Ηταν από τις καταφάσεις που υπονομεύουν τον εαυτό τους με δύο αρνήσεις: «Δεν έχω κανέναν λόγο να μην εμπιστεύομαι τον Πρωθυπουργό». Σαν να λέμε: «Οχι, η Ζωή στηρίζει».

Η –ας την πούμε –διαλεκτική της Προέδρου της Βουλής δεν φοβάται τις αντιθέσεις. Μπορεί να καταγγέλλει τα ΜΜΕ από το βήμα που τα ίδια της εξασφαλίζουν. Μπορεί να αρνείται ότι αρνήθηκε να παράσχει τα αποθεματικά της Βουλής, «διερμηνεύοντας» το επίσημο αίτημα ως βολιδοσκόπηση. Μπορεί άνετα να αναγορεύει σε «ιστορικές» πολιτικές πρωτοβουλίες που η ίδια πήρε πριν από δυο μήνες.

Η πραγματικότητα που δεν κρύβεται πίσω από αυτό το δίχτυ των υπεκφυγών και των παρασιωπήσεων είναι ότι η Κωνσταντοπούλου αντιλαμβάνεται την πολιτική της παρουσία ως αυτόνομη, υπεράνω των κυβερνητικών γραμμών. Είναι μια προσωπική στρατηγική η οποία από την πρώτη στιγμή χρησιμοποίησε ως όχημα τη θεσμική αυτονομία της Βουλής. Ο θεσμός είναι το μέσο.

Μέχρι στιγμής, το μέσο έχει παρεμποδίσει τη γραμμή του Μαξίμου μόνο σε περιφερειακά ζητήματα –όπως η ευνοϊκή για τη Χρυσή Αυγή άσκηση ερμηνευτικής βίας επί του Κανονισμού της Βουλής. Τώρα που φαίνεται ότι πλησιάζει η ώρα της συμφωνίας, ο παράγων Κωνσταντοπούλου αναδύεται ως κεντρικό πρόβλημα.

Δεν είναι μόνο η διαφοροποίησή της εντός των κομματικών τειχών. Είναι και η επιλογή της να αμφισβητήσει δημοσίως κεντρικές επιλογές, όπως ο εσωτερικός δανεισμός, και μάλιστα λίγες ώρες μετά το –υποτίθεται σωφρονιστικό –τετ α τετ της με τον Πρωθυπουργό στο Μαξίμου. Συνιστά άραγε αυτή η εξωστρέφεια κάτι περισσότερο από «θόρυβο»;

Η Κωνσταντοπούλου δεν είναι Λαφαζάνης. Δεν έχει κομματικό λόχο, ούτε την πολιτική προϋπηρεσία που εγγυάται στον λόχο συνοχή. Μπορεί να αποτελεί εσωκομματικό πρόβλημα, αλλά δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει τα ερείσματα για να αποτελέσει πόλο εσωκομματικής αντιπολίτευσης.

Εκεί που η Πρόεδρος της Βουλής μοιάζει με τον επικεφαλής της Πλατφόρμας είναι στο δογματικό βάθος της αντίθεσής της. Οι διαφωνίες τους δεν είναι για το ένα ή το άλλο μέτρο, για τη μία ή την άλλη τακτική επιλογή. Αρνούνται το ίδιο το πλαίσιο εντός του οποίου είναι δυνατή μια συμφωνία. Ετσι, η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου υποβιβάζεται σε «κοινό ανακοινωθέν» και το ίδιο το Eurogroup εκμηδενίζεται σε «όργανο χωρίς θεσμική υπόσταση». Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα δεν υπάρχει.

Αυτή η απόρριψη του πλαισίου δεν εκδηλώνεται μόνο ως αντιμνημονιακή κλίση. Εκδηλώνεται και ως άρνηση της στοιχειώδους συναίνεσης που έχει ανάγκη η δημόσια ζωή για να λειτουργήσει. Γιατί τι άλλο είναι η απόφανση της Προέδρου της Βουλής ότι δεν αναγνωρίζει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις καν ως «δημοκρατικές»;

Στην περίπτωση του Λαφαζάνη, τέτοιος «ριζοσπαστισμός» θα μπορούσε να αποδοθεί στην πολιτική του καταγωγή. Και πάντως όχι στην ανάγκη του να είναι διαρκώς ορατός.