Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα αποκτά σήμερα κυβέρνηση σε απόλυτη αντιστοιχία με τις κυρίαρχες παραδοχές της κοινής γνώμης.

Τι πιστεύει η κοινή γνώμη;

Οτι το 2010 η Ελλάδα χρεοκόπησε επειδή κάποιοι «έφαγαν τα λεφτά». Οτι της επιβλήθηκε μια αχρείαστη πολιτική λιτότητας για να σωθούν οι τράπεζες και η «ολιγαρχία».

Οτι η χώρα πρέπει να μείνει στο ευρώ αλλά χωρίς να εφαρμόζει απαραιτήτως τους κανόνες του ευρώ. Οτι οι δανειστές φταίνε για την κατάσταση της χώρας και οφείλουν να διαγράψουν μέρος των χρημάτων που μας δάνεισαν.

Κι ότι όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν με «σκληρή διαπραγμάτευση» διότι, αν φτάσουμε σε σημείο σύγκρουσης, τότε είναι οι άλλοι που θα υποχωρήσουν.

Αυτά καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Αυτά ακούω γύρω μου. Αυτό θεωρείται ότι είναι σήμερα η αδιαμφισβήτητη «εθνική αλήθεια». Κι αυτά –πάνω – κάτω –πρεσβεύουν τα δυο κόμματα που αποτελούν σήμερα την κυβέρνηση.

Υπό αυτήν την έννοια, είναι μια κυβέρνηση που καλείται κατά τον πιο αυθεντικό και υποδειγματικό τρόπο να υπηρετήσει μια συγκεκριμένη εθνική αλήθεια.

Ακριβώς όπως αυτή η εθνική αλήθεια καλείται πλέον να αναμετρηθεί ευθέως και χωρίς υπεκφυγές με τον άλλο κόσμο.

Αν καταλαβαίνω καλά, η μέθοδος στηρίζεται σε μια παλιά αριστερή παραδοχή: ότι το πολιτικό γεγονός αλλάζει τα οικονομικά δεδομένα.

Οτι δηλαδή οι εκλογές και η αλλαγή πλειοψηφίας στην Ελλάδα μεταβάλλουν την οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας. Διά της ψήφου προκύπτει ότι τα πράγματα πλέον δεν είναι όπως ήταν.

Να σημειώσω ότι αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.

Μια ματιά στον διεθνή Τύπο καταγράφει τον ενθουσιασμό για την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ όσων δεν είναι ικανοποιημένοι με το σημερινό ευρωπαϊκό σύστημα, έστω και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.

Και ταυτοχρόνως αναδεικνύει την Ελλάδα σε πεδίο μάχης για την πολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη και σε πείραμα μιας βιώσιμης εναλλακτικής πορείας.

Αντιλαμβάνομαι ότι πολλούς αυτό τους ενθουσιάζει. Εμένα με ανησυχεί.

Αφενός επειδή η ιδέα της αναμέτρησης μπορεί να φέρνει πολλούς συμμάχους, αλλά προμηθεύει και άφθονους εχθρούς.

Αφετέρου επειδή μια σύγκρουση γενικού χαρακτήρα δυσκολεύει τον συμβιβασμό και για τους μεν και για τους δε.

Διότι αν ο καθένας κραδαίνει μια «αλήθεια» ή μια δικαίωση, τότε κανείς δεν μπορεί να συναινέσει στην αναίρεση της δικής του, εκτός κι αν ηττηθεί.

Αντιθέτως, αν ψάξουμε απλώς μια «λύση» ή μια συνεννόηση, τότε εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μία ή την άλλη, χωρίς νικητές και ηττημένους.

Ιδίως όταν όλοι μπορούν να φανταστούν και τον νικητή και τον ηττημένο.