Η περασμένη εβδομάδα είχε αίσθηση δημοψηφίσματος του Ιουλίου. Με όχι τόσο ξεκάθαρο τοπίο (οι «καλοί» αριστερά, οι «κακοί» δεξιά), αφού οι καλλιτεχνικές παραφυάδες στο δέντρο της γνώσης του Καλού και του Κακού εμπόδιζαν εντελώς τη θέα προς το δάσος. Μια κοινή γνώμη αμήχανη, με το πιστόλι του ιντερνετικού ψυχαναγκασμού στον κρόταφο που έπρεπε να πάρει θέση κατά ή υπέρ Φαμπρ και που, στην πλειονότητά της, μπορεί και να μπέρδευε το όνομά του με τα μολύβια Faber Castell. Με διακύβευμα ποιος είναι πιο «επαρχιώτης» από τον άλλον. Αυτός που σοκάρεται από τα «παλλόμενα πέη» ή αυτός που, για να κερδίσει τη μάχη των διαδικτυακών εντυπώσεων, γκουγκλάρει το όνομα του βέλγου καλλιτέχνη και, αφού πληροφορηθεί τα βασικά, αυτοανακηρύσσεται ζηλωτής του κοσμοπολιτισμού του; Λες και το θέμα είναι ο Φαμπρ που έφυγε και όχι η φάμπρικα του μανιχαϊσμού που έχει ανοίξει αυτή η κυβέρνηση.

Γιατί ο κιουρέιτορ έφυγε, αλλά ο υπουργός Πολιτισμού έμεινε. Ο θεσμικός προστάτης των Γραμμάτων και των Τεχνών που φαίνεται ότι μισεί τους καλλιτέχνες, αφού κατάπιε αμασητί την προσβολή του Φαμπρ να μην του υποβάλει καν την παραίτησή του, έσπευσε να κατηγορήσει αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν για τις μεθοδεύσεις του Βέλγου. Που τους συμπεριέλαβε στο αγαπημένο κυβερνητικό ρεπερτόριο περί κακών ΜΜΕ, διαπλεκόμενων και άλλων ιδεοληψιών. Και που αποδεικνύει ότι θέλει να χειραγωγεί και όχι να διαχειρίζεται την Τέχνη. Αν η αποχώρηση του κιουρέιτορ έχει να κάνει, λέμε τώρα, με βελγικό εγωκεντρισμό, η παραμονή του υπουργού έχει να κάνει με έλλειψη ελληνικού φιλότιμου.