Πρόκειται για μια λέξη που η μεταφορική της ερμηνεία έχει μια ασπρόμαυρη αντανάκλαση μιζέριας. Τουλάχιστον για μένα. «Βολεύω», «βολεύομαι». Ισως γιατί τη συνδέω με ατάκες από κάτι παλιές ελληνικές ταινίες. «Να βολευτεί σε μια δουλειά». «Να τον βολέψουμε κάπου στο Δημόσιο». Φράσεις που αποτύπωναν την τρέχουσα κοινή αντίληψη μιας εποχής στην οποία ακόμη και οι κάτοικοι των πόλεων έλιωναν τις σόλες τους σε χωματόδρομους. Στο φραστικό περιβάλλον αυτών των αναφορών κυριαρχούσαν μάλιστα τα υποκοριστικά. Οχι της τρυφερότητας. Της μετριοπάθειας και των μικρών οριζόντων. «Δουλίτσα», «μισθουλάκος», «ζωούλα». Ολα μικρά, χωρίς φιλοδοξίες ζωής, μόνο η στοιχειώδης προοπτική της επιβίωσης. Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, οι δρόμοι των ελληνικών πόλεων ασφαλτοστρώθηκαν και οι ορίζοντές μας (θεωρούσα ότι) άνοιξαν. Νόμιζα ότι είχαμε αφήσει πίσω και το βόλεμα ως ανασταλτικό της ουσιαστικής εξέλιξης και προόδου. Κορόιδο πιάστηκα…

Το πέρασμα από το ασπρόμαυρο στο τεχνικολόρ και στο σημερινό ψηφιακό δεν εξέλιπε, αλλά αντιθέτως γιγάντωσε τη νοοτροπία του βολέματος. Και την έκανε ιερή αγελάδα που, με καλό μασάζ, το άρμεγμά της αποφέρει ψήφους και εξουσία στην κυβέρνηση. Συνέβαινε ανέκαθεν, αλλά τα προσχήματα τα παραμέρισε η πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά. Από το ντάντεμα των καθαριστριών μέχρι την αποκατάσταση απάντων των συγγενών. Ετσι δεν μου δημιουργεί καμία απολύτως εντύπωση η δήλωση αδιαφορίας του ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη για τους ελεύθερους επαγγελματίες των 70.000 ευρώ ετησίως. Διότι το να έχει τέτοιο εισόδημα (άλλο τι του μένει στο χέρι) ένας ελεύθερος επαγγελματίας προϋποθέτει αγώνα και καταγράφει επιτυχία. Ο,τι δηλαδή απεχθάνεται το «βόλεμα».