Μπήκε η Σαρακοστή και γίναμε όλοι ένας «Κυνόδοντας»: όπως εκεί που ονομάζανε το αιδοίο «πληκτρολόγιο», να λέμε κι εμείς το Μνημόνιο «πρόγραμμα» και την τρόικα «θεσμοί». Μας βλέπω να λέμε και το ψωμί «ψωμάκι».

Το κενό από προσωπικό έγινε, λέει, και δημοσιονομικό, το Γιάννης πια είναι έρημο με ένα μόνο νι, κάτι αυτοκίνητα στους δρόμους καίγονται κι η Μαρίνα που πάει λύκειο σ’ ένα πειραματικό σχολείο χιτλερικής ατμόσφαιρας δαγκώνει άγρια τη γομολάστιχα που λες «να, τώρα θα τη ματώσει».

Την Καθαρή Δευτέρα μάταια ψάχναμε στον ουρανό χαρταετό.

Θυμάμαι μια άλλη Δευτέρα Καθαρή, του ’73, σ’ ένα χωριό στον Παρνασσό(;), γυρίζαμε απ’ τους Δελφούς και ψάχναμε για μια ταβέρνα. Ακούγαμε κάπου να παίζει το «Παραπονιάρικο» και βαδίζαμε με οδηγό τον ήχο του τζουκ μποξ.

Ξαφνικά, σε σκοτεινό στενό, σαν να τους γέννησε το ίδιο το παχύ σκοτάδι, είδαμε μια πομπή από πανύψηλους άντρες ντυμένους μασκαράδες ν’ ανεβαίνουν τη νύχτα αμίλητοι, βουβοί και την Ξένια να μου ψιθυρίζει σιγά στ’ αφτί σαν σε εκκλησία: «Αυτό είναι, να ‘χουμε να το θυμόμαστε».

Πώς βγήκε ετούτη η μνήμη κι άπλωσε τα πλοκάμια της στην τωρινή Σαρακοστή; Τι μερίδιο θέλει απ’ το σήμερα; Πού βρέθηκαν Καθαρή Δεύτερα μασκαράδες;

Μήπως ξεμείναν από ένα μέλλον μακρινό τότε, που τώρα θέλει την εκπλήρωσή του;

Σαν να μας βλέπω όλους εμάς στα σκοτεινά να ανεβαίνουμε βουβοί, ντυμένοι μασκαράδες, την ανηφοριά του σήμερα και στη θέση των προσώπων μάσκες στο χρώμα της σκουριάς.

Σαν αρχαίος ρακένδυτος Χορός μιας τραγωδίας που παίζεται όμως σε άλλο θέατρο, αλλού. Μακριά από μας.

Στο κοίλον να γελάει με τα χάλια μας το υφήλιον κοινό.

Κι εμείς ανίδεοι να συνεχίζουμε, μάλλον να πασχίζουμε κάτι να τραγουδήσουμε, κάτι τα βήματα να δέσουμε σε άγνωστο, κουτσό ρυθμό, για κάποιον να υποτονθορύσουμε κουρέλια από μοιρολόγια, τσεβδές κραυγές και υπολείμματα άγριων αλαλαγμών.

Μέχρι να ‘ρθει ο αγγελιαφόρος να μας πει πως τυφλώθηκε ο βασιλιάς, κρεμάστηκε η βασίλισσα και σ’ ένα άλμα του χρόνου τα κοράκια τρώνε τις σάρκες του αδελφοκτόνου.

Κάθησε η φετινή Σαρακοστή στην πέτρα της υπομονής να περιμένει την ανάσταση που όλοι, μάντεις, χαρτορίχτρες και δημοσιογράφοι οιωνοσκόποι τη βλέπουνε στο κατακάθι του καφέ τους ν’ αργεί.

Ν’ αργεί πολύ.

Χαλάσανε οι καιροί, ούτε τον ρόλο του γελωτοποιού δεν ξέρω πια να παίξω.

Και κάθομαι τώρα, θεατρίνος άνθρωπος, να μαζεύω τα αποφόρια του γέλιου μου και να γράφω γρίφους για μάσκες και τραγωδίες διεθνούς φεστιβάλ πένθους.

Ομως έρχονται στιγμές που το φαιδρό το ύφος στυλώνει τα πόδια και δεν σου κάνει τα χατίρια.

Βλέπεις την τράπουλα να τη σημαδεύουν στα μάτια σου μπροστά και να γελάνε όλοι με την επικείμενή σου τη χασούρα.

Παίζεις τα ρέστα σου, φίλε.

Βλέπω ν’ αργεί.

Ν’ αργεί πολύ για φέτος η ανάσταση.