Δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν ευθύνεται η Ιστορία για την Ειδομένη, όπως δήλωσε ο Νίκος Μουζάλας χωρίς να ενοχληθεί κανείς γι’ αυτήν τη μετάθεση της ευθύνης από το πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής σε κάτι τόσο αφηρημένο. Η Ιστορία, πάντως, εκδικείται. Και συνήθως εκδικείται αιφνιδιαστικά, απρόβλεπτα και σκληρά. Η Ειδομένη δεν είναι Νταχάου και κανένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Κάνοντας αυτή τη σύγκριση, ο Παναγιώτης Κουρουμπλής διέπραξε ένα είδος ιστορικής ύβρεως που θα δικαιολογούσε μόνο η βαθιά άγνοια. Είναι, όμως, το προϊόν μιας πολιτικής, οι υπεύθυνοι της οποίας αρκούνται σήμερα στον ρόλο του παρατηρητή. Στη βολή ενός διαπιστωτικού ρόλου.

Ελάχιστη σημασία έχει τι διαπιστώνει κανείς. Αν δηλαδή εκεί όπου ο Κουρουμπλής βλέπει ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο Αριστείδης Μπαλτάς βλέπει «εικόνες που τιμούν την Ελλάδα». Ο Κουρουμπλής ή ο Μπαλτάς δεν είναι εκδοχές της Αντζελίνα Τζολί που πάνε, βλέπουν και καταγγέλλουν τη φρίκη ή εκθειάζουν τις ανθρωπιστικές αξίες. Είναι υπουργοί της κυβέρνησης. Οπως υπουργός είναι και ο Μουζάλας. Ο οποίος, πριν σταυρωθεί από την εθνικιστική συνιστώσα της κυβέρνησης για το μακεδονικό lapsus linguae, είχε καταθέσει μια σειρά από διαπιστώσεις. Πρώτα ότι τα σύνορα θα έκλειναν, έπειτα ότι θα έκλειναν για πολύ, μετά ότι μπορεί να μας πετάξουν από τη Σένγκεν.

Ακόμη και αν δεν υπήρχε, ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής θα έπρεπε να εφεύρει το lapsus που εκστόμισε. Γιατί στην ίδια συνέντευξη είπε ότι αυτό που ο Κουρουμπλής περιγράφει ως Νταχάου και ο Μπαλτάς ως τιμή, είναι στην πραγματικότητα προϊόν κυβερνητικού σχεδιασμού. Η απουσία κρατικών δομών στην Ειδομένη δεν είναι ευθύνη της Ιστορίας, αλλά κυβερνητική επιλογή. Η ανυπαρξία του κράτους είναι σκόπιμη. Η κυβέρνηση συντηρεί ένα δράμα στις λάσπες για να εκβιάσει συναισθηματικά την Ευρώπη. Η υπουργική παραδοχή μεταθέτει κάπως βάναυσα τον βασικό άξονα του Προσφυγικού. Δεν είναι ο ανθρωπισμός που την οδηγεί και στο όνομα του οποίου εγκαλεί τους εταίρους της. Το κίνητρο δεν είναι πια ουμανιστικό, δεν είναι η διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης –πραγματικής αυτή τη φορά –που επείγει. Είναι ο κυνικός υπολογισμός ενός ενδεχόμενου οφέλους.

Οταν όμως δεν ασκείται σε μικροπολιτικό επίπεδο, η τέχνη του κυνισμού απαιτεί υψηλά προσόντα. Διαφορετικά, ακόμη και ο στυγνός υπολογισμός μπορεί να οδηγήσει σε παταγώδη αποτυχία. Και –ανάμεσα σε όλα τα άλλα –η Ειδομένη είναι το σύμβολο μιας αποτυχίας. Η απόσταση που χωρίζει το «λιάζονται στα παγκάκια» έως το «βρέχονται στις λάσπες» είναι ίδια με την απόσταση που χωρίζει τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας στην Ανατολή από τα χερσαία της σύνορα στον Βορρά. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ έχουν μετατοπιστεί στα βόρεια σύνορα μιας χώρας, η οποία άφησε τον εαυτό της να μετατραπεί σε μεθοριακό σταθμό με απάνθρωπες συνθήκες. Τόσο που το «απέραντο χοτσπότ» να μοιάζει με lapsus linguae.