Πέρα από την απτή πραγματικότητα, αυτή με τη βαριά περπατησιά, υπάρχει μια άλλη, στιγμιαία, που ακροβατεί στις λεπτομέρειες. Και που μπορεί να είναι πιο καταλυτική από την αντικειμενικά προσμετρήσιμη. Τρεις φορές τρακάρισα μαζί της τις προάλλες, σε μια μικρή διαδρομή από την Πλατεία Μαβίλη μέχρι τον Ευαγγελισμό.

Η πρώτη σε ένα φανάρι της Βασιλίσσης Σοφίας. Στον κάθετο δρόμο, ένα μηχανάκι περίμενε να ανάψει το πράσινο. Δίτροχο «εκ των ενόντων» που φαίνεται ότι αγοράστηκε από επαγγελματική ανάγκη, όχι για την απόλαυση της τσάρκας. Ο νεαρός οδηγός είχε στηρίξει τον έναν αγκώνα του στο γόνατο και ακουμπούσε το σκυμμένο κεφάλι του στη γροθιά του. Ιδιος ο «Σκεπτόμενος» του Ροντέν. Ενα ζωντανό άγαλμα, με κανέναν υπαινιγμό κίνησης όμως κρυμμένο στην ακινησία του, όπως στο αυθεντικό γλυπτό, η απόλυτη ενσάρκωση μιας καθόλου νεανικής απόγνωσης. Λίγο πιο κάτω, μια γυναίκα γύρω στα 45, καλοχτενισμένη, κομψότατη, με προσεγμένους συνδυασμούς και ακριβά αξεσουάρ περπατούσε και μιλούσε μόνη της. «Κακούργε, διάβολε» φώναζε συνέχεια λες και είχε απέναντί της το σκοτεινό αντικείμενο του μένους της. Και κάθε λίγο σταματούσε σαν να άκουγε την απάντησή του. Μερικά μέτρα παρακάτω, ένα νέο παιδί καθισμένο στο πεζοδρόμιο κρατούσε ένα χαρτόνι που έγραφε «πείνα». Αυτή η μετατόπιση από το προσωπικό «πεινάω» στο καθολικό «πείνα» ήταν σαν αιθαλομίχλη πάνω από την πόλη, σαν να ισορροπούσε η μέρα πάνω στο λεπτό σχοινί που χωρίζει την απειλή από τον υπαρκτό κίνδυνο.

Μπήκα σε ένα ταξί. Πίσω από το τζάμι του αυτοκινήτου μού φαίνεται προς στιγμήν ότι όλα αυτά τα βλέπω στην τηλεόραση.