Ηταν η πιο αμήχανη, η πιο εκβιασμένη από την πολιτική πραγματικότητα, η πιο ασύμμετρη εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων ετών. Στη slang της δεκαετίας του 1980, θα λέγαμε «κουφές» εκλογές. «Κουφές» αλλά φωναχτές. Και αυτό που «φώναξαν» –στην προεκλογική συνθηματολογία, στη ρητορική, στα σουρεαλιστικά επιχειρήματα και στον πολιτικό ετεροπροσδιορισμό –ήταν πως πρόκειται για τις εκλογές του κουρασμένου θυμικού παρά της ψύχραιμης λογικής. Φάνηκε εξάλλου όχι μόνο από το αποτέλεσμα αλλά κυρίως από τον τρόπο που αυτό διαμορφώθηκε. Εξάλλου ψηφίσαμε επί προειλημμένων αποφάσεων.

Αυτή η ψυχαναλυτική αναγωγή μού θύμισε τον μύθο του μανδαρίνου. Κακάσχημος, ηλικιωμένος και καμπούρης, ερωτεύτηκε παράφορα μια νεαρή, πανέμορφη παλλακίδα. Οι πιθανότητες να την κατακτήσει ήταν ανύπαρκτες, εκείνη όμως του έδωσε μια ελπίδα. Αν επί εκατό νύχτες καθόταν κάτω από το παράθυρό της θα γινόταν δική του. Εστηνε κι αυτός κάθε νύχτα το σκαμνάκι του έξω από το σπίτι της, μετρώντας ανάποδα μέχρι η επιθυμία να πραγματοποιηθεί και η ελπίδα να γίνει πραγματικότητα. Την τελευταία όμως δεν πήγε. Η ευφορία που του προκαλούσε η ελπίδα τον συντηρούσε ενώ η πραγματοποίησή της ήταν άγνωστο και αχαρτογράφητο τοπίο.

Το όραμα της ελπίδας και όχι της πραγματοποίησής της όμως είναι πολυτέλεια που μπορεί να έχει μόνο ο ψηφοφόρος. Η νέα κυβέρνηση δεν έχει στη διάθεσή της όχι εκατό ημέρες αλλά ούτε εκατό ώρες. Μια που ορκίζεται και μια που μπαίνει στο σπίτι και τακτοποιεί τους λογαριασμούς με την παλλακίδα, έστω και αν στο μεταξύ έχει γεράσει και ασχημύνει.