Είδα τις φωτογραφίες στα social media. Παιδιά στην προεφηβική ηλικία, καλοζωισμένα και καλοντυμένα (όπως πρέπει να είναι όλα τα παιδιά), στο λιμάνι του Πειραιά. Απέναντι προσφυγόπουλα κι ανάμεσα κάγκελα. Τα «δικά μας» μοίραζαν στα άλλα πορτοκάλια. Αλλά και τα μεν και τα δε είχαν περίπου την ίδια έκφραση, την αμηχανία της επιβεβλημένης χαράς. Κάτι κλώτσαγε σε αυτές τις φωτογραφίες. Δεν μπορούσα όμως να διατυπώσω ακριβώς τι. Μέχρι που η μνήμη μού έδωσε την απάντηση γυρίζοντάς με πολλά χρόνια πίσω.

Πόσο θα ήμουν; Εφτά, οχτώ ετών; Καλοκαίρι, στο χωριό του πατέρα μου στην Πάρο. Κάποια γιορτή γινόταν στην πλατεία. Και στην άκρη, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στην ηλικία μου. Μόνα, θλιμμένα, ξυπόλητα και μαυροντυμένα. Ηταν τα πιο φτωχά παιδιά του χωριού που πρόσφατα είχαν χάσει τον πατέρα τους. Ο δικός μου μπαμπάς με προέτρεψε να πάω να παίξω μαζί τους. Τα πήρα στο σπίτι μας, μοιραστήκαμε τα παιχνίδια μου, φάγαμε τα κεφτεδάκια και τα γλυκά της γιαγιάς μου. Την άλλη μέρα το ίδιο. Την παράλλη όμως ο πατέρας μου μού είπε: «Σήμερα θα πας εσύ στο σπίτι τους. Και θα φας ό,τι έχουν. Και αν έχουν ρεβίθια χωρίς λάδι, θα τα φας και θα σ’ αρέσουν»… Ετσι συνειδητοποίησα τι κλώτσαγε στη φωτογραφία. Στην οποία βέβαια υπερυψούται το γεγονός ότι τα πορτοκάλια, έστω και για δέκα λεπτά, θα δροσερέψουν τα προσφυγόπουλα. Δεν στενοχωριέμαι όμως γι’ αυτά. Για τα παιδιά από την άλλη πλευρά των κάγκελων στενοχωριέμαι.

ΥΓ: Τα μαυροφορεμένα ορφανά είναι σήμερα διαπρεπείς καθηγητές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ.