Τον Φεβρουάριο του 1916, δηλαδή πριν από έναν αιώνα και κάτι ημέρες, άνοιξε τις πύλες του στη Ζυρίχη ο «Βολταίρος», το καμπαρέ όπου έπεσαν οι πρώτοι σπόροι του κινήματος των ντανταϊστών. Από την ουδέτερη Ελβετία, οι ντανταϊστές κατήγγειλαν τη βαρβαρότητα του πολέμου που μαινόταν και συνέγραψαν το συλλογικό έργο «Cabaret Voltaire», ενώ τον Ιούλιο του 1917 εξέδωσαν το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Νταντά».

Ο πόλεμος τελείωσε έναν χρόνο αργότερα. Οχι ότι άλλαξαν και πολλά για τους ντανταϊστές. Τα σύνορα είχαν κλείσει. Η βίζα είχε γίνει γενικός κανόνας και οι συνοριακοί έλεγχοι κοινή πρακτική. Κανένας δεν μπορούσε να ταξιδέψει ελεύθερα πια. Η Ευρώπη είχε γίνει μια άλλη ήπειρος. Πιο ανασφαλής και τραυματισμένη όσο ποτέ άλλοτε από τον όλεθρο ενός μαζικού και τρομερά φονικού πολέμου ακόμη και για τα δεδομένα μιας ηπείρου που –αν μη τι άλλο –ήξερε πολύ καλά από πολέμους και καταστροφές. Οπως υπενθυμίζουν οι επιμελητές της έκθεσης για τα εκατό χρόνια του ντανταϊσμού που φιλοξενείται φέτος στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Ζυρίχης, η κυρίαρχη μεταπολεμική αντίληψη συμπυκνώθηκε σε αυτό που ο ρωσοεβραίος γλωσσολόγος Ρόμαν Γιάκομπσον είχε ορίσει το 1921 ως «ζωολογικό εθνικισμό».

Υπάρχει κάτι το εντυπωσιακό στην ευκολία με την οποία αναβίωσε ο ζωολογικός εθνικισμός στην Ευρώπη. Αυτή τη φορά, η αιτία δεν ήταν ένας πόλεμος αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που αναζήτησαν καταφύγιο σε μια περιοχή με πραγματικό πλούτο, γνήσιες ανθρωπιστικές αξίες και αρκούντως ένοχο παρελθόν. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν αρκεί ένα νέο καλλιτεχνικό κίνημα για να καταγγείλει αυτή την αναδίπλωση, ένα είδος νεοντανταϊσμού που θα αμφισβητήσει ιδεολογικά και αισθητικά το κλείσιμο των συνόρων. Χρειαζόμαστε πάντως μια λοξή ματιά στα πράγματα. Και όσο τίποτε άλλο εκείνο το ελευθεριακό, ειρωνικό πνεύμα των παλιών ντανταϊστών.