Στη νύχτα – τον παλιό καλό καιρό της προμνημονιακής ευημερίας –ήταν θεσμός. Κάθε μαγαζί που σεβόταν τον εαυτό του είχε και από έναν. Εμφανιζόταν ως αφεντικό, αλλά δεν ήταν. Ηταν ο αυτοφωράκιας. Ενας υπάλληλος του οποίου η δουλειά ήταν να εμφανίζεται, αντί του πραγματικού αφεντικού, ενώπιον του νόμου, όποτε γινόταν καμιά στραβή.

Πολλοί στη Νέα Δημοκρατία είχαν φανταστεί έναν πρόεδρο – αυτοφωράκια. Να εμφανίζεται ως πρόεδρος, αλλά να μην είναι, προκειμένου να περάσει εκείνος το «αυτόφωρο» των φθινοπωρινών εκλογών, ενώ οι ίδιοι θα κρατούσαν το μητρώο τους καθαρό για την επόμενη ημέρα.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είδε τον κίνδυνο από την αρχή και δεν προσφέρθηκε να παίξει τον ρόλο του μεταβατικού μιας χρήσεως. Εκμαίευσε τη νομιμοποίησή του «απειλώντας» τους διεκδικητές της κομματικής ηγεσίας ότι θα τους έβγαζε τώρα στον στίβο, παγιδεύοντάς τους έτσι στην ίδια τους την ανασφάλεια.

Και μόνο το γεγονός ότι η προσφυγή σε εσωκομματικές εκλογές λειτούργησε –όπως είχε υπολογίσει ο Μεϊμαράκης –σαν φόβητρο δείχνει σε ποια ισορροπία έχει αδρανήσει η ΝΔ. Η εσωκομματική συναίνεση βασίζεται στην ανομολόγητη παραδοχή ότι κανένας δεν έχει αδιαμφισβήτητο προβάδισμα για την ηγεσία. Και, κυρίως, κανείς δεν θα ήθελε να δοκιμάσει στον ορατό, εκλογικό, ορίζοντα να κλονίσει την κυριαρχία του Τσίπρα.

Ο Μεϊμαράκης δεν έχει μόνο την ανοχή των δελφίνων. Είχε και τη στήριξη των δύο «πρώην» που, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ήθελαν τη σταθερότητα του αυτόματου πιλότου. Το καραμανλικό έρμα –περίπου σαν ανόργανη ύλη καθισμένη στο αμπάρι του σκάφους –λειτούργησε πάλι με τα ρεφλέξ της καταλλαγής. Ποιος θα ήθελε, άλλωστε, μετά την υπερπροσπάθεια του δημοψηφίσματος να τρέχει αυγουστιάτικα να εγγυηθεί και την ενότητα της παράταξης;

Εχοντας παίξει «επαγγελματικά» στα πρώτα εσωκομματικά ματς, ο όχι-και-τόσο-μεταβατικός πρόεδρος έχει μπροστά του εννιά μήνες. Εννιά υπερφυσικούς μήνες, αφού από Σεπτέμβριο, αν όχι νωρίτερα, ο πολιτικός χρόνος μπαίνει στον επιταχυντή του τρίτου Μνημονίου. Το ερώτημα είναι αν οι παλαικομματικές δεξιότητες που κατέστησαν τον Μεϊμαράκη ισχυρό στο ενδονεοδημοκρατικό παίγνιο θα αρκούσαν για να αντεπεξέλθει σε μια μονομαχία με τον Τσίπρα. Ή αν ο ίδιος μπορεί να βρει διέξοδο για να αποφύγει αυτή τη μονομαχία, όσο το αποτέλεσμά της μοιάζει προδιαγεγραμμένο.

Διά της «λύσης Μεϊμαράκη», πάντως, η αξιωματική αντιπολίτευση εφαρμόζει στα του οίκου της τη μέθοδο που ακολουθούν οι εταίροι με την Ελλάδα: Extend and pretend. Επεκτείνουν το χρονοδιάγραμμα της μετάβασης. Αναβάλλουν την αναμέτρηση. Και προσποιούνται ότι έχουν λύσει το πολιτικό τους πρόβλημα: την αδυναμία τους να κερδίσουν ακόμη και τους πεπεισμένους του 38%.