Γνωριστήκαμε σ’ έναν στάβλο. Σ’ έναν παλιό αχυρώνα, για την ακρίβεια. Σ’ ένα ξύλινο κτίριο που παλιότερα, τον καιρό της Αγριας Δύσης και των υποθέσεων που λύνονταν από το πιο γρήγορο πιστόλι χρησίμευσε ως ο κεντρικός στάβλος της πόλης και τώρα αποτελεί το σημείο συνάντησης των κατοίκων. Ηταν τέλος καλοκαιριού και ήταν νύχτα κάπου στα σύνορα μεταξύ Τέξας και Οκλαχόμα. Οι καουμπόηδες επέστρεφαν με τα κοπάδια γελάδια από τα βοσκοτόπια και η παράδοση ήταν ζωντανή σε μια βαθιά Αμερική που αναζητούσε ευκαιρίες να γιορτάσει.

Την ώρα που οι σύγχρονοι καουμπόηδες –εφοδιασμένοι με κινητά και GPS, αλλά αναμασώντας ιστορίες για τον Γουάιατ Ερπ και τον Μπίλι δε Κιντ –έπαιρναν θέση μπροστά από την ορχήστρα για έναν παραδοσιακό χορό two-step, ο Εδουάρδο σκεφτόταν πως έπρεπε να μαζέψει τα πράγματά του. Είχε ξεκαλοκαιριάσει στον αμερικανικό Νότο, είχε δουλέψει εποχικά στις μεγάλες φάρμες του Τέξας και τώρα που φθινοπώριαζε, εκείνος, ένας Χιλιανός που κυνηγούσε τα καλοκαίρια κουβαλώντας πάντα μαζί του τα ποιήματα του Νερούδα, ετοιμαζόταν για τον επόμενο σταθμό. Μάλλον Νικαράγουα έλεγε. Είχε ακούσει για μια παραλία με υπέροχα κύματα –και ύστερα ακόμα πιο νότια. Είπαμε. Ακολουθώντας το καλοκαίρι.

Του άρεσαν οι ανοιχτές θάλασσες, με αυτό το συνεχές μουρμουρητό που αναπαράγεται στη βοτσαλωτή παραλία της μνήμης. Του άρεσαν οι παραλίες που περιμένουν σαν Αγία Τράπεζα όσους θέλουν να κοινωνήσουν μια άλλη ζωή. Του άρεσε ο Τσε, τα δικά του ταξίδια με τη μοτοσικλέτα ήθελε, κατά κάποιον τρόπο, να μιμηθεί. Δεν του άρεσαν οι βεβαιότητες, αυτά τα κάστρα στην άμμο που τόσο εύκολα διαλύονται. Του άρεσε η αίσθηση ότι μπορούσε κάθε φορά να υποτάξει το άγνωστο και να γίνει αφέντης της μοίρας του. Μα πάνω απ’ όλα του άρεσε η θητεία του καλοκαιριού.

Ελεγε μια ιστορία για ένα ξενοδοχείο στη μέση μιας ζούγκλας, όπου είχε περάσει μαγικά. Αναρωτιόταν αν το ξενοδοχείο συνέχιζε να λειτουργεί ή αν είχε παραδοθεί στην προέλαση των φυτών και στην περιέργεια των θηρίων. Ισως μόνο τα ιγκουάνα και η βροχή να επισκέπτονται τις βεράντες του μονολογούσε, ίσως το ξενοδοχείο να λειτουργεί πια μόνο στις αναμνήσεις όσων κοιμήθηκαν στα δωμάτια κάτω από τις ράθυμες στροφές των ανεμιστήρων, όσων ήπιαν ρούμι, έβαλαν τα πάθη τους σε τάξη κι αποφάσισαν τι να κάνουν μ’ αυτή την παλιοσυνήθεια να ζουν.

Τον θυμάμαι κάθε χρόνο, τέτοια εποχή. Καθώς ετοιμαζόμαστε για άλλο ένα φθινόπωρο με υψηλά οκτάνια αβεβαιότητας και έχοντας περάσει ένα καλοκαίρι που έμοιαζε με χειμώνα, αναρωτιέμαι πόσοι κόκκοι άμμου από διαφορετικές παραλίες του κόσμου να έχουν στριμωχθεί στις σελίδες με τα ποιήματα του Νερούδα. Πώς να του μοιάζουν από μακριά οι στάσιμες ζωές, εκείνες που υποδέχονται το κρύο και τη σκοτεινιά του χειμώνα, που αποδέχονται ότι η ζωή μπορεί να είναι και μακριά από τις ανοιχτές θάλασσες.

Υπάρχουν και άλλες επιλογές. Ο Γιάννης λέει πως αντέχει τους χειμώνες, γιατί ξέρει ότι κάθε καλοκαίρι τον περιμένει το νησί του, ένας παράδεισος που του δίνει δύναμη για τους υπόλοιπους 11 μήνες. Κι ο Νίκος κάνει πλάκα για τα μπάνια που αφιερώσαμε, υμνώντας με σταθερές απλωτές, στην πορεία «κόντρα στο κύμα» –ένα παράδειγμα για τους μήνες που έρχονται, παρατηρεί.

Οπως στολίζει ο καθένας το σπίτι του, έτσι φτιάχνει και το σκηνικό της ζωής του. Αλλος βάζει καλοκαίρια για πολύφωτα κι άλλος χειμώνες για καναπέδες. Απ’ όπου μπορούμε παίρνουμε δύναμη καθώς η ζούγκλα γύρω μας καταλαμβάνει όλο και πιο πολύ από τον χώρο μας. Ισως ήρθε η ώρα να τη σταματήσουμε, να ανακαταλάβουμε τον χώρο αυτό. Να κάνουμε κάτι πιο δραστικό με αυτή την παλιοσυνήθεια να ζούμε.