Τι κάνατε εκείνο το βράδυ του «μαύρου»; Πώς αντιδράσατε μετά, στον ενάμιση χρόνο που ακολούθησε; Πότε θα βάλετε σε λειτουργία τον ραδιοφωνικό σταθμό της Κοζάνης; Μήπως η κυρία είναι βαφτισιμιά σας; Οχι; Μήπως τότε ο πατέρας της είναι νονός σας; Ούτε; Σίγουρα;

Από τα ηλεκτροσόκ τέτοιων ερωτήσεων κλήθηκε να περάσει ο Λάμπης Ταγματάρχης.

Δεν ήταν μια συνηθισμένη διαδικασία. Στο τέλος της είχε κανείς σχεδόν ξεχάσει για ποιον λόγο είχε βρεθεί εκεί ο Ταγματάρχης. Ο «προτεινόμενος» διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ δεν αντιμετωπιζόταν ακριβώς ως κάποιος που ανέσυρε η κυβέρνηση από την αποστρατεία για μια συγκεκριμένη δουλειά, αλλά ως κατά τεκμήριο ένοχος.

Ο ίδιος έδειξε να αναδέχεται πρόθυμα τον ρόλο του ενόχου. Υπέστη το σαδιστικό ξεπουπούλιασμα της δημόσιας εικόνας του με σχεδόν μαζοχιστική παθητικότητα –σαν να μην είχε πολλά πούπουλα να διασώσει. Ακόμη κι αν κάποιος δεν είχε ενστάσεις για το πώς και με ποιους επιχειρείται η παλινόρθωση της ΕΡΤ, δεν μπορεί να μην είδε ως τορπιλισμό του εγχειρήματος τη συναινετική διαπόμπευση του διοικητή της.

Εστω κι έτσι, αυτό που συνέβη προχθές στη Βουλή θα ήταν για την κυβέρνηση ένα διαχειρίσιμο πολιτικό ατύχημα. Δεν είναι όμως κάτι που έτυχε. Αποτελεί μέρος της εκστρατείας μετατροπής όλων των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων σε οιονεί ποινικές δίκες με κοινοβουλευτικό μανδύα, για να δικαστούν όσοι είχαν βρεθεί κάποτε στα πράγματα. Ως παράγοντας που βρισκόταν συχνά στο κάδρο της μιας ή της άλλης κατάστασης, ο πρώην και νυν διευθύνων σύμβουλος της δημόσιας τηλεόρασης ήταν ιδανικός στόχος.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο σκηνικό αυτό βρίσκει την εφαρμογή το δόγμα του ΣΥΡΙΖΑ ότι όλο το προηγούμενο «καθεστώς» είναι ένοχο και πρέπει τώρα να λογοδοτήσει. Ομως, η κατάσταση δείχνει να έχει ξεφύγει από κάθε κεντρικό σχεδιασμό. Εκτός κι αν ήταν μέσα στα σχέδια της κυβέρνησης να καθηλωθεί ο υπουργός Επικρατείας για δέκα ώρες προκειμένου να συμμετέχει σε μια κυκλική διερώτηση του τύπου αν πρέπει ή δεν πρέπει να διοριστεί στο Ραδιομέγαρο μόνιμος χορδιστής του πιάνου.

Η κουλτούρα της καταγγελίας της Μεταπολίτευσης –της «χούντας που δεν τελείωσε το ’73» –ζει τώρα την άνθησή της στα εξεταστήρια. Είναι πια πολύ εύκολο ακόμη και μια γνωμοδοτική επιτροπή να μετατραπεί σε λουτρό αίματος από ελεύθερους –διάβαζε ανεξέλεγκτους –σκοπευτές, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει ούτε η κυβέρνηση ούτε η ενοχοποιημένη αντιπολίτευση. Εν μέρει παλαιοκαθεστωτικός και εν μέρει συριζίζων, ο Ταγματάρχης ενσάρκωσε τέλεια αυτή την αμφίπλευρη, συστημική αμηχανία.

Φαίνεται ότι μια σειρά από μικρο-εκτροπές αφήνονται πια μοιρολατρικά να συμβούν σαν μικρά θεσμικά εγκεφαλικά. Στην εξουθενωμένη μνημονιακή δημοκρατία όποιος θέλει μπαινοβγαίνει στο πιλοτήριο.