Η μία ερμηνεία, κάπως κακόπιστη, θα μπορούσε να είναι ότι ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έρχεται εδώ για τους λόγους που ερχόταν κάποτε ένας πορτογάλος προκάτοχός του: για λίγο ήλιο και λίγο δημόσιες σχέσεις. Η άλλη, ότι με τα φιλελληνικά διαπιστευτήρια που του έχουν αποδοθεί κάνει στο πολιτικό σύστημα ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας. Οτι είναι ο άτυπος εθνικός θεραπευτής μιας πολιτικής τάξης με χρόνια σημάδια διαταραχής. Ή ο ευρωπαίος φίλος, ζεστός στους τρόπους και γενναιόδωρος στις συμβολικές χειρονομίες καλής θέλησης, που απαλύνει την εθνική μας μοναξιά.

Αυτά τα έξι χρόνια που έχουν περάσει από την ημέρα που ο Γιούνκερ ήρθε στην Αθήνα για να πει ότι το «παιχνίδι τελείωσε» λένε πολλά για τον ίδιο. Αλλά λένε ακόμη περισσότερα για εμάς. Σε αυτήν την εξαετία επιβεβαιώθηκε ότι το βασικό πρόβλημα δεν ήταν τα greek statistics –για τις στατιστικές αλχημείες και τα ψεύδη στα οικονομικά μεγέθη της κυβέρνησης Καραμανλή υποτίθεται ότι είχε «τελειώσει το παιχνίδι». Το πρόβλημα ήταν τα greek politics. Κι ο Γιούνκερ, αυτός ο Γιούνκερ που προσφέρει την αγκαλιά του σαν ευτυχισμένος μύστης του διαλογισμού σε όποιον έχει απέναντί του, ξέρει ότι το πρόβλημα των greek politics παραμένει.

Εξι χρόνια είναι πολλά για να μη χαθεί κι αυτό που υποτίθεται ότι θα μπορούσε να γίνει η κρίση: μια ευκαιρία αναστοχασμού και ανασυγκρότησης, το βίαιο έναυσμα για μια συλλογική επανεκκίνηση. Η ευκαιρία όμως χάνεται και για μια Ευρώπη η οποία, παρά τα μηνύματα που ακούγονται όλο και πιο δυνατά και απ’ όλες τις μεριές, από τους φανατικούς αντιευρωπαϊστές έως τους ορθολογικούς φεντεραλιστές, δυσκολεύεται να αλλάξει. Ενθερμος ευρωπαϊστής και έμπειρος πολιτικά, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ πρέπει να βλέπει την καταιγίδα να έρχεται. Και λίγο πριν από την καταιγίδα τίποτα δεν μπορεί να επιθυμεί κανείς περισσότερο από λίγο ήλιο στην Ελλάδα.