο κόσμος πια λεφτά) εδώ και μία εβδομάδα και από τότε την ακούω να το επαναλαμβάνει συνέχεια».

Οταν ζητάς να υπάρξεις και να καταξιωθείς, έστω στιγμιαία, με μια κουβέντα που εκστομίζοντάς την ήσουν ταυτόχρονα και ο μοναδικός της μάρτυρας, σημαίνει ότι στον ίδιο βαθμό νομιμοποιείται σε όλους τους ανθρώπους η διάθεση να δημιουργήσουν κάτι, έστω κι αν τελικός αποδέκτης θα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.