Μου αρέσει να κυκλοφορώ στην πόλη. Οι σκηνές που βλέπω, οι συνομιλίες που κρυφακούω, οι τυχαίες κουβέντες που ανταλλάσσω με αγνώστους συνθέτουν το παζλ της πραγματικότητας πολύ πιο αποτελεσματικά από γκάλοπ, μελέτες και έρευνες. Και, το καλύτερο, μου επιφυλάσσουν ενίοτε πολύ ευχάριστες εκπλήξεις. Ετσι, ένα από τα περασμένα βράδια βολόδερνα με έναν φίλο μου στην κατάμεστη Πλατεία Αγίας Ειρήνης. Μια περιοχή που έχει στοχοποιηθεί από τους πολέμιους της στοιχειώδους αστικής χαράς. Ψάχναμε ένα χαμπουργκεράδικο που μας είχαν συστήσει και ρωτήσαμε τον πρώτο που βρέθηκε μπροστά μας. Συνειδητοποιήσαμε αμέσως την γκάφα μας. Ηταν το γκαρσόνι ενός αντίστοιχου μαγαζιού που περίμενε στωικά μέσα στο ψοφόκρυο μήπως χρειαστεί κάτι κάποιος πελάτης. Εικοσιπεντάχρονο χιπστεράκι με μακρύ μούσι και φαρδύ, χαμηλοκάβαλο παντελόνι. Ο νεαρός όχι μόνο μας έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για το πού είναι το μαγαζί αλλά μας υπέδειξε και τις καλύτερες επιλογές από το μενού του αντιπάλου –που αποδείχθηκαν απολύτως σωστές. Μου έφτιαξε το κέφι ο πιτσιρικάς, κλασικό δείγμα αυτής της «φυλής» που έχει κατηγορηθεί ως απολιτίκ. Και μου θύμισε ότι ο πολιτισμός προηγείται της πολιτικής.

Σκηνή δεύτερη: μετά τα μεσάνυχτα, σε κάθετο της Πατησίων. Εξω από ένα τοστάδικο, ένας άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας που ήταν σαφές ότι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί ψυχικά την πραγματικότητα και σάλταρε γι’ αλλού έπινε έναν, προφανώς κερασμένο, καφέ. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε ένα μπαλκόνι, ψηλά στην απέναντι πολυκατοικία. Και κάθε τόσο φώναζε «Ομορφη, είσαι όμορφη». Η (καλή) θεατρική παράσταση που ήμουν πριν δεν με είχε συγκινήσει τόσο.